Τo περιβάλλον
Οι ναοί και οι μονές στο Ζαγόρι, μνημεία σύμφυτα με το αδρό ορεινό τοπίο, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ανάγλυφου της περιοχής. Η συνθηκολόγηση δεκατεσσάρων χωριών κατά την οθωμανική κατάκτηση το 1431 και η σταδιακή προσχώρηση στη συνθήκη των υπολοίπων έως το 1460, αποτέλεσαν την απαραίτητη ιστορική συνθήκη για την ανοικοδόμηση μεγάλου αριθμού θρησκευτικών μνημείων, καθώς η περιοχή έχαιρε ευνοϊκής μεταχείρισης και ήταν αυτοδιοίκητη και αυτόνομη. Σημαντικές μεταβολές παρατηρούνταιστο οικιστικό δίκτυο του Ζαγορίου κατά τον 16ο και 17ο αιώνα: ανασύσταση προγενέστερων μικρών οικισμών, ενσωμάτωση σε μεγαλύτερους, δημιουργία νέων οικιστικών πυρήνων. Συνέπεια ήταν η ανακαίνιση/ επέκταση παλαιότερων ναών αλλά και η ανοικοδόμηση νέων.
Η μετανάστευση των κατοίκων στα Βαλκάνια και η ενασχόλησή τους με το εμπόριο, ήταν καθοριστικός παράγων για την πολιτιστική και πνευματική ακμή του Ζαγορίου.Ειδικά από τα μέσα του 17ου αιώνα εντείνεται το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Βλαχία και τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, πρακτική, η οποία έγινε μαζικότερη από το 1750 και εξής, εποχή κατά την οποία ακμάζει η εμπορική δραστηριότητα των Βαλκάνιων εμπόρων μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Αποτέλεσμα του συσσωρευμένου πλούτου από το εμπόριο ήταν ανάμεσα στις άλλες αγαθοεργίες και στις αυξημένες οικοδομικές δραστηριότητες δημόσιου χαρακτήρα, ηανέγερση και η διακόσμηση των θρησκευτικών μνημείων του Ζαγορίου.
Η αρχιτεκτονική σταδιακά προσανατολίζεται στην επιλογή αρχιτεκτονικών τύπων που προσδίδουν μεγαλοπρέπεια, όπως ο τύπος της τρίκλιτης βασιλικής. Την οικονομική ευμάρεια των χορηγών υποδεικνύουν τα μεγάλου ύψους κωδωνοστάσια, τα πλούσια εικονογραφικά προγράμματα, η άρτια και υψηλού επιπέδου τέχνη τόσο στις μνημειακές παραστάσεις όσο και στα φορητά έργα, τα ξυλόγλυπτα τέμπλα εξαιρετικής ξυλογλυπτικής τέχνης, τα πολύτιμα ιερά λειτουργικά σκεύη, τα λειτουργικά βιβλία τυπωμένα σε μεγάλα τυπογραφεία της Ευρώπης. Οι ζωγράφοι οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην περιοχή, προσδίδουν ζωντάνια στα έργα τους εμπλουτίζοντας τις σκηνές με κοσμικά στοιχεία. Συνήθως πρόκειται για εικονογραφικές λεπτομέρειες σύμφωνες με τις τάσεις του δυτικού μπαρόκ, γνωστού από χαλκογραφίες και έντυπα με ξυλογραφίες και λιθογραφίες στην δυτική και νοτιοανατολική Ευρώπη. Στην θρησκευτική τέχνη του Ζαγορίου,μεταφέρεται η αισθητική των οικονομικών κέντρων της οθωμανικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας αντιπροσωπευτική της ιθύνουσας τάξης των εμπόρων-χορηγών . Στους ενοριακούς ναούς, στα καθολικά των μονών και στα μικρά εξωκλήσια στο Ζαγόρι,η τέχνη εντοίχιων και φορητών έργωναποτυπώνει την έκφραση της νέας εικαστικής πραγματικότητας και την σταδιακή αλλαγή στην ατμόσφαιρα της θρησκευτικής ζωγραφικής.
Στην ιστοσελίδα αυτή ο επισκέπτης γνωρίζει τα θρησκευτικά μνημεία μέσα από σύντομα συνοδευτικά κείμενα και ενδεικτικές εικόνες (εξωτερικές και εσωτερικές). Η εικονική περιήγηση στους ναούς και στις μονές της περιοχής αναδεικνύει με τρόπο παραστατικό τον πολιτιστικό πλούτο και την πνευματική ανάπτυξη και αποτελεί το ερέθισμα για μία επιτόπια περιήγηση και φυσική παρουσία στα μνημεία του Ζαγορίου.
Κατερίνα Κοντοπανάγου
(Στον παρακάτω χάρτη παρουσιάζονται τα σημεία με τις θέσεις των θρησκευτικών μνημείων. Κάνοντας κλικ πάνω στα σημεία εμφανίζονται το όνομα και η φωτογραφία του αντίστοιχου μνημείου, ενώ κάνοντας κλικ πάνω στην φωτογραφία μεταφέρεστε στην σελίδα με τις αναλυτικές πληροφορίες)

Το Βρυσοχώρι είναι το πιό απομακρυσμένο χωριό του Ζαγορίου (με σημείο αναφοράς τα Ιωάννινα, από τα οποία απέχει 74χλμ.), αποτελεί το 3ο μεγαλύτερο σε έκταση ανάμεσα στο σύνολο των Ζαγοροχωρίων, είναι ανάμεσα από τη 2η και την 5η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδος (Σμόλικας 2637 μέτρα και Τύμφη 2497 μέτρα ) και φυσικά ανάμεσα από τις δύο Δρακόλιμνες των βουνών αυτών. Η μονή της Αγίας Τριάδας βρίσκεται 13χλμ. από το χωριό σε υψόμετρο 950μ. Η μονή χρονολογείται από τον 17ο αιώνα, σύμφωνα με εγχάρακτη επιγραφή σε κελί, όπου αναφέρεται η χρονολογία 1677. Η σημερινή μορφή του μοναστηριού και του καθολικού ανάγεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Στα 1773 αναφέρεται από τον Ι. Λαμπρίδη ότι ανακαινίστηκε το καθολικό και τα υπόλοιπα κτίσματα της μονής. Το καθολικό είναι μονόχωρο και καμαροσκέπαστο. Αξίζει να σημειωθεί το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της λαϊκής ξυλογλυπτικής τέχνης του 18ου αιώνα στην Ήπειρο. Το τέμπλο διακοσμείται με ανάγλυφες Χριστολογικές και Θεομητορικές παραστάσεις, καθώς και ολόσωμους αγίους, αγίους σε μετάλλια, φυτικά και γεωμετρικά διακοσμητικά μοτίβα. Η τεχνική που ακολουθείται είναι αυτή χαμηλού, στρωτού ανάγλυφου, η οποία είναι η παλαιότερη στα Ηπειρωτικά τέμπλα.

Ο ενοριακός ναός αυτός είναι αφιερωμένος στη Κοίμηση της Θεοτόκου και βρίσκεται στις παρυφές του χωριού. Είναι τρίκλιτη ξύλοστεγη βασιλική μικρών διαστάσεων με περίστωο στη νότια πλευρά. Η ανέγερση του ναού έγινε στα 1798 «δια συνδρομής και επιστασίας» του Κωνσταντίνου Σαρρή. Η ιστόρησή του ολοκληρώθηκε στα 1801. Εξωτερικά σε δύο υπέρθυρα σώζονται τοιχογραφίες με την Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, στις οποίες αναγνωρίζεται η τέχνη των Καπεσοβιτών ζωγράφων.

Ο ναός των Ταξιαρχών βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού. Είναι τρίκλιτη βασιλική με μικρό οκταγωνικό τρούλο. Έχει νάρθηκα, τοξωτή στοά στη νότια πλευρά και προστώο στην είσοδο. Στο υπέρθυρο της νότιας θύρας διακρίνεται η χρονολογία 1808. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι των αρχών του 19ου αιώνα, ενώ οι φορητές εικόνες φέρουν την υπογραφή του ζωγράφου Κωνσταντίνου Οικονόμου και την χρονολογία 1816.

Ο ναός, σταυροειδής εγγεγραμμένος αθωνικού τύπου με μεγάλο δωδεκάπλευρο τρούλο βρίσκεται στην είσοδο του χωριού. Στα δυτικά έχει προστεθεί μεταγενέστερος νάρθηκας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Λαμπρίδη ο ναός χτίστηκε στα 1593. Στην αρχική πρόσοψη του ναού διακρίνεται εγχάρακτη επιγραφή στην οποία αναγράφεται η χρονολογία ΖΡΚΑ (1613).
Στην κτητορική επιγραφή εσωτερικά επάνω από τη θύρα που οδηγεί στο νάρθηκα πληροφορούμαστε ότι ο ναός διακοσμήθηκε στα 1743 από τον Καπεσοβίτη ζωγράφο Αναστάσιο. Οι τοιχογραφίες του ναού συνιστούν ένα ενδιαφέρον εικονογραφικό πρόγραμμα και αποτελούν το μόνο έργο του Αναστασίου, όπου εργάζεται μόνος τους, χωρίς δηλ. τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ζωγράφων από το Καπέσοβο.

Ο ναός είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος με χαμηλό τρούλο. Στην είσοδο του ναού υπάρχει προστώο με τετράκλινη στέγη. Εσωτερικά ο ναός διακοσμείται με τοιχογραφίες του 18ου αιώνα. Αξιοσημείωτη είναι η απεικόνιση βόρεια της εισόδου του κτήτορα του ναού, όπως μαρτυρεί η συνοδευτική επιγραφή, του «μοναχού Αθανασίου Χρισικού».
Το τέμπλο είναι νεώτερο εκτός του επιστυλίου, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα.

Ο ναός, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι μονόχωρος ξυλόστεγος με δίκλινη στέγη. Βρίσκεται μέσα στο φαράγγι του Βίκου σε ένα πλάτωμα στις όχθες τους Βοϊδομάτη στη θέση «Τσαπίσματα» και προσεγγίζεται με πεζοπορία από τον Βίκο και το Πάπιγκο. Αναφέρεται από διάφορους τοπικούς μελετητές και ως μοναστήρι, ωστόσο σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό. Ενδιαφέρουσα είναι η θέση της κτητορικής επιγραφής καθώς δεν βρίσκεται ως συνήθως στον κυρίως ναό αλλά στο χώρο του ιερού Βήματος μεταξύ της Προθέσεως και της Αγίας Τράπεζας. Σύμφωνα με αυτή την επιγραφική μαρτυρία η ανέγερση του ναού έγινε στα 1738 και η ιστόρηση των τοιχογραφιών στα 1773 από τον Σουδενιώτη ζωγράφο Ιωάννη ιερέα και τους γιους του. Το εικονογραφικό πρόγραμμα οργανώνεται σε τρεις ζώνες: στην ανώτερη εικονίζονται σκηνές Χριστολογικού κύκλου, ακολουθούν άγιοι σε μετάλλια και στην κατώτερη ιστορούνται ολόσωμοι άγιοι. Οι μορφές χαρακτηρίζονται από σχηματοποίηση καθώς η τέχνη στο μνημείο αυτό ακολουθεί τις πιο «λαϊκές» τάσεις της ζωγραφικής του 18ου αιώνα στην Ήπειρο. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευάστηκε στα 1761, όπως παραδίδει σχετική επιγραφή. Αξίζει να επισημανθεί η Μεγάλη Δέηση στο ανώτερο τμήμα του επιστηλίου με ραδινές μανιεριστικές μορφές, δείγμα επτανησιακής τέχνης. Στο ναό βρέθηκαν φορητές εικόνες του 18ου αιώνα καθώς και μία του Χριστού Παντοκράτορα με επιγραφή στην οποία αναγράφεται το έτος 1694.

Η ανέγερση του ναού ανάγεται στις αρχές του 19ου αιώνα. Η χαρακτηριστική παραδοσιακή αρχιτεκτονική συνηγορεί ως προς την χρονολόγηση αυτή. Ο ναός έχει υποστεί ανακατασκευές και προσθήκες κατά τον 20ο αιώνα. Ο αρχικός τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού δεν σώζεται. Σήμερα τις εντοίχιες επιφάνειες αποσπασματικά καλύπτουν νεώτερες τοιχογραφίες, οι οποίες χρονολογούνται στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου .

Ο ναός βρίσκεται στις παρυφές του οικισμού. Είναι μονόχωρη ξυλόστεγη βασιλική μικρών διαστάσεων, χτισμένη με αργολιθοδομή. Νεώτερο παρεκκλήσι είναι προσαρτημένο στη βορινή πλευρά, το οποίο χρησιμοποιείται ως οστεοφυλάκειο. Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγαρφος. Η κτητορική επιγραφή, αναπτυγμένη καθ’ ύψος σε ορθογώνιο πλαίσιο αριστερά της θύρας εισόδου, μας πληροφορεί ότι οι τοιχογραφίες είναι έργο των Καπεσοβιτών ζωγράφων Αναστασίου, Ιωάννη και Γεωργίου και πραγματοποιήθηκαν 1763. Χορηγοί του ναού στην ίδια επιγραφή αναφέρονται οι Γεώργιος Ντάσιος και Γεώργιος Πασχάλης. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος αναπτύσσεται με ένα λιτό αλλά καλά οργανωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα, στο οποίο διαφαίνεται η καλλιτεχνική αρτιότητα του ζωγράφου Αναστασίου και των γιών του.

Ο ναός είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα και ανοιχτή στοά στη βορινή πλευρά. Εσωτερικά ο ναός είναι διακοσμημένος με τοιχογραφίες των ζωγράφων Ιωάννη και Αναστασίου Αναγνώστη, σύμφωνα με τη κτητορική επιγραφή, η οποία βρίσκεται επάνω από τη βορινή θύρα του ναού. Ενδιαφέρουσα είναι η γλυπτή έξεργη διακόσμηση με θέματα ζωικά και φυτικά στο τέμπλο, στον άμβωνα, στα κιονόκρανα, στα πλαίσια των παραστάσεων. Οι τοιχογραφίες του ναού χρονολογούνται στα 1806, ενώ η ανοικοδόμηση τοποθετείται στα 1791, σύμφωνα με «μπουγιουρντί» του Αλή Πασά, το οποίο επιτρέπει την ανέγερση νέου ναού στη θέση ενός παλαιότερου. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού, ο οποίος αποτελεί το τελευταίο έργο του Καπεσοβίτη ζωγράφου Ιωάννη, ακολουθεί τη συνήθη εικονογραφία των ζωγράφων από το Καπέσοβο. Έντονες είναι οι επιδράσεις του δυτικού μπαρόκ τόσο στην απόδοση λεπτομερειών στις εντοίχιες παραστάσεις όσο και στην γλυπτή διακόσμηση.

Η ανέγερση του ναού ξεκίνησε το 1799 και ολοκληρώθηκε στα 1819 σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή. Την ανοικοδόμηση χρηματοδότησαν οι κάτοικοι του οικισμού. Παραδίδεται ωστόσο ότι μετά την ολοκλήρωση των εργασιών μεταξύ των ενοριτών υπήρξε διαφωνία σχετικά με τον άγιο στον οποίο θα αφιερωνόταν ο ναός. Εγχάρακτη επιγραφή σε λίθινη πλάκα ενσωματωμένη στην εξωτερική θύρα στο χαγιάτι, αναφέρει τρεις ονομασίες αγίων. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος ακολουθεί το συνηθισμένο Αξιοσημείωτα είναι τα ασημένια δισκοπότηρα, προερχόμενα από την Κωνσταντινούπολη, δωρεά των αδελφών Εξάρχου.

Οικοσύστημα
Η πατρίδα μας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, του κλίματος και της ιδιαίτερης μορφολογίας της, είναι μια από τις πιο πλούσιες σε χλωρίδα περιοχές της γης. Στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας LIFE (πρόγραμμα «Ερημοποίηση: Προστασία εδαφών από την διάβρωση στην Τήνο και Ζαγοροχώρια», Τμήμα Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου του ΤΕΙ Ηπείρου και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων), κατά μήκος ενός μονοπατιού λίγων χιλιομέτρων των Νεγάδων Ζαγορίου, καταγράφηκαν και αναγνωρίστηκαν πάνω από 400 είδη, εκ των οποίων τα κυριότερα παρουσιάζονται εδώ.
Στην πορεία του, το μονοπάτι διασχίζει ένα πολύμορφο τοπίο, όπου οι εικόνες εναλλάσσονται με καταπληκτική ταχύτητα και συχνότητα. Η ύπαρξη πέτρινων αναβαθμίδων, γεφυριών και στοιχείων της ανθρώπινης δραστηριότητας δείχνει ότι η περιοχή αυτή ήταν στενά συνδεδεμένη με την καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Το διαδικτυακό αυτό βοτανολόγιο φιλοδοξεί να καλύψει τις ανάγκες του επισκέπτη της περιοχής που επιθυμεί όχι μόνο να παρατηρεί την ομορφιά της φύσης σαν απλός θεατής, αλλά να προχωρήσει σε μια ουσιαστικότερη και βαθύτερη γνωριμία με τον φυσικό κόσμο.
Για να μπορεί ο επισκέπτης να αναγνωρίσει τα υπάρχοντα είδη in situ, κάθε φυτό συνοδεύεται από φωτογραφία, βοτανική περιγραφή, καθώς και από τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη χρήση του. Παράλληλα, σχεδιάστηκε ο χάρτης του μονοπατιού και χωρίστηκε σε ευδιάκριτες ζώνες, που σημειώνονται στην περιγραφή του κάθε φυτού.
Σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση, η χλωρίδα χωρίστηκε ανάλογα με την εποχή άνθισης στις τέσσερις εποχές, δεδομένου ότι το άνθος αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ των ειδών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τίποτα στη φύση δεν είναι στατικό, συνεπώς η εποχή άνθισης μπορεί να μετατοπιστεί ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Επίσης, η παρουσία των φυτών (ιδιαίτερα των ετήσιων) μπορεί να σημειωθεί και σε ζώνη που δεν αναφέρεται στον χάρτη.
Γιώργος Καρράς, Βαγγέλης Φίλης, Βοτανικές Διαδρομές, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2000