Τo περιβάλλον
Ο ναός, τρίκλιτη βασιλική με θόλους, βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του οικισμού με πανοραμική θέα. Αρχικά αποτελούσε το καθολικό ενός μοναστηριού, ενώ αργότερα έγινε ο ενοριακός ναός του οικισμού. Η ανοικοδόμηση του ναού έγινε στα 1750 σύμφωνα με λιθανάγλυφα επάνω από την κύρια είσοδο. Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, είναι έργο του Αναστάσιου αναγνώστη Τσεπελοβίτη και χρονολογούνται στα 1816. Μολονότι βρισκόμαστε στις αρχές του 19ου αιώνα στην Αγία Τριάδα η τέχνη των τοιχογραφιών είναι βασισμένη στην παράδοση της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Έτσι ο ζωγράφος αναπτύσσει το εικονογραφικό πρόγραμμα ακολουθώντας τις εικονογραφικές προτιμήσεις των Καπεσοβιτών ζωγράφων του προηγούμενου αιώνα.
Σύμφωνα με τοπικές μαρτυρίες το χωριό Καβαλλάρι βρισκόταν στην άλλη όχθη του ποταμού Ζαγορίτη αλλά η περιοχή αντιμετώπιζε προβλήματα λειψυδρίας. Οι κτηνοτρόφοι συχνά έβρισκαν τα ζώα τους στη σημερινή θέση του ναού, όπου υπήρχε άφθονο νερό. Στο ίδιο σημείο έβλεπαν επίσης μία φορητή εικόνα της αγίας Τριάδας.

Η ιερή Μονή του Προφήτη Ηλία βρίσκεται βόρεια της Βίτσας και νοτιοδυτικά του Μονοδεντρίου σε μια εξαιρετική τοποθεσία σε υψόμετρο 1117 μέτρα. Αποτελείται από συγκρότημα κτιρίων, πολλά εκ των οποίων έχουν καταστραφεί. Η χρονολογία ίδρυσης του μοναστηριού δεν είναι γνωστή. Το σημερινό καθολικό, βασιλική μονόκλιτη με τρούλο, χτίστηκε το έτος 1632 στη θέση μοναστηριακού συγκροτήματος του 15ου αιώνα. Αυτό το αρχικό μοναστήρι είχε ιδρυθεί από τον Βοεβόδα Μιχαήλ Θεριανό και την οικογένειά του, οι οποίοι μετοίκησαν στην Βίτσα από τη Βαστανιά (κατεστραμμένο σήμερα χωριό στη θέση Τσερβάρι –Ελαφότοπος). Ο Θεριανός είναι επίσης ο κτήτορας της μονής Αγίας Παρασκευής στο Μονοδένδρι.
Ο ναός εσωτερικά είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στον 17ο αιώνα (μετά το 1632). Σώζονται δύο επιγραφικές μαρτυρίες εξωτερικά του καθολικού: στο νότιο τοίχο του κυρίως ναού ανάγλυφη επιγραφή παραδίδει την χρονολογία 1668 και στο νότιο τοίχο του Ιερού εγχάρακτη επιγραφή αναφέρει το έτος 1673.
Το 1792 ανακαινίστηκε το καθολικό της Μονής, με πρωτοβουλία του ηγουμένου Σεραφείμ. Η τελευταία φάση ανακατασκευής του ναού χρονολογείται στα 1832. Σήμερα από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται η τραπεζαρία, τα μαγειρεία, μέρος των κελιών, και η στέρνα.

Στο Κάτω μαχαλά της Βίτσας ή στην συνοικία «Παναγία μαχαλά» βρίσκεται ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ο ναός σύμφωνα με τις πηγές ήταν αρχικά μοναστήρι και κατά τον 16ο αιώνα μετατράπηκε σε ενοριακό ναό. Ο ναός ανακαινίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Στην φάση αυτή ανήκει και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού. Ο ναός εσωτερικά είναι κατάγραφος αλλά οι τοιχογραφίες είναι δυσδιάκριτες λόγω της αιθάλης. Η χρονολόγησή τους τοποθετείται στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο νάρθηκας σύμφωνα με επιγραφή χρονολογείται στα 1855 και ανάγεται στην τελευταία ανακαίνιση του ναού.

Η Μονή Μακρινού βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του ομώνυμου χωριού και είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το καθολικό της μονής ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υπερυψωμένο νάρθηκα. Το κτίσμα καλύπτεται με ενιαία ξυλοστέγη με πλάκες. Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο. Σύγχρονα με την τοιχογράφηση του ναού είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ο άμβωνας και οι δεσποτικές εικόνες έργο του Καπεσοβίτη Ιωάννη. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού, όπως μαρτυρεί η κτητορική επιγραφή, χρονολογείται στα 1792 και είναι έργο των ζωγράφων Ιωάννη και Αναστασίου Αναγνώστη από το Καπέσοβο. Οι τοιχογραφίες αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της καλλιτεχνικής παραγωγής των Καπεσοβιτών ζωγράφων, καθώς στο πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα αποτυπώνονται οι εικονογραφικές τους προτιμήσεις και το ύφος της τέχνης τους. Οι ίδιοι ζωγράφοι το 1795 θα διευρύνουν τις εικονογραφικές τους επιλογές και θα εξελίξουν το ύφος της ζωγραφικής τους τέχνης στον επιβλητικό ναό του Αγίου Γεωργίου Νεγάδων.
Η μονή σήμερα είναι μετόχι της μονής Βουτσάς.

Το καθολικό της μονής βρίσκεται στη θέση Καστράκι, δεξιά του δρόμου ο οποίος οδηγεί από τον Άγιο Μηνά στην Κλειδωνιά. Η ονομασία «Καστράκι» πιθανόν προέρχεται από τα ερείπια βυζαντινού οχυρωμένου οικισμού, λίγο ψηλότερα από τη μονή Ευαγγελίστριας. Σύμφωνα με τις σωζόμενες επιγραφές το έτος ανέγερσης και ιστόρησης του ναού είναι το 1575/76. Ο ναός είναι σταυρεπίστεγος μικρών διαστάσεων. Ο διάκοσμος σώζεται σχεδόν ακέραιος εκτός κάποιων τμημάτων στο ιερό Βήμα. Αξίζει να επισημανθεί η κτιτορική παράσταση, στην οποία ο κτίτορας φέρει ενδύματα δυτικής προέλευσης, στοιχείο που υποδηλώνει τις εμπορικές σχέσεις της περιοχής με την Δύση.
Η απεικόνιση του δωρητή στη μονή Ευαγγελίστριας είναι η μοναδική κτιτορική τοιχογραφία στην περιοχή του Ζαγορίου που χρονολογείται κατά τον 16ο αιώνα.

Στην είσοδο του χωριού Άνω Σουδενά (Άνω Πεδινά) βρίσκεται η μονή, η οποία είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Σύμφωνα με την σωζόμενη κτιτορική επιγραφή στον κυρίως ναό, η ανέγερση του καθολικού ολοκληρώθηκε το 1793, ενώ η τοιχογράφηση το 1809. Το καθολικό της μονής είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο. Δωρητές της μονής είναι ο πρόκριτος Χριστόπουλος Μαρίνος ή Μαρίνογλου και η σύζυγος του Αικατερίνη από το Καπέσοβο. Ο ναός είναι κατάγραφος με θέματα Χριστολογικά, Θεομητορικά, από τους βίους των αγίων, από τις Οικουμενικές Συνόδους κ.α. Στη ζωγραφική του μνημείου διακρίνονται εικονογραφικές επιδράσεις από την τέχνη των Καπεσοβιτών ζωγράφων. Ενώ τεχνοτροπικά το ύφος υποδεικνύει σταδιακή απομάκρυνση από τις αρχές της μεταβυζαντινής ζωγραφικής με έκδηλα τα στοιχεία της λαϊκής νεώτερης τέχνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη μονή μόνασε ο λόγιος και κληρικός Νεόφυτος Δούκας.

Η μονή βρίσκεται σε απόσταση πέντε λεπτών από το Ηλιοχώρι. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ωστόσο έχει επικρατήσει η παράδοση να εορτάζει το Γενέσιο της Θεοτόκου στις 8 Σεπτέμβρη για να μην συμπίπτει με τα πανηγύρια των γειτονικών μοναστηριών (Μακρίνου, Βισσοκού κλπ.). Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πηγές η πρώτη ανέγερση της μονής, η οποία ήταν γυναικείο μοναστήρι, ανάγεται τον 14ο αιώνα. Τα παλαιότερα οικοδομήματα, πιθανώς του 17ου αιώνα, καταστράφηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα. Η σημερινή οικοδομική φάση έγινε με ενέργειες του ηγούμενου Κυπριανού την εποχή του Αλή Πασά. Σύμφωνα με τον Λαμπρίδη ο Κυπριανός είχε φιλικές σχέσεις με τον Αλή Πασά, ο οποίος συνέβαλε στην ανακαίνιση του παλαιότερου κατεστραμμένου μοναστηριού. Αξιόλογα είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο και ο δεσποτικός θρόνος, τα οποία χρονολογούνται τον 18ο αιώνα.

Η μονή βρίσκεται στον εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο σήμερα οικισμό της παλαιάς Κλειδωνιάς. Από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζονται το καθολικό και τμήματα των κελιών αλλά σε πολύ άσχημη κατάσταση. Το καθολικό είναι μικρών διαστάσεων μονόχωρο κτίσμα, που καλύπτεται από δύο αβαθή φουρνικά μεταξύ των οποίων μεσολαβεί σφενδόνιο. Η κόγχη στα ανατολικά ημικυκλική εσωτερικά, διαμορφώνεται πεντάπλευρη στο εξωτερικό. Η κεντρική είσοδος βρίσκεται στα δυτικά, όπου έχει προστεθεί στα μέσα του 20ου αιώνα νεώτερος νάρθηκας από ξερολιθιά. Ο ναός εσωτερικά είναι κατάγραφος. Οι τοιχογραφίες παρά την αιθάλη αποκαλύπτουν ένα ολοκληρωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα. Η κτητορική επιγραφή στον δυτικό τοίχο αποκαλύπτει τα ονόματα των κτητόρων αλλά δυστυχώς στο σημείο της χρονολογίας φέρει εκτεταμένες φθορές. Μαρτυρείται η ύπαρξη εξωτερικής λίθινης εγχάρακτης επιγραφής με την χρονολογία 1662, η οποία όμως σήμερα δεν σώζεται. Ωστόσο η αναφορά στην κτητορική επιγραφή του μητροπολίτη Γερμανού, ο οποίος κατείχε τον μητροπολιτικό θρόνο Βελλάς μεταξύ των ετών 1723-1744, μας υποδεικνύει ότι η τοιχογράφηση του ναού ανάγεται την περίοδο αυτή. Την χρονολόγηση αυτή ενισχύει η αναγραφή του έτους 1741 στην απεικόνιση του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο με τα χαμηλά ανάγλυφα χρονολογείται πριν τα μέσα του 18ου αιώνα. Την εποχή αυτή χρονολογούνται επίσης οι δεσποτικές εικόνες του τέμπλου.

Στο χώρο που βρισκόταν η μεγάλη άλλοτε μονή του Αγίου Νικολάου βρίσκεται το σύγχρονο νεκροταφείο του χωριού. Σύμφωνα με τον ιστορικό Λαμπρίδη το μοναστήρι ιδρύθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα από μοναχούς της Αγίας Παρασκευής, μονή η οποία βρίσκεται έξω από τα όρια του οικισμού. Σήμερα από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζονται το καθολικό και ερείπια των κελιών. Το καθολικό, μονόκλιτη βασιλική με νάρθηκα, είναι κατάγραφο. Στο δάπεδο του κυρίως ναού σώζεται επιγραφή, στην οποία αναγράφεται το έτος 1731. Η κτητορική επιγραφή επάνω από την βόρεια είσοδο είναι εντελώς κατεστραμμένη.

Η μονή βρίσκεται μεταξύ των χωριών Τσεπέλοβο και Καπέσοβο. Η λέξη «Ρογκοβό» κατά τον Μ. Οικονόμου είναι σέρβικη λέξη και σημαίνει απότομος τόπος. Σύμφωνα με παραδόσεις η μονή ιδρύθηκε από την Πουλχερία, αδελφή του αυτοκράτορα Ρωμανού του Γ΄ του Αργυρού (1028-1034). Ωστόσο αυτό δεν τεκμηριώνεται με αρχαιολογικά ή ιστορικά δεδομένα. Το καθολικό, αφιερωμένο στο Γενέσιο του Ιωάννη του Προδρόμου, ανήκει στον τύπο του τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρίπλευρους πλάγιους τοίχους. Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος. Οι τοιχογραφίες στον κυρίως ναός είναι έργο των Καπεσοβιτών ζωγράφων Αναστασίου, Ιωάννη και Γεωργίου και χρονολογούνται στα 1765. Ο νάρθηκας τοιχογραφήθηκε αργότερα το 1844 από τους δολιανίτες ζωγράφους Αναγνώστη και Χριστόδουλο. Αξιόλογη είναι η δεσποτική εικόνα του Προδρόμου, έργο του ζωγράφου Ιωάννη. Ο χώρος περιβάλλεται από ψηλό περίβολο. Σήμερα εκτός του καθολικού σώζονται δύο κτηριακά συγκροτήματα με κελιά και βοηθητικούς χώρους.

Η μονή Γενέσεως Θεοτόκου Δοβράς βρίσκεται 20 χλμ. από τα Γιάννενα. Η μονή σύμφωνα με τον κώδικα του μοναστηριού ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα από το μητροπολίτη Ιωάσαφ. Άλλη επιγραφική μαρτυρία βρίσκουμε σε σφραγίδα του μοναστηριού όπου αναγράφεται το έτος 1600. Η μονή καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τους Γερμανούς στις 15 Ιουλίου του 1943. Από την πυρκαγιά σώθηκε μόνο ένα τμήμα του ιερού Βήματος του καθολικού. Το καθολικό και τμήματα του μοναστηριού ξαναχτίστηκαν το 1955 από τον ηγούμενο, τελευταίο της μονής, Εφραίμ Πολιάνο τον Ξεφωντινό (προερχόμενο από τη μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους). Μετά το θάνατο του, το 1973, η μονή διαλύθηκε. Το νέο καθολικό ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της βασιλικής με τρούλο και πλάγιους χορούς. Δείγματα του αρχικού διακόσμου διατηρούνται στην αψίδα του ιερού Βήματος. Οι νεώτερες τοιχογραφίες έγιναν την δεκαετία του 1950. Γύρω από το καθολικό βρίσκονται τα ανακαινισμένα παλιά κελιά και άλλοι βοηθητικοί χώροι, η διάταξη των οποίων υποδεικνύει τον αρχικό φρουριακό χαρακτήρα του μοναστηριακού συγκροτήματος.

Οικοσύστημα
Η πατρίδα μας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, του κλίματος και της ιδιαίτερης μορφολογίας της, είναι μια από τις πιο πλούσιες σε χλωρίδα περιοχές της γης. Στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας LIFE (πρόγραμμα «Ερημοποίηση: Προστασία εδαφών από την διάβρωση στην Τήνο και Ζαγοροχώρια», Τμήμα Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου του ΤΕΙ Ηπείρου και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων), κατά μήκος ενός μονοπατιού λίγων χιλιομέτρων των Νεγάδων Ζαγορίου, καταγράφηκαν και αναγνωρίστηκαν πάνω από 400 είδη, εκ των οποίων τα κυριότερα παρουσιάζονται εδώ.
Στην πορεία του, το μονοπάτι διασχίζει ένα πολύμορφο τοπίο, όπου οι εικόνες εναλλάσσονται με καταπληκτική ταχύτητα και συχνότητα. Η ύπαρξη πέτρινων αναβαθμίδων, γεφυριών και στοιχείων της ανθρώπινης δραστηριότητας δείχνει ότι η περιοχή αυτή ήταν στενά συνδεδεμένη με την καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Το διαδικτυακό αυτό βοτανολόγιο φιλοδοξεί να καλύψει τις ανάγκες του επισκέπτη της περιοχής που επιθυμεί όχι μόνο να παρατηρεί την ομορφιά της φύσης σαν απλός θεατής, αλλά να προχωρήσει σε μια ουσιαστικότερη και βαθύτερη γνωριμία με τον φυσικό κόσμο.
Για να μπορεί ο επισκέπτης να αναγνωρίσει τα υπάρχοντα είδη in situ, κάθε φυτό συνοδεύεται από φωτογραφία, βοτανική περιγραφή, καθώς και από τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη χρήση του. Παράλληλα, σχεδιάστηκε ο χάρτης του μονοπατιού και χωρίστηκε σε ευδιάκριτες ζώνες, που σημειώνονται στην περιγραφή του κάθε φυτού.
Σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση, η χλωρίδα χωρίστηκε ανάλογα με την εποχή άνθισης στις τέσσερις εποχές, δεδομένου ότι το άνθος αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ των ειδών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τίποτα στη φύση δεν είναι στατικό, συνεπώς η εποχή άνθισης μπορεί να μετατοπιστεί ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Επίσης, η παρουσία των φυτών (ιδιαίτερα των ετήσιων) μπορεί να σημειωθεί και σε ζώνη που δεν αναφέρεται στον χάρτη.
Γιώργος Καρράς, Βαγγέλης Φίλης, Βοτανικές Διαδρομές, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2000