Τo περιβάλλον
Είναι μονοετές φυτό, χνουδωτό ή λείο, με βλαστούς ύψους 5-50 εκατ., στρογγυλούς και διάχυτους, με φύλλα απλά, αντίθετα, ωοειδή, οξύληκτα με τα κατώτερα με μακρύ μίσχο. Άνθη κατά μασχαλιαία αραιά κύματα, με πέταλα δισχιδή και λευκού χρωματισμού. Συνηθισμένο ζιζάνιο των αγρών.
Πολυετής πόα, με βλαστό όρθιο, με ένα μόνο άνθος, ύψους 10-20 εκατοστά, που έχει σε όλο το μήκος του λογχοειδή λέπια και χνούδι σαν βαμβάκι. Τα φύλλα εμφανίζονται μετά την άνθιση, είναι καρδιοειδή ή νεφροειδή, πολυγωνικά ή οδοντωτά, παλαμόνευρα, μεγάλα με μακρύ μίσχο. Τα ανθίδια είναι κίτρινου χρώματος, γλωσσοειδή.
Αναφέρεται σαν «χαμαιλεύκη», και «βήχιον» από τον Διοσκουρίδη. Φυτό φαρμακευτικό, γνωστό από την αρχαιότητα, θεωρείται σαν μαλακτικό, αντιβηχικό, τονωτικό, διουρητικό.
Είναι πόα χωρίς βλαστούς, τριχωτή, με παραφυάδες που δεν ριζοβολούν και συνήθως είναι ανθοφόρες. Τα φύλλα είναι παράριζα, μεγάλα, ωοειδή, προμήκη, καρδιοειδή στη βάση, χνουδωτά, ανοιχτοπράσινου χρώματος. Τα παράφυλλα είναι λογχοειδή, γραμμοειδή. Τα άνθη είναι ιώδη.
Πολυετές φυτό με φύλλα καρδιοειδή ή νεφροειδή με περιφέρεια οδοντωτή και μίσχους μακρείς. Φυτρώνουν όλα μαζί από τη βάση σχηματίζοντας ρόδακα. Άνθη μοβ, αρωματικά με μίσχους λεπτούς και 5 πέταλα. Το κατώτερο πέταλο έχει στο πίσω μέρος του μια μικρή ουρά (πλήκτρο).
Η βιολέτα ή μανουσάκι περιέχει μια δριμεία και στυπτική ουσία την βιολίνη και χρησιμοποιούμε το αφέψημα των λουλουδιών για τη βρογχίτιδα, τη φλόγωση των πνευμόνων και των νεφρών. Παλαιότερα πιστεύονταν ότι το φάγωμα φρέσκων φύλλων για πολύ χρονικό διάστημα διαλύει τον καρκίνο του δέρματος. Λουλούδια στενά δεμένα με τις θρησκευτικές εκδηλώσεις κυρίως το Πάσχα και στο στόλισμα του Επιτάφιου.
Το τοπίο είναι αποτέλεσμα του δυναμικού συνδυασμού φυσικοχημικών, βιολογικών και ανθρωπιστικών στοιχείων, τα οποία αλληλεπιδρούν το ένα στο άλλο. Αποτελεί ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο και βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Καταγράφει, μεταξύ άλλων, το γεωγραφικό περίγυρο του ανθρώπου, τις κοινωνικές και οικονομικές δομές, καθώς και άλλους διάφορους παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να εξηγήσουν, μερικώς ή ολικώς, την οργάνωση του χώρου. Παράλληλα, η αρχιτεκτονική τέχνη, ως γενεσιουργός αιτία, θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες διαμόρφωσης και ανάπλασης του τοπίου. Ως υλικό έργο, αποτυπώνει, πέρα από τη λειτουργία και τη ρύθμιση του χώρου, τις σχέσεις της κοινωνίας με τη φύση, καθώς και την εξέλιξή τους. Ως αφηρημένη έννοια, μετουσιωμένη στα έργα και τα τοπία της, παραπέμπει σε διακριτές ανθρωπογεωγραφικές και πολιτισμικές ενότητες. Ως πνευματικό γεγονός, εκφράζει, τέλος, ένα μεγάλο τμήμα του υλικού και πνευματικού πολιτισμού.
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, η οικοδομική τέχνη στην Ήπειρο χαρακτηρίζεται, κατά γενικό τρόπο, από την κατάληξη μίας μακράς στον ιστορικό χρόνο εξελικτικής διαδικασίας, οι ρίζες της οποίας βυθίζονται στην περίοδο παρακμής του Δεσποτάτου. Την εποχή αυτή, πιο συγκεκριμένα, άπασες οι οικοδομήσεις στο Ζαγόρι έχουν, ήδη, πάρει τις τελικές μορφές τους, διαθέτοντας, ως αδιάψευστο μάρτυρά τους, μίαν ίδια και ιδιάζουσα αισθητική. Αυτή η σπάνια περίσταση των πραγμάτων στο Ζαγόρι, ήτοι, η κατάληξη της εξελικτικής διαδικασίας της οικοδομικής τέχνης, η ολοκληρωμένη και, προ παντός άλλου, τελική μορφή των οικοδομήσεων, η οικιστική συγκρότησή τους, καθώς και η ίδια και ιδιάζουσα αισθητική τους, συγκροτούν ένα ενιαίο, ομογενές, ομοειδές, αρραγές κι αδιαίρετο σύνολο πραγμάτων, επαρκή και ικανό, για έναν δόκιμο χαρακτηρισμό της αρχιτεκτονικής τέχνης στην αναφερόμενη συγκυρία. Επιπροσθέτως, τα σαφή χρονικά όρια της γέννησης, εξέλιξης και ολοκλήρωσης αυτής της ωραίας τέχνης, καθώς και τα ιστορικά όρια του Ζαγορίσιου φυσικού χώρου αποτελούν ισχυρά επιστημονικά τεκμήρια για τον ακριβή χρονικό και γεωγραφικό προσδιορισμό της.
Το αρχιτεκτονικό έργο χρειάζεται απαραιτήτως ένα γεωγραφικό και ιστορικό προσδιορισμό, πέραν από τις αμιγείς απαιτήσεις της αρχιτεκτονικής τέχνης. Όχι τόσο, βεβαίως, γιατί η γεωγραφία και η ιστορία εντάσσονται κατά τον αυτό βαθμό στα μέσα πρόσληψης του αρχιτεκτονικού έργου, αλλ΄ όσο, γιατί ο χωρικός και χρονικός προσδιορισμός του άγει στη βέλτιστη ανάγνωση, αντίληψη και εκτίμηση της αρχιτεκτονικής τέχνης γεγονός, που υποδηλώνει και τη βαθύτερη γνώση της. Μάλιστα, η τελευταία, ήτοι η βαθιά γνώση της αρχιτεκτονικής τέχνης, αίρει τις όποιες πλάνες της κοινής γνώμης και ενδεχομένως της ακαδημαϊκής κοινότητας. Κατά συνέπεια, η ανάγκη ενός χωρικού και χρονικού προσδιορισμού στο αρχιτεκτονικό έργο επιβάλλει και συγχρόνως προδιαγράφει μια διαφορετική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης. Μια τέτοια προσέγγιση, επί παραδείγματι, που δε στέκεται μόνο στην αισθητική, την πλαστική, τα δομικά υλικά, το σύστημα δόμησης, τη σύνθεση, τους όγκους ή τη λειτουργία του αρχιτεκτονικού έργου, αλλά και επεκτείνεται στο χώρο και το χρόνο, δηλαδή τη γεωγραφία και την ιστορία. Ποιο μέρος, όμως, της γεωγραφίας και της ιστορίας άπτεται της αρχιτεκτονικής τέχνης;
Ο ναός είναι χτισμένος σε ένα μικρό πλάτωμα στο νότιο άκρο του οικισμού. Μέχρι το 1797 αποτέλεσε τον ενοριακό ναό της κοινότητας. Είναι μονόχωρος σταυρεπίστεγος ναός με νάρθηκα. Η ανέγερση του ναού έγινε στα 1750, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή στον δυτικό τοίχο. Ωστόσο δύο δεσποτικές εικόνες του τέμπλου είναι έργο του Καπεσοβίτη ζωγράφου Αθανασίου και χρονολογούνται στα 1708, στοιχείο το οποίο υποδεικνύει την ύπαρξη παλαιότερου ναού. Ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες στις οποίες διακρίνονται δυο φάσεις. Το τέμπλο φέρει αξιόλογο γραπτό και γλυπτό διάκοσμο, και αποτελεί ένα από τα εξαιρετικά δείγματα ξυλόγλυπτων τέμπλων του 18ου αιώνα.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στο κατώτερο υψομετρικά τμήμα του οικισμού. Είναι μία τρίκλιτη δρομική βασιλική με νάρθηκα και προστώο και όπως συνηθίζεται τον 18ο αιώνα στα δυτικά της δεσπόζει ένα εξαγωνικό κωδωνοστάσιο.
Η ανέγερση του αρχικού ναού έγινε πριν τα μέσα του 18ου αιώνα. Εξωτερικά στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου του ναού απεικονίζεται ένθρονος ο άγιος Νικόλαος , ενώ στο ανώτερο τμήμα της τοιχογραφίας βρίσκεται γραπτή κτητορική επιγραφή. Η επιγραφή αυτή μας πληροφορεί ότι ο ναός διακοσμήθηκε στα 1812 από τον ζωγράφο Αναστάσιο Τσεπελοβίτη. Τα έργα του εντάσσονται στην εικονογραφική και τεχνοτροπική παραγωγή των Καπεσοβιτών ζωγράφων και αποτελούν ένα από τα τελευταία έργα των διακεκριμένων αυτών μεταβυζαντινών καλλιτεχνών του 18ου αιώνα. Ο εσωτερικός τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού σήμερα δεν σώζεται.
Αξιοσημείωτο είναι ότι βημόθυρο το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 17ου ή αρχές του 18ου αιώνα και σώζεται στο ναό, υποδεικνύει παλαιότερη αρχιτεκτονική φάση ή προϋπάρχοντα παλαιότερο ναό

Πρόκειται για τον κεντρικό ναό του χωριού. Αρχιτεκτονικά ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και προστώο, όπως οι περισσότεροι ναοί του 18ου αιώνα στην περιοχή.
Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του ναού, το σημερινό οικοδόμημα χρονολογείται στα 1788, ενώ η παλαιότερη αρχιτεκτονική φάση του ναού ανάγεται στα 1630.Στην ίδια επιγραφή μαρτυρείται και παλαιότερος ναός, χωρίς όμως να ορίζεται η ακριβής χρονολογία. Από την αρχιτεκτονική φάση του 1630 σώζεται ένα βημόθυρο. Οι τοιχογραφίες είναι έργο του ζωγράφου Λάζαρου από τα Άνω Σουδενά Ζαγορίου και έγιναν το 1796. Αποτελούν ένα χαρακτηριστικό τοιχογραφικό σύνολο της τέχνης του ζωγράφου και εντάσσονται στα έργα των λιγότερο αυστηρών τάσεων του 18ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες του βορείου τοίχου επιζωγραφίστηκαν το 1854 από Χιονιαδίτες ζωγράφους. Το 1873 επιζωγραφίστηκαν επίσης, οι τοιχογραφίες της αψίδας. Ο ναός συνδέεται στα βορειοδυτικά με ένα επιμήκες κτήριο διώροφο, το οποίο έχει τοξοστοιχίες και τρεις κρήνες. Σε μία από τις κρήνες αναγράφεται η χρονολογία 1706. Ανατολικά του ναού υπάρχει διώροφο καμπαναριό, ενώ κοντά σε αυτό σώζεται ένα κτήριο το οποίο λέγεται
Αμελικό», γιατί εδώ έμενε ο φοροεισπράκτορας ο οποίος εισέπραττε ένα είδος φόρου, το «αμελίκ».

Πρόκειται για τον ενοριακό ναό του χωριού. Ο Άγιος Νικόλαος είναι βασιλική και χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Προϋπήρχε ναός μικρότερος του 17ου αιώνα. Ο νάρθηκας προστέθηκε το 1779. Αξιοσημείωτά είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού και το κωδωνοστάσιο, τυπικό της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής στο Ζαγόρι τον 18ο αιώνα.

Οικοσύστημα
Η πατρίδα μας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, του κλίματος και της ιδιαίτερης μορφολογίας της, είναι μια από τις πιο πλούσιες σε χλωρίδα περιοχές της γης. Στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας LIFE (πρόγραμμα «Ερημοποίηση: Προστασία εδαφών από την διάβρωση στην Τήνο και Ζαγοροχώρια», Τμήμα Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου του ΤΕΙ Ηπείρου και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων), κατά μήκος ενός μονοπατιού λίγων χιλιομέτρων των Νεγάδων Ζαγορίου, καταγράφηκαν και αναγνωρίστηκαν πάνω από 400 είδη, εκ των οποίων τα κυριότερα παρουσιάζονται εδώ.
Στην πορεία του, το μονοπάτι διασχίζει ένα πολύμορφο τοπίο, όπου οι εικόνες εναλλάσσονται με καταπληκτική ταχύτητα και συχνότητα. Η ύπαρξη πέτρινων αναβαθμίδων, γεφυριών και στοιχείων της ανθρώπινης δραστηριότητας δείχνει ότι η περιοχή αυτή ήταν στενά συνδεδεμένη με την καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Το διαδικτυακό αυτό βοτανολόγιο φιλοδοξεί να καλύψει τις ανάγκες του επισκέπτη της περιοχής που επιθυμεί όχι μόνο να παρατηρεί την ομορφιά της φύσης σαν απλός θεατής, αλλά να προχωρήσει σε μια ουσιαστικότερη και βαθύτερη γνωριμία με τον φυσικό κόσμο.
Για να μπορεί ο επισκέπτης να αναγνωρίσει τα υπάρχοντα είδη in situ, κάθε φυτό συνοδεύεται από φωτογραφία, βοτανική περιγραφή, καθώς και από τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη χρήση του. Παράλληλα, σχεδιάστηκε ο χάρτης του μονοπατιού και χωρίστηκε σε ευδιάκριτες ζώνες, που σημειώνονται στην περιγραφή του κάθε φυτού.
Σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση, η χλωρίδα χωρίστηκε ανάλογα με την εποχή άνθισης στις τέσσερις εποχές, δεδομένου ότι το άνθος αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ των ειδών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τίποτα στη φύση δεν είναι στατικό, συνεπώς η εποχή άνθισης μπορεί να μετατοπιστεί ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Επίσης, η παρουσία των φυτών (ιδιαίτερα των ετήσιων) μπορεί να σημειωθεί και σε ζώνη που δεν αναφέρεται στον χάρτη.
Γιώργος Καρράς, Βαγγέλης Φίλης, Βοτανικές Διαδρομές, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2000