Η συγχρονική προσλαμβάνουσα της αρχιτεκτονικής τέχνης του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, η οικοδομική τέχνη στην Ήπειρο χαρακτηρίζεται, κατά γενικό τρόπο, από την κατάληξη μίας μακράς στον ιστορικό χρόνο εξελικτικής διαδικασίας, οι ρίζες της οποίας βυθίζονται στην περίοδο παρακμής του Δεσποτάτου. Την εποχή αυτή, πιο συγκεκριμένα, άπασες οι οικοδομήσεις στο Ζαγόρι έχουν, ήδη, πάρει τις τελικές μορφές τους, διαθέτοντας, ως αδιάψευστο μάρτυρά τους, μίαν ίδια και ιδιάζουσα αισθητική. Αυτή η σπάνια περίσταση των πραγμάτων στο Ζαγόρι, ήτοι, η κατάληξη της εξελικτικής διαδικασίας της οικοδομικής τέχνης, η ολοκληρωμένη και, προ παντός άλλου, τελική μορφή των οικοδομήσεων, η οικιστική συγκρότησή τους, καθώς και η ίδια και ιδιάζουσα αισθητική τους, συγκροτούν ένα ενιαίο, ομογενές, ομοειδές, αρραγές κι αδιαίρετο σύνολο πραγμάτων, επαρκή και ικανό, για έναν δόκιμο χαρακτηρισμό της αρχιτεκτονικής τέχνης στην αναφερόμενη συγκυρία. Επιπροσθέτως, τα σαφή χρονικά όρια της γέννησης, εξέλιξης και ολοκλήρωσης αυτής της ωραίας τέχνης, καθώς και τα ιστορικά όρια του Ζαγορίσιου φυσικού χώρου αποτελούν ισχυρά επιστημονικά τεκμήρια για τον ακριβή χρονικό και γεωγραφικό προσδιορισμό της.
Επομένως, ο όρος, αρχιτεκτονική τέχνη του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι, δεν αποτελεί μόνον επιστημονική επιταγή, αλλά κι αναγκαία, απαραίτητη κι απαράβατη συνθήκη, για την όποια, επί μέρους ή γενική, αναφορά στην οικοδομική τέχνη του Ζαγορίου κατά την δεδομένη χρονική περίοδο. Η χρήση οποιουδήποτε άλλου όρου, όπως, επί παραδείγματι, παραδοσιακή, λαϊκή, ανώνυμη και, συχνάκις, αστική αρχιτεκτονική του Ζαγορίου, εμπεριέχει σημαντικές νοηματικές και όχι μόνον παραποιήσεις αυτής καθ΄ εαυτής της οικοδομικής τέχνης, καθώς και κάθε έργου της από μόνο του, όσο κι αν αυτό θεωρείται, από πολλούς, μικρό, αδιάφορο, ασήμαντο και χωρίς την παραμικρή αξία. Νοηματικές παραποιήσεις, εν ολίγοις, οι οποίες υποκρύπτουν παγίδες, ορατές και μη, επιστημονικές και μη, ηθελημένες και μη, ή, ακόμη, σκόπιμες και μη.
Πέραν, όμως, από τις όποιες οφειλόμενες συνέπειες ή επιπτώσεις στις προαναφερθείσες νοηματικές και όχι μόνον παραποιήσεις, ο εν λόγω όρος, υποδηλώνοντας, ουσιαστικώς, την ολοκληρωμένη, αλλά και τελική μορφή, τόσο του αρχιτεκτονικού έργου στην περιοχή του Ζαγορίου όσο και της οικιστικής συγκρότησης αυτού, συμβάλλει, ιδιαζόντως, στην όσο γίνεται πιο αντικειμενική πρόσληψη, κατανόηση και νόηση της τέχνης της αρχιτεκτονικής, εν τω συνόλω της, και, περαιτέρω, στην ευρύτερη και βαθύτερη απόλαυσή της. Εν άλλοις λόγοις, το Ζαγόρι του 19ου αιώνα προβάλλει μίαν άρτια, πλήρη και καθαρή εικόνα, ίδιας και ιδιάζουσας αισθητικής, της αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης. Εικόνα, εν ολίγοις, την οποία συνθέτουν τα ακόλουθα είδωλα: 1ον. Συγκροτημένα οικιστικά σύνολα, ήτοι, ολοκληρωμένα χωριά, διαθέτοντα οικονομικές, εμπορικές, εκπαιδευτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, πολιτικές και πολιτιστικές υποδομές, 2ον. Συνοικισμοί και οικισμοί δορυφορικοί σε οργανωμένα κεντρικά χωριά, 3ον. Παραγωγικές, οδικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές υποδομές εκτός της οικιστικής έκτασης ή εντός της, μέχρι πρότινος, αποκαλούμενης κοινοτικής έκτασης και, 4ον. Οικιστικές, παραγωγικές και άλλες εγκαταστάσεις Σαρακατσάνων και Αθιγγάνων, όπως πολύ ωραία μας περιγράφει ο Ιωάννης Λαμπρίδης στο ογκώδες έργο του. Η εικόνα αυτή του Ζαγορίου, στην οποία, λίγο πολύ, αναφερόμαστε όλοι, δεν είναι παρά η συγχρονική προσλαμβάνουσα της αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Αν, όντως, η παρά πάνω περίσταση των πραγμάτων ισχύει, τότε η αντίληψη της αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης απαιτεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, τα αρχιτεκτονικά και οικιστικά έργα να βρίσκονται, όχι εν εξελίξει, αλλά να έχουν πάρει την τελική μορφή τους. Οι οικοδομήσεις, επί παραδείγματι, στον αρχαιολογικό χώρο της Βίτσας ή της Δωδώνης και η οικιστική συγκρότησή τους, δεν αποτελούν μόνο μίαν πολύ καλή απόδειξη της παρά πάνω συνθήκης των πραγμάτων, αλλά και ένα εξαιρετικό υπόδειγμα για το τι απαιτείται, ακριβώς, ώστε η αντίληψη ή πρόσληψη ή διερεύνηση ή μελέτη ή εξέταση ή και παρουσίαση της αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης στην δεδομένη χρονική περίοδο, αφενός, να είναι ορθότερη, πληρέστερη και αντικειμενικότερη, και αφετέρου, καλύτερη, ευρύτερη, βαθύτερη κι απολαυστικότερη. Εξ αυτού, αλλά και πολλών άλλων παραδειγμάτων, όπως, εν προκειμένω, του Ζαγορίου κατά τον 19ο αιώνα, καταδεικνύεται, μεταξύ των άλλων, ότι η προσλαμβάνουσα της αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης είναι, υπό μίαν έννοια, στιγμιαία, δημιουργείται, δηλαδή, όπως μία φωτογραφία, τη στιγμή εκείνη, ακριβώς, κατά την οποία η προβαλλόμενη και, συγχρόνως, προσλαμβανόμενη εικόνα της είναι άρτια, πλήρης και καθαρή, έχουσα την δική της αισθητική, δηλαδή, ούσα ίδια και ιδιάζουσα.
Χωρίς καμία αμφιβολία, ο χρόνος, ο χώρος και ο άνθρωπος ή, αλλιώς, η ιστορία, η γεωγραφία και η κοινωνία αποτελούν καθορίζουσες και, ταυτοχρόνως, καθοριστικές συνιστώσες, τόσο του αρχιτεκτονικού και οικιστικού έργου, κατά μόνας, όσο και της αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης συνολικώς. Ο χρόνος, ο χώρος και ο άνθρωπος, όμως, δεν είναι παρά ένα πλήθος από συνδυασμένες και συνδυαζόμενες σχέσεις, έχουσες τον πολιτισμό και ό,τι αυτός περιλαμβάνει, ως κυρίαρχη συνισταμένη τους. Συνεπώς, τα αρχιτεκτονικά και οικιστικά έργα, όπως, επίσης, η αρχιτεκτονική και οικιστική τέχνη, δεν είναι παρά συνδυασμένες και συνδυαζόμενες σχέσεις πολιτισμού μίας δεδομένης κοινωνικής ομάδας ή ενός συνόλου κοινωνικών ομάδων, ή, μονολεκτικώς, μίας ενότητας ανθρωπογεωγραφικής, όπως, εν προκειμένω, είναι το Ζαγόρι. Ίσως, οι σχέσεις ανάμεσα στο αρχιτεκτονικό και οικιστικό έργο, την αρχιτεκτονική και οικιστική τέχνη, καθώς και τον πολιτισμό να φαίνονται, εκ πρώτοις όψεως, αυτονόητες. Εν τούτοις, από την συναλληλία και επαλληλία τους, προκύπτουν, διαρκώς, καινούριες άπειρες σχέσεις, αμφίδρομες, σύνθετες, πολύπλοκες, πολύκλωνες, πολύμορφες ή πολυδαίδαλες, προσδιοριζόμενες και προσδιορίζουσες, με κυρίαρχο μέσο την αισθητική, τον βαθμό ή το επίπεδο του αρχιτεκτονικού και οικιστικού έργου, της αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης και, εν κορυφαία καταλήξει, του πολιτισμού.
Αν, βεβαίως, όλα τα παρά πάνω ισχύουν και είναι αποδεκτά, τότε η συγχρονική προσλαμβάνουσα της αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι θα πρέπει, κατά γενικό τρόπο, να είναι, όχι μόνον το πιο ορατό και εκφραστικό κομμάτι του πολιτισμού του, αλλά και να κατέχει ένα μεγάλο τμήμα του. Όντως, οι οικοδομήσεις του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι δεν αποτελούν μόνον εξελιγμένες και τελειωμένες μορφές μίας ίδιας και ιδιάζουσας αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης, αλλά και εκφράζουν, ενσωματωμένες σ΄ αυτές, ιδέες, έννοιες, καταστάσεις και αρχές, όπως, επί παραδείγματι, οικογένειες με οικονομική, κοινωνική και πολιτική ισχύ, εγκατεστημένες στην τότε επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και πέραν των γεωγραφικών συνόρων της. Επίσης, τόσο οι οικοδομήσεις του 19ου αιώνα όσο και η οικιστική συγκρότησή τους, αντανακλούν, μετουσιωμένες ιδέες, έννοιες, καταστάσεις και αρχές, όπως, χάριν παραδείγματος, κοινοτική αντίληψη, κοινωνική μέριμνα, εκπαιδευτική φροντίδα, ομόθρησκο συναίσθημα, έκφραση πολιτισμική συγκοινωνούσα, αλλά και πολιτικό φρόνημα. Ωσαύτως, οι υποδομές του 19ου αιώνα, είτε αυτές είναι παραγωγικές είτε όχι, είτε ευρίσκονται μέσα στα όρια της οικιστικής έκτασης είτε όχι, προβάλλουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ένα σημαντικό, σημαίνον και σημαινόμενο πλήθος από μεταστοιχειωμένες σ΄ αυτές κοινωνικές, οικονομικές, θρησκευτικές, πολιτικές και πολιτισμικές πτυχές του Ζαγορίου.
Αλλ΄ όπως, κάθε χρονική περίοδος εμπεριέχει το δικό της τέλος και την αρχή της επομένης, με όμοιο τρόπο, κάθε αρχιτεκτονική τέχνη ενέχει το δικό της τέλος και την αρχή της διαδόχου της. Ούτω, πως, δύοντος του 19ου αιώνα, οι οικοδομήσεις, εν γένει, στο Ζαγόρι δέχονται επιρροές από την Οθωνική ή Βαυαρική ή Κλασικίζουσα ή, κατά συνήθεια αποκαλούμενη, Νεοκλασική αρχιτεκτονική τέχνη, η οποία επιβάλλεται, υπό μίαν έννοια, στο ελεύθερο τμήμα της Ελλάδος. Οι επιρροές του νεοκλασικισμού, μη υποκείμενες στον απαιτούμενο χρόνο της αφομοίωσης, εγκαινιάζουν, ουσιαστικώς, μία νέα χρονική περίοδο για το Ζαγόρι, χαρακτηριζόμενη από συνεχείς ρήξεις με την αρχιτεκτονική και οικιστική τέχνη του 19ου αιώνα. Οι τελευταίες, ήτοι, οι επιρροές, σηματοδοτώντας, στο βάθος, τη διακοπή μίας μακράς χρονικής συνέχειας για την αρχιτεκτονική και οικιστική τέχνη του 19ου αιώνα, σημειώνονται, χρονολογικώς, ως ακολούθως. Αρχικώς, εμφανίζονται νέα εισαγόμενα δομικά υλικά, όπως, επί παραδείγματι, συνδετικά κονιάματα, κέραμοι, πλίνθοι, πόρτες, παράθυρα, φύλλα λευκού σιδήρου, μεταλλικοί δοκοί, διακοσμητικά εξαρτήματα από χυτό σίδηρο, συνδετικά και ενισχυτικά ελάσματα σιδήρου, κινητά έπιπλα και άλλα. Ακολούθως, παρατηρούνται αντιγραφές και μιμήσεις από λεπτομέρειες, συνθέσεις, μορφές και όγκους της νεοκλασικής λεγόμενης αρχιτεκτονικής τέχνης, όπως, παραδείγματος χάριν, αρχαΐζοντες ή κλασικίζοντες ημικίονες, κατασκευασμένοι με επίχρισμα, ανάγλυφοι ή ζωγραφισμένοι, τόσο στις εσωτερικές όσο και τις εξωτερικές όψεις των κτηρίων, καθώς και γεισώματα, θριγκοί και προστεγάσματα, κατασκευασμένα, επίσης, με επίχρισμα, ανάγλυφα και ζωγραφισμένα με γεισίποδες και άλλα θέματα, τα περισσότερα αντλημένα από την κλασική Ελλάδα.
Η εισαγωγή και η χρήση νέων δομικών υλικών συνδυάζονται με τα διάφορα δίκτυα, όπως, λόγου χάριν, το οδικό, ασφαλτοστρωμένο, τσιμεντοστρωμένο, λιθοστρωμένο ή χαλικοστρωμένο με τις γέφυρές του, της ύδρευσης με τις δεξαμενές του, του ηλεκτρισμού με τους υποσταθμούς του, της σταθερής τηλεφωνίας με τους στύλους του, της κινητής τηλεφωνίας με τις κεραίες του και της τηλεόρασης με τους αναμεταδότες του. Παραλλήλως, με τα δίκτυα, κάνουν την εμφάνισή τους παραγωγικές εγκαταστάσεις, όπως, φερ΄ ειπείν, θερμοκήπια, γεωργικές αποθήκες, ιδιωτικές και συνεταιριστικές, πριστήρια και ξυλουργεία, βουστάσια και χοιροστάσια, καθώς και εκτροφεία, ορνίθων, πέρδικας, πέστροφας, ζώων για την γούνα τους, αγριογούρουνων και στρουθοκαμήλων. Τέλος, σ΄ όλα αυτά, προστίθενται νέας κτηριολογικής μορφής υποδομές, όπως, ιατρικές, αθλητικές, διοικητικές, δικαστικές, εκπαιδευτικές, πολιτισμικές και περιηγητικές, καθώς και εγκαταστάσεις, όπως, πρατήρια υγρών καυσίμων και ελικοδρόμια.
Επειδή, όλα τα παρά πάνω είναι και καταγεγραμμένα, και γνωστά και χιλιοειπωμένα, υπηρετώντας το θέμα μας, στρέφουμε το ενδιαφέρον μας σε ρήξεις με έννοιες, ιδέες, καταστάσεις και αξίες. Ρήξεις, δηλαδή, βαθιές, ριζικές, έντονες κι ανεπίστρεπτες, οι οποίες, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 21ου, χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική και οικιστική τέχνη στο Ζαγόρι. Αυτή η περίοδος χωρίζεται, πρακτικώς, σε τρία επί μέρους χρονικά διαστήματα: Το πρώτο, ορίζεται από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και την Μεταπολίτευση. Το δεύτερο, εφαπτόμενο στο πρώτο, τελειώνει με την εφαρμογή των Π.Δ., τα οποία αναφέρονται στους όρους δόμησης, τα δομικά υλικά, τις χρήσεις, τις συνθέσεις, τις μορφές, τους όγκους και τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες όλων, ανεξαιρέτως, των οικοδομήσεων στην ευρύτερη περιοχή του Ζαγορίου. Το τρίτο, τέλος, έχοντας ως αφετηρία τα τέλη του 20ου αιώνα, αναφέρεται στις επιδοτήσεις ή επιχορηγήσεις, κρατικές και κοινοτικές, οι οποίες ισχύουν για το Ζαγόρι και όχι μόνον.
Σημειώνοντας, εν παρόδω, την σημαντική ελάττωση της χρονικής διάρκειας στις ρήξεις και μάλιστα, κατά γεωμετρική πρόοδο, επιχειρούμε, συνοπτικώς, να προσδιορίσουμε, όσο είναι, επιστημονικώς, δυνατόν, την συγχρονική προσλαμβάνουσα της αρχιτεκτονικής τέχνης του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι, η οποία, όμως, αντιστοιχεί στα ως ανωτέρω καθορισθέντα χρονικά διαστήματα. Στο πρώτο χρονικό διάστημα, ουσιαστικώς, η αρχιτεκτονική και οικιστική τέχνη του 19ου αιώνα, εισέρχεται σε μία περίοδο φθίνουσας παρακμής. Η εικόνα της δεν προβάλλει μόνον καταστροφές από φυσικά και ιστορικά γεγονότα, αλλά και έννοιες, ιδέες, καταστάσεις και αξίες, όπως, επί παραδείγματι, της αδράνειας, της αδιαφορίας, της εγκατάλειψης, της κατεδάφισης, της μετάλλαξης και της απαξίωσης. Ήδη, από τα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, η οικοδομική τέχνη διδάσκεται σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα και, ως εκ τούτου, αποτελεί, πλέον, αντικείμενο της τεχνικής επιστήμης. Εκτός απ΄ αυτό, βεβαίως, οι αρχές του 20ου αιώνα είναι επαναστατικές για όλες τις ωραίες τέχνες, μεταξύ των οποίων θα έπρεπε, προσηκόντως, να συγκαταλέγεται και η εθνική μας αρχιτεκτονική τέχνη. Η δεδομένη συγκυρία, προκαλώντας νοηματικές και θεωρητικές συγχύσεις, παράγει διάφορες, διαφορετικές και διαφέρουσες σχολές αρχιτεκτονικής και οικιστικής τέχνης. Παραλλήλως, η ανοικοδόμηση της χώρας, μετά το πέρας του Εμφυλίου, καθιερώνοντας, κατά πρώτιστο λόγο, στις οικοδομήσεις τους φέροντες οργανισμούς από οπλισμένο σκυρόδεμα, προκαλεί την οριστική ρήξη με την αρχιτεκτονική και οικιστική τέχνη του 19ου αιώνα. Στο πρώτο χρονικό διάστημα, εν καταλήξει, τα Π.Δ. για την δόμηση και τις χρήσεις στην ευρύτερη περιοχή του Ζαγορίου, είναι εκείνα, τα οποία συνθέτουν, τις περισσότερες φορές, την συγχρονική προσλαμβάνουσα της αρχιτεκτονικής τέχνης του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι.
Στη διάρκεια του δεύτερου χρονικού διαστήματος, τα Π.Δ. για την δόμηση και τις χρήσεις στην ευρύτερη περιοχή του Ζαγορίου και, γενικώς, όλα τα παρόμοια μ΄ αυτά, εισάγουν μέσα στα γεωγραφικά όριά τους, και όχι μόνον, την, προ πολλού, εγκαταλελειμμένη έννοια και πρακτική της παράδοσης. Τοιουτοτρόπως, στις περιοχές αυτές, όχι μόνον η αρχιτεκτονική τέχνη βαπτίζεται παραδοσιακή, αλλά, σχεδόν, τα πάντα, από την πιο μικρή πέτρα μέχρι και τις πιο φαντασμένες, φανταστικές ή φαντάζουσες, ιδιωτικές και μη, ανέσεις και υπηρεσίες. Η παράδοση και, ιδίως, η ιδεολογική διαχείρισή της, έχει, ασφαλώς, πολλές διαστάσεις και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και μελέτης. Παρά ταύτα, οι εμπλοκές της με τις οικοδομήσεις στο δεύτερο χρονικό διάστημα διαμορφώνουν, ως επί το πλείστον, την συγχρονική προσλαμβάνουσα της αρχιτεκτονικής τέχνης του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι.
Στο τρίτο χρονικό διάστημα, η έννοια της παράδοσης συνδέεται με τις επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις. Κατά γενικό κανόνα, στις περιοχές, στις οποίες ισχύουν και εφαρμόζονται προεδρικά διατάγματα για την δόμηση και τις χρήσεις, μεταβάλλεται, υπό μίαν έννοια, σε μοναδικό και αποκλειστικό όχημα της οικονομικής ανάπτυξή τους. Τοιουτοτρόπως, αυτή καθ΄ εαυτή η παράδοση από δεξαμενή ιδεών, εννοιών, αρχών, πρακτικών και καταστάσεων, μετατρέπεται σε αληθοφανή στοιχεία, χρήση των οποίων κάνουν, τόσο οι κάτοικοι όσο και οι επισκέπτες στις εν λόγω περιοχές. Ανεξαρτήτως, όμως, από τις όποιες θέσεις ή αντιθέσεις υπάρχουν, σχετικώς, με τα παρά πάνω, τα αληθοφανή στοιχεία της παράδοσης είναι εκείνα, τα οποία, στο τρίτο χρονικό διάστημα, συγκροτούν, καθ΄ έξιν και συνήθεια, την συγχρονική προσλαμβάνουσα της αρχιτεκτονικής τέχνης του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι.
Συμπεραίνοντας, ταχέως, το θέμα μας, σημειώνουμε, εν συνόψει, ότι η συγχρονική προσλαμβάνουσα της αρχιτεκτονικής τέχνης του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι συναρθρώνεται, κατά τα ειωθότα, από άπειρες επί μέρους συγχρονικές προσλαμβάνουσες, κάθε μία από τις οποίες αντιστοιχεί σε δεδομένη χρονική στιγμή. Η τελευταία, ήτοι, η χρονική στιγμή, δεν είναι παρά υποκειμενική, γιατί επιλέγεται, αναλόγως, με τις γνώσεις μας, τα συμφέροντά μας και τα συναισθήματά μας. Τελικώς, όμως, οι συναισθηματικές επιλογές φαίνεται, εκ πείρας, ότι είναι οι πιο αντικειμενικές συγχρονικές προσλαμβάνουσες της αρχιτεκτονικής τέχνης του 19ου αιώνα στο Ζαγόρι. Κι αυτό, ασφαλώς, γιατί τα συναισθήματά μας, μετουσιωμένα σε ιδέες, έννοιες, καταστάσεις, αρχές και αξίες, αποτυπώνονται, όλως, παραδόξως, σε κάθε πράξη και έργο μας.
Μιχάλης Η. Αράπογλου