Τo περιβάλλον
Το τοπωνύμιο του χωριού Μανασσής (Μανασσή) θεωρείται ότι προέρχεται από το επώνυμο Μανασσής, άποψη που διατυπώνει και ο ιστορικός Λαμπρίδης, ο οποίος αναρωτιέται αν υπάρχει σχέση μεταξύ των οικογενειών Μανασσή, που άκμασαν στα Γιάννενα κατά το έτος 16ο αιώνα με το ομώνυμο χωριό. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου είναι κατάγραφος. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή ο εντοίχιος διάκοσμος είναι έργο του Καπεσοβίτη ζωγράφου Αναστάσιου Αναγνώστη Τζεπελοβίτη και χρονολογείται στα 1812. Ο ζωγράφος ακολουθεί την τέχνη των Καπεσοβιτών ζωγράφων του προηγούμενου αιώνα. Είναι εμφανείς οι εικονογραφικές ομοιότητες με τοιχογραφημένα σύνολα του 18ου αιώνα της ίδιας ομάδας ζωγράφων. Αξίζει να σημειώσουμε την ανάγλυφη ξύλινη διακόσμηση με σαφείς μπαρόκ επιδράσεις, σύγχρονη με τις τοιχογραφίες, στην οροφή, στα μέτωπα των κιονοστοιχιών, στον άμβωνα και στο τέμπλο. Μία δεύτερη νεώτερη επιγραφή μας πληροφορεί ότι ο ναός επισκευάστηκε από την κοινότητα το 1910.

Ο ναός βρίσκεται μέσα στον οικισμό του Ελαφότοπου. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μοναστήρι, ωστόσο σήμερα δεν σώζονται άλλα οικοδομήματα. Το καθολικό είναι σταυρεπίστεγος ναός και στη δυτική του πλευρά έχει προστεθεί νάρθηκας στεγασμένος χαμηλότερα με τρίκλινη στέγη. Ο ναός χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 17ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες είναι έργο του Λινοτοπίτη ζωγράφου Μιχαήλ. Από τον αρχικό διάκοσμο φθορές υπάρχουν στο βόρειο και νότιο τοίχο καθώς επίσης και στις κατώτερες ζώνες του Ιερού. Εικονογραφικές και επιγραφικές μελέτες του μνημείου από τον κ. Ι. Χουλιαρά, στην διδακτορική του διατριβή, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο τμήμα του κυρίως ναού και του νάρθηκα ιστορήθηκαν στα 1616. Μεταγενέστερες είναι οι τοιχογραφίες του νότιου τυμπάνου της εγκάρσιας καμάρας, οι οποίες χρονολογούνται στα 1645/46 και είναι έργο του Κωνσταντίνου, γιου του Μιχαήλ.

Στην αριστερή όχθη του ποταμού Βοϊδομάτη κοντά στο γεφύρι Αρίστης-Πάπιγκου και στην σπηλιά ενός κάθετου σχεδόν βράχου βρίσκεται η μονή Σπηλαιώτισσας. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά κατά παράδοση εορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής μετά το Πάσχα. Η μονή υπήρξε πλούσιο μοναστήρι με μεγάλη ακίνητη περιουσία. Σήμερα σώζεται ο βασικός πολεοδομικός ιστός της μονής ωστόσο με εκτεταμένες φθορές. Στη βιβλιοθήκη της μονής βρέθηκαν λειτουργικά βιβλία του 18ου και 19ου αιώνα τα οποία εκδόθηκαν στην Βενετία και στη Μοσχα. Σύμφωνα με τον Ι. Λαμπρίδη το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1579 αλλά το καθολικό που σώζεται σήμερα οικοδομήθηκε το 1665, χρονολογία η οποία παραδίδεται στην κτητορική υπέρθυρη επιγραφή στο νότιο τοίχο. Το καθολικό ανήκει στους μονόχωρους επιμήκεις τρουλαίους ναούς και φέρει εγκάρσιο σφενδόνιο στο κέντρο και σταυρεπίστεγο νάρθηκα στο δυτικό του τμήμα. Η είσοδος στον κυρίως ναό γίνεται από τρεις θύρες (στο δυτικό, στο βόρειο και στο νότιο τοίχο αντίστοιχα). Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος. Η κτητορική επιγραφή μας πληροφορεί ότι οι τοιχογραφίες είναι έργο των ζωγράφων Ιωάννη, Δημητρίου και Γεωργίου. Στον αρχικό διάκοσμο έχουν γίνει επιζωγραφήσεις στην αψίδα και σε τμήμα του ανατολικού τοίχου. Τα πρότυπα των ζωγράφων προέρχονται από την σχολή της Βορειοδυτικής Ελλάδας και συγκεκριμένα από το έργο του ζωγράφου Φράγγου Κονταρή. Οι ζωγράφοι ανήκουν σε συνεργείο των Γραμμοστινών ζωγράφων, δηλ. ζωγράφων οι οποίοι κατάγονται από το χωριό Γράμμο της Καστοριάς. Το ξυλόγλυπτο και επίχρυσο τέμπλο του ναού, είναι επίσης έργο του 17ου αιώνα.

Ο ναός είναι ο κοιμητηριακός της παλιάς Κλειδωνιάς σε ένα ύψωμα νοτιοανατολικά του οικισμού. Σύμφωνα με εξωτερική κεραμική εγχάρακτη επιγραφή η ανέγερση του ναού έγινε στα 1619/20. Η αρχιτεκτονική του ναού είναι ιδιότυπη, καθώς αποτελεί ιδιαίτερη παραλλαγή του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Εσωτερικά ο ναός διακοσμείται μόνο στον τρούλο, στις βάσεις του και στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, καθώς η τοιχογράφηση φαίνεται ότι δεν ολοκληρώθηκε. Σύμφωνα με εικονογραφικές και τεχνοτροπικές παρατηρήσεις ζωγράφος του ναού είναι ο Μιχαήλ από το Λινοτόπι. Η χρονολόγηση των τοιχογραφιών μπορεί να τοποθετηθεί λίγο μετά την ανέγερση του ναού στα 1621-1623. Σε αυτό συνηγορούν και επιγραφές δύο φορητών εικόνων οι οποίες προέρχονται από το ναό, όπου αναγράφονται τα έτη 1621/22 και 1622/23 αντίστοιχα.

Ο ναός αποτελεί καθολικό της ομώνυμης μονής και είναι αφιερωμένος στους αγίους Αναργύρους, Κοσμά και Δαμιανό. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Βοϊδομάτη, πολύ κοντά στην παλαιολιθική θέση Κλειδί. Η κτητορική επιγραφή βρίσκεται επάνω από τη δυτική είσοδο. Ο ναός είναι μονόχωρος τρουλαίος με σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και φωτίζεται από ένα μεγάλο παράθυρο στο νότιο τοίχο από μία φωτιστική θυρίδα στην αψίδα. Έτος ανέγερσης του ναού σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή είναι το 1658, ενώ ένα εγχάρακτο χάραγμα του 19ου αιώνα παραδίδει το 1661 ως έτος ίδρυσης. Οι τοιχογραφίες σε όλο σχεδόν το κάτω τμήμα του ανατολικού και βόρειου τοίχου έχουν καταστραφεί. Το όνομα του ζωγράφου δεν σώζεται. Ωστόσο με βάση τις ιδιαιτερότητες της τέχνης του εντοπίζονται ομοιότητες με τα έργα του Γραμμοστινού ζωγράφου Ιωάννη.

Ο ναός βρίσκεται λίγα μέτρα δεξιά από την είσοδο του οικισμού της παλιάς Κλειδωνιάς. Ο ναός, ο οποίος είναι σταυρεπίστεγος, χρονολογείται στα 1617 σύμφωνα με την σωζόμενη κτητορική επιγραφή. Ο ναός φέρει ένα παράθυρο στο βόρειο τοίχο και τρεις φωτιστικές θυρίδες, με αποτέλεσμα ο φωτισμός να μην είναι επαρκής. Εσωτερικά είναι κατάγραφος με πλήθος εικονογραφικών κύκλων. Οι τοιχογραφίες , έργο των ζωγράφων Δημητρίου, Θεοδωρου και Κώνστα, σώζονται σε καλή κατάσταση εκτός ορισμένων σκηνών στη μεσαία ζώνη, όπου υπάρχουν απολεπίσεις και φθορές. Σχετικά με τους ζωγράφους δεν είναι γνωστός ο τόπος καταγωγής τους. Στην τέχνης τους εντοπίζονται επιδράσεις από την τέχνη του 16ου και 17ου αιώνα στην Ήπειρο. Ενδιαφέρουσα είναι η ικανότητά τους στην απεικόνιση σκηνών σε μικρή κλίμακα στοιχείο που παραπέμπει στην ενασχόλησή τους με φορητές εικόνες.

Η μονή βρίσκεται βόρεια του σύγχρονου οικισμού της Κλειδωνιάς στην περιοχή όπου παλαιότερα υπήρχε ο οικισμός Καλύβια. Σύμφωνα με τοπικές μαρτυρίες τη μονή ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος, παράδοση ωστόσο αναξιόπιστη. Οι παλαιότερες ιστορικές αναφορές της μονής ανάγονται στον 16ο αιώνα. Επίσης, το όνομα της μονής αναφέρεται σε επιστολή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτου Β΄ το 1609, στοιχείο το οποίο υποδεικνύει ότι η μονή υπήρχε ήδη πριν από το 1600. Το μοναστήρι είχε δύο μετόχια, τη μονή Αγίων Αποστόλων στον κεντρικό οικισμό και τη μονή Αγίων Αναργύρων στη θέση Κλειδί στη χαράδρα του Βίκου. Σήμερα από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται μόνο το καθολικό, το οποίο είναι μονόχωρος τρουλαίος ναός.. Έχει υποστεί αλλεπάλληλες επισκευές, ίσως λόγω των κατολισθήσεων από τις οποίες προκλήθηκαν αρκετές ζημιές. Από τις παραστάσεις διακρίνονται στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας η Βλαχερνίτισσα και στην αμέσως κατώτερη ζώνη η Κοινωνία των Αποστόλων. Η τέχνη του ζωγράφου, όσο επιτρέπουν οι εκτεταμένες φθορές, παρουσιάζει στενές σχέσεις εικονογραφικές με μνημεία του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα στην Ήπειρο. Αυτές οι κοινές καταβολές της τέχνης χρονολογούν τις τοιχογραφίες του καθολικού της μονής του Σωτήρος στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα.


Συντεταγμένες: Ν 39.868730 Ε 20.790370 / 39°52'07.4"N 20°47'25.3"E


Συντεταγμένες: Ν 40.007000 Ε 20.87848 / 40°00'25.2"N 20°52'42.5"E

Οικοσύστημα
Η πατρίδα μας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, του κλίματος και της ιδιαίτερης μορφολογίας της, είναι μια από τις πιο πλούσιες σε χλωρίδα περιοχές της γης. Στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας LIFE (πρόγραμμα «Ερημοποίηση: Προστασία εδαφών από την διάβρωση στην Τήνο και Ζαγοροχώρια», Τμήμα Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου του ΤΕΙ Ηπείρου και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων), κατά μήκος ενός μονοπατιού λίγων χιλιομέτρων των Νεγάδων Ζαγορίου, καταγράφηκαν και αναγνωρίστηκαν πάνω από 400 είδη, εκ των οποίων τα κυριότερα παρουσιάζονται εδώ.
Στην πορεία του, το μονοπάτι διασχίζει ένα πολύμορφο τοπίο, όπου οι εικόνες εναλλάσσονται με καταπληκτική ταχύτητα και συχνότητα. Η ύπαρξη πέτρινων αναβαθμίδων, γεφυριών και στοιχείων της ανθρώπινης δραστηριότητας δείχνει ότι η περιοχή αυτή ήταν στενά συνδεδεμένη με την καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Το διαδικτυακό αυτό βοτανολόγιο φιλοδοξεί να καλύψει τις ανάγκες του επισκέπτη της περιοχής που επιθυμεί όχι μόνο να παρατηρεί την ομορφιά της φύσης σαν απλός θεατής, αλλά να προχωρήσει σε μια ουσιαστικότερη και βαθύτερη γνωριμία με τον φυσικό κόσμο.
Για να μπορεί ο επισκέπτης να αναγνωρίσει τα υπάρχοντα είδη in situ, κάθε φυτό συνοδεύεται από φωτογραφία, βοτανική περιγραφή, καθώς και από τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη χρήση του. Παράλληλα, σχεδιάστηκε ο χάρτης του μονοπατιού και χωρίστηκε σε ευδιάκριτες ζώνες, που σημειώνονται στην περιγραφή του κάθε φυτού.
Σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση, η χλωρίδα χωρίστηκε ανάλογα με την εποχή άνθισης στις τέσσερις εποχές, δεδομένου ότι το άνθος αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ των ειδών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τίποτα στη φύση δεν είναι στατικό, συνεπώς η εποχή άνθισης μπορεί να μετατοπιστεί ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Επίσης, η παρουσία των φυτών (ιδιαίτερα των ετήσιων) μπορεί να σημειωθεί και σε ζώνη που δεν αναφέρεται στον χάρτη.
Γιώργος Καρράς, Βαγγέλης Φίλης, Βοτανικές Διαδρομές, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2000