Ναοί και μοναστήρια

Ο ναός είναι χτισμένος σε ένα μικρό πλάτωμα στο νότιο άκρο του οικισμού. Μέχρι το 1797 αποτέλεσε τον ενοριακό ναό της κοινότητας. Είναι μονόχωρος σταυρεπίστεγος ναός με νάρθηκα. Η ανέγερση του ναού έγινε στα 1750, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή στον δυτικό τοίχο. Ωστόσο δύο δεσποτικές εικόνες του τέμπλου είναι έργο του Καπεσοβίτη ζωγράφου Αθανασίου και χρονολογούνται στα 1708, στοιχείο το οποίο υποδεικνύει την ύπαρξη παλαιότερου ναού. Ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες στις οποίες διακρίνονται δυο φάσεις. Το τέμπλο φέρει αξιόλογο γραπτό και γλυπτό διάκοσμο, και αποτελεί ένα από τα εξαιρετικά δείγματα ξυλόγλυπτων τέμπλων του 18ου αιώνα.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στο κατώτερο υψομετρικά τμήμα του οικισμού. Είναι μία τρίκλιτη δρομική βασιλική με νάρθηκα και προστώο και όπως συνηθίζεται τον 18ο αιώνα στα δυτικά της δεσπόζει ένα εξαγωνικό κωδωνοστάσιο.
Η ανέγερση του αρχικού ναού έγινε πριν τα μέσα του 18ου αιώνα. Εξωτερικά στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου του ναού απεικονίζεται ένθρονος ο άγιος Νικόλαος , ενώ στο ανώτερο τμήμα της τοιχογραφίας βρίσκεται γραπτή κτητορική επιγραφή. Η επιγραφή αυτή μας πληροφορεί ότι ο ναός διακοσμήθηκε στα 1812 από τον ζωγράφο Αναστάσιο Τσεπελοβίτη. Τα έργα του εντάσσονται στην εικονογραφική και τεχνοτροπική παραγωγή των Καπεσοβιτών ζωγράφων και αποτελούν ένα από τα τελευταία έργα των διακεκριμένων αυτών μεταβυζαντινών καλλιτεχνών του 18ου αιώνα. Ο εσωτερικός τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού σήμερα δεν σώζεται.
Αξιοσημείωτο είναι ότι βημόθυρο το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 17ου ή αρχές του 18ου αιώνα και σώζεται στο ναό, υποδεικνύει παλαιότερη αρχιτεκτονική φάση ή προϋπάρχοντα παλαιότερο ναό


Πρόκειται για τον κεντρικό ναό του χωριού. Αρχιτεκτονικά ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και προστώο, όπως οι περισσότεροι ναοί του 18ου αιώνα στην περιοχή.
Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του ναού, το σημερινό οικοδόμημα χρονολογείται στα 1788, ενώ η παλαιότερη αρχιτεκτονική φάση του ναού ανάγεται στα 1630.Στην ίδια επιγραφή μαρτυρείται και παλαιότερος ναός, χωρίς όμως να ορίζεται η ακριβής χρονολογία. Από την αρχιτεκτονική φάση του 1630 σώζεται ένα βημόθυρο. Οι τοιχογραφίες είναι έργο του ζωγράφου Λάζαρου από τα Άνω Σουδενά Ζαγορίου και έγιναν το 1796. Αποτελούν ένα χαρακτηριστικό τοιχογραφικό σύνολο της τέχνης του ζωγράφου και εντάσσονται στα έργα των λιγότερο αυστηρών τάσεων του 18ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες του βορείου τοίχου επιζωγραφίστηκαν το 1854 από Χιονιαδίτες ζωγράφους. Το 1873 επιζωγραφίστηκαν επίσης, οι τοιχογραφίες της αψίδας. Ο ναός συνδέεται στα βορειοδυτικά με ένα επιμήκες κτήριο διώροφο, το οποίο έχει τοξοστοιχίες και τρεις κρήνες. Σε μία από τις κρήνες αναγράφεται η χρονολογία 1706. Ανατολικά του ναού υπάρχει διώροφο καμπαναριό, ενώ κοντά σε αυτό σώζεται ένα κτήριο το οποίο λέγεται
Αμελικό», γιατί εδώ έμενε ο φοροεισπράκτορας ο οποίος εισέπραττε ένα είδος φόρου, το «αμελίκ».


Πρόκειται για τον ενοριακό ναό του χωριού. Ο Άγιος Νικόλαος είναι βασιλική και χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Προϋπήρχε ναός μικρότερος του 17ου αιώνα. Ο νάρθηκας προστέθηκε το 1779. Αξιοσημείωτά είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού και το κωδωνοστάσιο, τυπικό της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής στο Ζαγόρι τον 18ο αιώνα.


Οι ναοί και οι μονές στο Ζαγόρι, μνημεία σύμφυτα με το αδρό ορεινό τοπίο, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ανάγλυφου της περιοχής. Η συνθηκολόγηση δεκατεσσάρων χωριών κατά την οθωμανική κατάκτηση το 1431 και η σταδιακή προσχώρηση στη συνθήκη των υπολοίπων έως το 1460, αποτέλεσαν την απαραίτητη ιστορική συνθήκη για την ανοικοδόμηση μεγάλου αριθμού θρησκευτικών μνημείων, καθώς η περιοχή έχαιρε ευνοϊκής μεταχείρισης και ήταν αυτοδιοίκητη και αυτόνομη. Σημαντικές μεταβολές παρατηρούνταιστο οικιστικό δίκτυο του Ζαγορίου κατά τον 16ο και 17ο αιώνα: ανασύσταση προγενέστερων μικρών οικισμών, ενσωμάτωση σε μεγαλύτερους, δημιουργία νέων οικιστικών πυρήνων. Συνέπεια ήταν η ανακαίνιση/ επέκταση παλαιότερων ναών αλλά και η ανοικοδόμηση νέων.
Η μετανάστευση των κατοίκων στα Βαλκάνια και η ενασχόλησή τους με το εμπόριο, ήταν καθοριστικός παράγων για την πολιτιστική και πνευματική ακμή του Ζαγορίου.Ειδικά από τα μέσα του 17ου αιώνα εντείνεται το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Βλαχία και τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, πρακτική, η οποία έγινε μαζικότερη από το 1750 και εξής, εποχή κατά την οποία ακμάζει η εμπορική δραστηριότητα των Βαλκάνιων εμπόρων μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Αποτέλεσμα του συσσωρευμένου πλούτου από το εμπόριο ήταν ανάμεσα στις άλλες αγαθοεργίες και στις αυξημένες οικοδομικές δραστηριότητες δημόσιου χαρακτήρα, ηανέγερση και η διακόσμηση των θρησκευτικών μνημείων του Ζαγορίου.
Η αρχιτεκτονική σταδιακά προσανατολίζεται στην επιλογή αρχιτεκτονικών τύπων που προσδίδουν μεγαλοπρέπεια, όπως ο τύπος της τρίκλιτης βασιλικής. Την οικονομική ευμάρεια των χορηγών υποδεικνύουν τα μεγάλου ύψους κωδωνοστάσια, τα πλούσια εικονογραφικά προγράμματα, η άρτια και υψηλού επιπέδου τέχνη τόσο στις μνημειακές παραστάσεις όσο και στα φορητά έργα, τα ξυλόγλυπτα τέμπλα εξαιρετικής ξυλογλυπτικής τέχνης, τα πολύτιμα ιερά λειτουργικά σκεύη, τα λειτουργικά βιβλία τυπωμένα σε μεγάλα τυπογραφεία της Ευρώπης. Οι ζωγράφοι οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην περιοχή, προσδίδουν ζωντάνια στα έργα τους εμπλουτίζοντας τις σκηνές με κοσμικά στοιχεία. Συνήθως πρόκειται για εικονογραφικές λεπτομέρειες σύμφωνες με τις τάσεις του δυτικού μπαρόκ, γνωστού από χαλκογραφίες και έντυπα με ξυλογραφίες και λιθογραφίες στην δυτική και νοτιοανατολική Ευρώπη. Στην θρησκευτική τέχνη του Ζαγορίου,μεταφέρεται η αισθητική των οικονομικών κέντρων της οθωμανικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας αντιπροσωπευτική της ιθύνουσας τάξης των εμπόρων-χορηγών . Στους ενοριακούς ναούς, στα καθολικά των μονών και στα μικρά εξωκλήσια στο Ζαγόρι,η τέχνη εντοίχιων και φορητών έργωναποτυπώνει την έκφραση της νέας εικαστικής πραγματικότητας και την σταδιακή αλλαγή στην ατμόσφαιρα της θρησκευτικής ζωγραφικής.
Στην ιστοσελίδα αυτή ο επισκέπτης γνωρίζει τα θρησκευτικά μνημεία μέσα από σύντομα συνοδευτικά κείμενα και ενδεικτικές εικόνες (εξωτερικές και εσωτερικές). Η εικονική περιήγηση στους ναούς και στις μονές της περιοχής αναδεικνύει με τρόπο παραστατικό τον πολιτιστικό πλούτο και την πνευματική ανάπτυξη και αποτελεί το ερέθισμα για μία επιτόπια περιήγηση και φυσική παρουσία στα μνημεία του Ζαγορίου.
Κατερίνα Κοντοπανάγου
(Στον παρακάτω χάρτη παρουσιάζονται τα σημεία με τις θέσεις των θρησκευτικών μνημείων. Κάνοντας κλικ πάνω στα σημεία εμφανίζονται το όνομα και η φωτογραφία του αντίστοιχου μνημείου, ενώ κάνοντας κλικ πάνω στην φωτογραφία μεταφέρεστε στην σελίδα με τις αναλυτικές πληροφορίες)

Το Βρυσοχώρι είναι το πιό απομακρυσμένο χωριό του Ζαγορίου (με σημείο αναφοράς τα Ιωάννινα, από τα οποία απέχει 74χλμ.), αποτελεί το 3ο μεγαλύτερο σε έκταση ανάμεσα στο σύνολο των Ζαγοροχωρίων, είναι ανάμεσα από τη 2η και την 5η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδος (Σμόλικας 2637 μέτρα και Τύμφη 2497 μέτρα ) και φυσικά ανάμεσα από τις δύο Δρακόλιμνες των βουνών αυτών. Η μονή της Αγίας Τριάδας βρίσκεται 13χλμ. από το χωριό σε υψόμετρο 950μ. Η μονή χρονολογείται από τον 17ο αιώνα, σύμφωνα με εγχάρακτη επιγραφή σε κελί, όπου αναφέρεται η χρονολογία 1677. Η σημερινή μορφή του μοναστηριού και του καθολικού ανάγεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Στα 1773 αναφέρεται από τον Ι. Λαμπρίδη ότι ανακαινίστηκε το καθολικό και τα υπόλοιπα κτίσματα της μονής. Το καθολικό είναι μονόχωρο και καμαροσκέπαστο. Αξίζει να σημειωθεί το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της λαϊκής ξυλογλυπτικής τέχνης του 18ου αιώνα στην Ήπειρο. Το τέμπλο διακοσμείται με ανάγλυφες Χριστολογικές και Θεομητορικές παραστάσεις, καθώς και ολόσωμους αγίους, αγίους σε μετάλλια, φυτικά και γεωμετρικά διακοσμητικά μοτίβα. Η τεχνική που ακολουθείται είναι αυτή χαμηλού, στρωτού ανάγλυφου, η οποία είναι η παλαιότερη στα Ηπειρωτικά τέμπλα.


Ο ενοριακός ναός αυτός είναι αφιερωμένος στη Κοίμηση της Θεοτόκου και βρίσκεται στις παρυφές του χωριού. Είναι τρίκλιτη ξύλοστεγη βασιλική μικρών διαστάσεων με περίστωο στη νότια πλευρά. Η ανέγερση του ναού έγινε στα 1798 «δια συνδρομής και επιστασίας» του Κωνσταντίνου Σαρρή. Η ιστόρησή του ολοκληρώθηκε στα 1801. Εξωτερικά σε δύο υπέρθυρα σώζονται τοιχογραφίες με την Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, στις οποίες αναγνωρίζεται η τέχνη των Καπεσοβιτών ζωγράφων.


Ο ναός των Ταξιαρχών βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού. Είναι τρίκλιτη βασιλική με μικρό οκταγωνικό τρούλο. Έχει νάρθηκα, τοξωτή στοά στη νότια πλευρά και προστώο στην είσοδο. Στο υπέρθυρο της νότιας θύρας διακρίνεται η χρονολογία 1808. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι των αρχών του 19ου αιώνα, ενώ οι φορητές εικόνες φέρουν την υπογραφή του ζωγράφου Κωνσταντίνου Οικονόμου και την χρονολογία 1816.


Ο ναός, σταυροειδής εγγεγραμμένος αθωνικού τύπου με μεγάλο δωδεκάπλευρο τρούλο βρίσκεται στην είσοδο του χωριού. Στα δυτικά έχει προστεθεί μεταγενέστερος νάρθηκας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Λαμπρίδη ο ναός χτίστηκε στα 1593. Στην αρχική πρόσοψη του ναού διακρίνεται εγχάρακτη επιγραφή στην οποία αναγράφεται η χρονολογία ΖΡΚΑ (1613).
Στην κτητορική επιγραφή εσωτερικά επάνω από τη θύρα που οδηγεί στο νάρθηκα πληροφορούμαστε ότι ο ναός διακοσμήθηκε στα 1743 από τον Καπεσοβίτη ζωγράφο Αναστάσιο. Οι τοιχογραφίες του ναού συνιστούν ένα ενδιαφέρον εικονογραφικό πρόγραμμα και αποτελούν το μόνο έργο του Αναστασίου, όπου εργάζεται μόνος τους, χωρίς δηλ. τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ζωγράφων από το Καπέσοβο.


Ο ναός είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος με χαμηλό τρούλο. Στην είσοδο του ναού υπάρχει προστώο με τετράκλινη στέγη. Εσωτερικά ο ναός διακοσμείται με τοιχογραφίες του 18ου αιώνα. Αξιοσημείωτη είναι η απεικόνιση βόρεια της εισόδου του κτήτορα του ναού, όπως μαρτυρεί η συνοδευτική επιγραφή, του «μοναχού Αθανασίου Χρισικού».
Το τέμπλο είναι νεώτερο εκτός του επιστυλίου, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα.


Ο ναός, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι μονόχωρος ξυλόστεγος με δίκλινη στέγη. Βρίσκεται μέσα στο φαράγγι του Βίκου σε ένα πλάτωμα στις όχθες τους Βοϊδομάτη στη θέση «Τσαπίσματα» και προσεγγίζεται με πεζοπορία από τον Βίκο και το Πάπιγκο. Αναφέρεται από διάφορους τοπικούς μελετητές και ως μοναστήρι, ωστόσο σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό. Ενδιαφέρουσα είναι η θέση της κτητορικής επιγραφής καθώς δεν βρίσκεται ως συνήθως στον κυρίως ναό αλλά στο χώρο του ιερού Βήματος μεταξύ της Προθέσεως και της Αγίας Τράπεζας. Σύμφωνα με αυτή την επιγραφική μαρτυρία η ανέγερση του ναού έγινε στα 1738 και η ιστόρηση των τοιχογραφιών στα 1773 από τον Σουδενιώτη ζωγράφο Ιωάννη ιερέα και τους γιους του. Το εικονογραφικό πρόγραμμα οργανώνεται σε τρεις ζώνες: στην ανώτερη εικονίζονται σκηνές Χριστολογικού κύκλου, ακολουθούν άγιοι σε μετάλλια και στην κατώτερη ιστορούνται ολόσωμοι άγιοι. Οι μορφές χαρακτηρίζονται από σχηματοποίηση καθώς η τέχνη στο μνημείο αυτό ακολουθεί τις πιο «λαϊκές» τάσεις της ζωγραφικής του 18ου αιώνα στην Ήπειρο. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευάστηκε στα 1761, όπως παραδίδει σχετική επιγραφή. Αξίζει να επισημανθεί η Μεγάλη Δέηση στο ανώτερο τμήμα του επιστηλίου με ραδινές μανιεριστικές μορφές, δείγμα επτανησιακής τέχνης. Στο ναό βρέθηκαν φορητές εικόνες του 18ου αιώνα καθώς και μία του Χριστού Παντοκράτορα με επιγραφή στην οποία αναγράφεται το έτος 1694.

