Τo περιβάλλον
Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Βισσοκού ή Βισσικού
Η μονή Κοίμησης Θεοτόκου βρίσκεται απέναντι από το χωριό Καλούτα ή Καλωτά. Ο φρουριακός χαρακτήρας του περιβόλου της μονής είναι και σήμερα ευδιάκριτος. Από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζονται ορισμένα κελιά, βοηθητικοί χώροι και το καθολικό. Στην υπέρθυρη επιγραφή του ναού αναφέρεται ότι ο ναός χτίστηκε το 1787 και τοιχογραφήθηκε το 1818. Στην επιγραφή επίσης σημειώνεται ότι ο παλαιότερος ναός που υπήρχε στην ίδια θέση χτίστηκε το 1114 από τον «ηγεμόνα Μιχαήλ». Ο πλούσιος τοιχογραφικός διάκοσμος του κυρίως ναού και του εξωνάρθηκα είναι έργο των Καπεσοβιτών Αναστασίου Αναγνώστου του Οικονόμου και του Γεωργίου Τσεπελοβίτου. Στις τοιχογραφίες είναι εμφανής η εικονογραφική και τεχνοτροπική παράδοση των Καπεσοβιτών ζωγράφων. Ωστόσο η απόδοση των μορφών είναι σαφώς πιο σχηματοποιημένη και αφαιρετική σε σχέση με τα προηγούμενα έργα της ίδιας ομάδας ζωγράφων, στοιχείο το οποίο σχετίζεται με τις νέες αισθητικές προτιμήσεις των αρχών του 19ου αιώνα. Ενδιαφέρουσα είναι η κτητορική παράσταση στο νότιο τοίχο του κυρίως ναού, όπου απεικονίζονται ο δωρητής Χρήστος Κώνσταv και η κόρη του.
Η επίσκεψη της μονής από τη διαδρομή Ασπράγγελοι, Ελάτη, Δίκορφο, Μανασσή, Καλωτά είναι μία εξαιρετική διαδρομή στην Ανατολική πλευρά του Μιτσικελίου.

Η μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βουτσάς ή Βοτσάς βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Γρεβενίτι ( 1 ώρα με τα πόδια δυτικά του χωριού) και Δόλιανη και απέχει περίπου 45 χλμ. από τα Ιωάννινα. Σύμφωνα με την παράδοση το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Δ΄ τον Πωγωνάτο. Ωστόσο ιστορικά η άποψη αυτή δεν τεκμηριώνεται. Η σωζόμενη κτιτορική επιγραφή υποδεικνύει ότι το καθολικό ανακαινίστηκε και ιστορήθηκε το 1680 από τον ηγούμενο Αθανάσιο και τους μοναχούς Νικόδημο και Αννανία. Οι ελάχιστες αρχειακές πληροφορίες για την μονή προέρχονται από ένα χειρόγραφο του 18ου αιώνα γνωστό ως «Χρονικό της Βοτσάς».
Η μονή παρέμεινε ανδρικό μοναστήρι ως το 1943, οπότε και καταστράφηκε από τους Γερμανούς. Σήμερα σώζονται με πολλές ανακατασκευές το καθολικό, τα συγκροτήματα κελιών στα δυτικά και ο περιμετρικός οχυρωματικός τοίχος.
Το καμαροσκέπαστο καθολικό εξωτερικά καλύπτεται με νεώτερη δίρριχτη στέγη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποικίλα εικονογραφικά θέματα των τοιχογραφιών στο εσωτερικό του κατάγραφου καθολικού (σκηνές από τον βίο του Χριστού και της Θεοτόκου, Μαρτύρια αγίων, Οικουμενικές Σύνοδοι, Αίνοι, κ.α.). Εξωτερικά σώζεται εντοίχιος διάκοσμος στην ανατολική παρειά του δυτικού τοίχου. Εικονογραφικά και τεχνοτροπικά η τέχνη των τοιχογραφιών συνδέεται με τις τοιχογραφίες του γειτονικού ναού του Αγίου Δημητρίου στο Γρεβενίτι.
Στην ίδια περίοδο με τις τοιχογραφίες, δηλ. στην τελευταία εικοσαετία του 17ου αιώνα, χρονολογείται επίσης το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού.

Η μονή Γενεσίου Θεοτόκου (μονή Θεοτόκου Μπάγιας) στους Κήπους.
Το καθολικό της μονής είναι μονόχωρος ξυλόστεγος ναός με υπερυψωμένο νάρθηκα και ανοιχτό πρόστωο στη δυτική πλευρά. Από τα μοναστηριακό συγκρότημα εκτός του καθολικού σώζονται ερείπια των κελιών. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή η ανέγερση του ναού έγινε το 1832και η τοιχογράφηση το 1841. Οι τοιχογραφίες είναι έργο των ζωγράφων Ιωάννη από το Καπέσοβο και Θεοδοσίου από τα Ιωάννινα. Ο Θεοδόσιος είναι γνωστός ζωγράφος στην πόλη των Ιωαννίνων στα μέσα του 19ου αιώνα και έχει ιστορήσει πλήθος τοιχογραφιών και φορητών έργων στην ευρύτερη περιοχή. Στον τοιχογραφικό διάκοσμο του ναού παρατηρούνται οι εικονογραφικές αρχές της μεταβυζαντινής τέχνης αλλά το ύφος ανταποκρίνεται στη νέα αισθητική πραγματικότητα που αρχίζει να διαμορφώνεται από τις αρχές του 19ου αιώνα.

Η μονή Αγίου Νικολάου που σύμφωνα με τον Ι. Λαμπρίδη χτίστηκε τον 16ο αιώνα, βρίσκεται κάτω από την πλατεία του χωριού. Η παλιότερη επιγραφική μαρτυρία για το μοναστήρι βρίσκεται στο σταυρό του τέμπλου, όπου αναφέρεται το έτος 1660. Πρόκειται για την ανέγερση του παλιότερου καθολικού, το οποίο καταστράφηκε το 1855 και αντικαταστάθηκε το 1862 με το σημερινό. Η ανέγερση του νέου καθολικού ήταν πρωτοβουλία δύο γυναικών μοναχών από τους Φραγκάδες, οι οποίες συγκέντρωσαν χρήματα από το Ζαγόρι και τους απόδημους στην Ρουμανία. Η μονή έως το 1910 λειτουργούσε ως ανδρικό μοναστήρι. Τα μοναστηριακό συγκρότημα έπαθε επάλληλες καταστροφές στις αρχές του 20ου αιώνα λόγω καθίζησης του εδάφους. Σήμερα διατηρείται μόνο το καθολικό το οποίοι είναι μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική. Οι τοιχογραφίες στο μεγαλύτερο τμήμα τους έχουν καταστραφεί και σώζονται μόνο αποσπασματικά στο χώρο του ιερού Βήματος. Οι Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου είναι του 1863.

Η μονή βρίσκεται σε μία μικρή ράχη της δυτικής πλευρά του βουνού Κλέφτες, στην περιοχή που βρισκόταν το κατεστραμμένο σήμερα «Παλιοχώρι». Η πρόσβαση είναι δύσκολη καθώς χρειάζεται πεζοπορία 3 ωρών περίπου διαμέσου ενός δασικού δρόμου και με προσπέλαση του Ρασιωνίτη ποταμού. Η μονή σύμφωνα με Λαζαρίδη η πρώτη φάση της μονής ανάγεται στα τέλη του 18ου αιώνα, καθώς σώζονται εικόνες του 1795 και 1797. Άλλες γραπτές πηγές παραδίδουν ότι η σημερινή μονή χτίστηκε στα 1860. Σήμερα από τη μονή σώζεται μόνο το καθολικό και ερείπια κελιών προς τα δυτικά. Το καθολικό είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, εσωτερικά θολοσκέπαστη. Στο υπέρθυρο της βορινής εισόδου αναγράφεται η χρονολογία 1878. Στο εσωτερικό του ναού σώζονται τοιχογραφίες στον ανατολικό, βόρειο και δυτικό τοίχο, έργο Χιονιαδιτών ζωγράφων στα τέλη του 19ου αιώνα.

Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με ημικυκλική αψίδα που κοσμείται με τυφλές κόγχες. Χαγιάτι διατηρείται στη νότια πλευρά που στηρίζεται εναλλάξ σε πεσσούς και κιονίσκους. Ο ναός χτίστηκε στα 1778 σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, επάνω από την κεντρική είσοδο. Οι τοιχογραφίες είναι έργο του Καπεσοβίτη ζωγράφου Αναστάσιου Αναγνώστη του Οικονόμου και χρονολογούνται στα 1812. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ο άμβωνας και ο δεσποτικός θρόνος είναι σύγχρονα με τον τοιχογραφικό διάκοσμο. Οι δεσποτικές εικόνες είναι έργο του Ιωάννη του Αθανασίου και χρονολογούνται στα 1780.


Η μονή βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το χωριό Μονοδένδρι, κτισμένη σε πλάτωμα το οποίο ανοίγεται επάνω από το φαράγγι του Βίκου.
Το καθολικό είναι ένας μονόχωρος ξυλόστεγος ναός μικρών διαστάσεων. Σύμφωνα με την κτιτορική επιγραφή επάνω από την θύρα εισόδου στο δυτικό τοίχο, ο ναός χτίστηκε και ιστορήθηκε στα 1414. Νεώτερη κατασκευή θεωρείται ο νότιος τοίχος του καθολικού, ο οποίος ανακατασκευάστηκε κατά τον 17ο αιώνα. Κτήτορας της μονής ήταν ο βοεβόδας Μιχαήλ Θεριανός. Στην επιγραφή ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στον δεσπότη (ηγεμόνα) των Ιωαννίνων Κάρολο Α΄ Τόκκο, ο οποίος διοικούσε την Ήπειρο με έδρα τα Ιωάννινα από το 1411-1429.
Οι τοιχογραφίες, οι οποίες είναι από τα λίγα σωζόμενα σύνολα του πρώιμου 15ου αιώνα στην Ήπειρο, καλύπτουν τον ανατολικό, βόρειο και δυτικό τοίχο του καθολικού.
Ανάμεσα στους ολόσωμους αγίους στο βόρειο τοίχο ξεχωρίζει η παράσταση του κτίτορα και της οικογένειάς του. Οι πλούσια κοσμημένες ενδυμασίες αποτελούν σημαντική μαρτυρία για τις ενδυματολογικές τάσεις των εύπορων αρχόντων στην Ήπειρο τον 15ο αιώνα.
Νεώτερες είναι οι τοιχογραφίες του νότιου τοίχου, οι οποίες χρονολογούνται στα 1689.
Από το μοναστηριακό συγκρότημα εκτός του καθολικού, σώζονται ο περίβολος, το ηγουμενείο, τα κελιά και βοηθητικοί χώροι (αποθήκες, χαγάτια, πηγάδι, αλώνια), τα οποία χρονολογούνται την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας αιώνα αλλά έχουν επισκευαστεί στους νεώτερους χρόνους.
Από τον χώρο του μοναστηριού ξεκινάει ένα μονοπάτι το οποίο οδηγεί στο λεγόμενο «Ασκηταριό» ή «σπιτάκια», μία μεγάλη σειρά φυσικών ανοιγμάτων στον βράχο όπου ασκήτευαν κατά διαστήματα οι μοναχοί ή κατέφευγαν σε περίπτωση κινδύνου.

Η μονή είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά του Μιτσικελίου σε υψόμετρο 1020 μ. επάνω από το χωριό Περίβλεπτος. Το όνομα της μονής οφείλεται σε μία γυναίκα η οποία χορήγησε χρηματικό ποσό στη μονή στις αρχές του 18ου αιώνα -στη σύζυγο του Στούπη- , σύμφωνα με τον ιστορικό Λαμπρίδη. Η ίδια μαρτυρία μας πληροφορεί ότι με την χορηγία αυτή πραγματοποιήθηκε η μεταφορά του μοναστηριού από τη θέση «Πηγαδούλια», η οποία βρίσκεται επάνω από το χωριό Περίβλεπτος, στη σημερινή τοποθεσία. Το καθολικό , μονόκλιτη βασιλική με 4 εσωτερικούς θόλους, χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 18ου αιώνα. Στη μονή έγιναν επισκευές κατά τα έτη 1734 και 1780. Στο εσωτερικό του ναού ο τοιχογραφικός διάκοσμος, που σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή χρονολογείται στα 1734, σώζεται με αρκετές φθορές και αποκαλύπτει ένα πλήρες εικονογραφικό πρόγραμμα. Ενδιαφέρουσα είναι η κτητορική παράσταση του έτους 1734, στην οποία ιστορούνται ο ηγούμενος Διονύσιος και ο υποτακτικός Γρηγόριος. Οι δύο ανδρικές μορφές φέρουν στα χέρια ομοίωμα του καθολικού.

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται κοντά στην κοινότητα του Γρεβενιτίου στη θέση που παλιότερα υπήρχε ομώνυμο μοναστήρι. Πρόκειται για μονόχωρο τρίκογχο ναό με πλάγιους χορούς και νάρθηκα στα δυτικά. Νότια υπάρχει ανοιχτό χαγιάτι. Η μεγάλη δίρριχτη στέγη μεταγενέστερη προσθήκη στο ναό στεγάζει τον παλαιότερο πυρήνα. Η αρχική στέγαση του κυρίως ναού, εμφανής σήμερα στο εσωτερικό, γίνεται με χαμηλό τρούλο. Ο ναός είναι κατάγραφος εσωτερικά με τοιχογραφίες οι οποίες χρονολογούνται στον 17ο αιώνα. Εξωτερικά τοιχογραφίες διακοσμούν το νότιο τοίχο.

Ο ενοριακός ναός βρίσκεται στη νοτιοδυτική άκρη του οικισμού. Είναι μονόχωρη βασιλική μεγάλων διαστάσεων με πεσσοστήριχτη ανοικτή στοά στη βορινή πλευρά της, αρχιτεκτονικός τύπος κοινός στην μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική της Ηπείρου. Ο ναός έχει θεμελιωθεί επάνω στον φυσικό βράχο. Τα μορφολογικά στοιχεία της τοιχοδομίας τοποθετούν χρονολογικά την ανέγερση του οικοδομήματος κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Το εσωτερικό του ναού σήμερα είναι ασβεστωμένο εκτός από το χώρο του ιερού Βήματος, όπου όμως οι εκτεταμένες φθορές στους τοίχους δεν επιτρέπουν την χρονολόγηση των τοιχογραφιών. Ωστόσο είναι εμφανής η ύπαρξη παλαιότερης φάσης καθώς ορισμένες τοιχογραφίες μπορούν να χρονολογηθούν στα τέλη του 17ου αιώνα. Οι φορητές εικόνες που βρίσκονται στο νεώτερο ξύλινο τέμπλο χρονολογούνται μετά τα μέσα του 18ου αιώνα.

Η μονή βρίσκεται σε μία βραχώδη πλαγιά επάνω από τον δημόσιο δρόμο Τσεπέλοβου-Σκαμνελίου και σε απόσταση δέκα λεπτά πεζοπορία από το Τσεπέλοβο. Η ίδρυσή της τοποθετείται χρονικά μετά τα μέσα του 17ου αιώνα. Σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό, ενώ σύμφωνα με ιστορικές πηγές επρόκειτο για ένα μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα στο οποίο κατά τον 17ο και 18ο αιώνα διέμεναν 80 μοναχοί (αρχικά ήταν γυναικείο μοναστήρι αλλά στη συνέχεια μετατράπηκε σε ανδρικό). Βόρεια του καθολικού σώζονται ερείπια των κελιών και άλλων βοηθητικών χώρων.
Το καθολικό της μονής είναι μονόκλιτη βασιλική. Σύμφωνα με την υπέρθυρη κτητορική επιγραφή επάνω από την είσοδο στο νότιο τοίχο, η τοιχογράφηση του ναού έγινε στα 1717. Ο ναός είναι κατάγραφος με ποικίλους εικονογραφικούς κύκλους. Δεύτερη επιγραφή στην ανατολική παρειά του δυτικού τοίχου μας πληροφορεί ότι η αγιογράφηση του νάρθηκα, από τον οποίο σήμερα σώζεται μόνο η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, έγινε από τον Αναστάσιο Καπεσοβίτη στα 1773.

Οικοσύστημα
Η πατρίδα μας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, του κλίματος και της ιδιαίτερης μορφολογίας της, είναι μια από τις πιο πλούσιες σε χλωρίδα περιοχές της γης. Στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας LIFE (πρόγραμμα «Ερημοποίηση: Προστασία εδαφών από την διάβρωση στην Τήνο και Ζαγοροχώρια», Τμήμα Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου του ΤΕΙ Ηπείρου και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων), κατά μήκος ενός μονοπατιού λίγων χιλιομέτρων των Νεγάδων Ζαγορίου, καταγράφηκαν και αναγνωρίστηκαν πάνω από 400 είδη, εκ των οποίων τα κυριότερα παρουσιάζονται εδώ.
Στην πορεία του, το μονοπάτι διασχίζει ένα πολύμορφο τοπίο, όπου οι εικόνες εναλλάσσονται με καταπληκτική ταχύτητα και συχνότητα. Η ύπαρξη πέτρινων αναβαθμίδων, γεφυριών και στοιχείων της ανθρώπινης δραστηριότητας δείχνει ότι η περιοχή αυτή ήταν στενά συνδεδεμένη με την καθημερινή ζωή των κατοίκων.
Το διαδικτυακό αυτό βοτανολόγιο φιλοδοξεί να καλύψει τις ανάγκες του επισκέπτη της περιοχής που επιθυμεί όχι μόνο να παρατηρεί την ομορφιά της φύσης σαν απλός θεατής, αλλά να προχωρήσει σε μια ουσιαστικότερη και βαθύτερη γνωριμία με τον φυσικό κόσμο.
Για να μπορεί ο επισκέπτης να αναγνωρίσει τα υπάρχοντα είδη in situ, κάθε φυτό συνοδεύεται από φωτογραφία, βοτανική περιγραφή, καθώς και από τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη χρήση του. Παράλληλα, σχεδιάστηκε ο χάρτης του μονοπατιού και χωρίστηκε σε ευδιάκριτες ζώνες, που σημειώνονται στην περιγραφή του κάθε φυτού.
Σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση, η χλωρίδα χωρίστηκε ανάλογα με την εποχή άνθισης στις τέσσερις εποχές, δεδομένου ότι το άνθος αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ των ειδών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τίποτα στη φύση δεν είναι στατικό, συνεπώς η εποχή άνθισης μπορεί να μετατοπιστεί ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Επίσης, η παρουσία των φυτών (ιδιαίτερα των ετήσιων) μπορεί να σημειωθεί και σε ζώνη που δεν αναφέρεται στον χάρτη.
Γιώργος Καρράς, Βαγγέλης Φίλης, Βοτανικές Διαδρομές, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2000