Οι άνθρωποι
Ήταν αδερφός του Γεωργίου Αθάνα και γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1896. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πολιτικές Επιστήμες στην Ιένα της Γερμανίας. Υπηρέτησε ως Νομάρχης στην Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο, τη Λέσβο, την Πάτρα, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο και τη Χίο. Υπήρξε δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη αλλά και στις «Πολιτεία», «Νέος Κόσμος» και «Ελεύθερον Βήμα». Παράλληλα, ήταν θεατρικός κριτικός, ποιητής και πεζογράφος.
Υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες συγγραφείς ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το έργο του «Ένα μήνα στο Βόρειο Πόλο» που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον στους κριτικούς της εποχής. Η Γραμματέας του Ουράνα Διοματάρη συγκέντρωσε τα ταξιδιωτικά του κείμενα στον τόμο «Περιπλανήσεις» (1964). Αφιερώθηκε στο θέατρο και υπήρξε μαζί με τον Φώτο Πολίτη από τους πιο σημαντικούς θεατρικούς κριτικούς της εποχής. Οι θεατρικές του κριτικές συγκεντρώθηκαν στους τόμους «Αθηναϊκή Δραματουργία» (1956), που τιμήθηκε με το «Βραβείο των 12», και «Θεατρικά Μελετήματα» (1963).
Έργα του:
Ι. Ποίηση
Πρώτη άνοιξη. Αθήνα, Εστία, 1970.
Λουλούδια στα μαλλιά της.
ΙΙ. Πεζογραφία
Ένα μήνα στο Βόρειο Πόλο, Αθήνα, 1932
Περιπλανήσεις, 1964.
Στην Τουρκία με δημοσιογραφικό φακό, 1967.
Διηγήματα και πεζογραφήματα, Αθήνα, Εκδ. Εστία, 1972
ΙΙΙ. Δοκίμια – Μελέτες
Διονύσιος Σολωμός, ηθική μεγαλοφυία, Αθήναι, 193?
Ψυχάρης, ο ένοπλος προφήτης του δημοτικισμού.
Αθηναϊκή δραματουργία, Αθήνα, 1955
Κριτική του θεάτρου. Αθήνα, 1956.
Θεατρικά μελετήματα, Αθήνα, 1963.
Χίος, το νησί των γλυκών και των μύρων.
Διοίκησις και λογοτεχνία, Αθήνα, 1976.
Ανάλεκτα.
Κωστής Παλαμάς, ποιητής ελέω Θεού, Αθήναι, 1943.
Ήρωες, Αθήνα, Εκδ. Εστία, 1969
Προσωπογραφίες. Αθήνα, 1966.
Η τετάρτη εξουσία, Αθήνα, 1966.
Διοίκησις και λογοτεχνία, Αθήνα, 1976.
Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο πρώτος μετά τον ένα.
Διοικητικά.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, το Πάσχα της λογοτεχνίας μας, Αθήνα, 1962.
ΙV.Μεταφράσεις
Γκαίτε, Βέρθερος.
Μέντσελ, Πόση αγάπη χρειάζεται ο άνθρωπος.
Εδουάρδο ντε Φιλίππο, Αχ, αυτά τα φαντάσματα.
Ούγγο Μπέττι, Έγκλημα στο νησί των κατσικιών.
V. Θέατρο
Θέατρο.
Από το διήγημά του «Ο Ζαχαρίας» παρατίθεται ένα απόσπασμα :
« - Άϊντε παππούλ’ ! Άϊντε παππούλ’ !
- Αλλ’ ο παπα – Βασίλης, άνθρωπος πολύ τυπικός, περίμενε να τελειώση πρώτα η ψαλλόμενη ακολουθία. Εν τω μεταξύ τα παιδιά, άλλα σκαρφαλωμένα στα πεζούλια και άλλα που είχαν πιαστεή από την αλυσωμένη ανεμόσκαλα των μουράγιων, συζητούσαν με δυνατές φωνές, προσπαθώντας να μαντέψουν ποιος έμελλε να νικήση. Και για ποιιον αλήθεια να πρωτοπούν που ήταν όλοι ένας κ’ ένας ; Ο Γκέκας, τον ήξεραν καλά τι σκυλί είναι στη θάλασσα, αφού δεν είχε κλείσει χρόνος που εσώθηκεν αυτός κ’ έσωσεν άλλον ένα πέρα στο «Μοναστηράκι» όταν επνίγηκεν ο καημένος ο Σκυλομουτσούνης του Τραγούδα. Μήπως όμως ο Σκαλτσοδήμος ήταν λιγότερο άξιος στο κολύμπημα, που μπορούσεν, ο αθεόφοβος, με μιαν οργιά να τρέξη τρία μέτρα ; Καλά, όμως ο Τσαγκαράκης είχε φήμη τρανή πως εβάσταζε και πέντε λεπτά στο μακροβούτι. Μόνο για το Ζαχαρία – καλέ τι του ήρθε να λάβη μέρος κι αυτός – κανείς δεν έλεγε τίποτε, επειδή τον ήξεραν όλοι τι ατζαμής ήταν.
- Άϊντε παππούλ’ ! Άϊντε παππούλ’ !
Ο παπα – Βασίλης ύψωσε το σταυρί και τον εζύγισε καλά να τον πετάξη.
- Απού δω παππούλ’! Απού δω παππούλ’! εφώναζαν οι κολυμβητές στα δυο αντίμαχα καΐκια, προσπαθώντας να παρασ’υρον τον παπά. Γιατί, κάποτε ο ίδιος είχε πετάξει το σταυρό κατά μέρος των ευνοούμενών του και οι άλλοι ναυτικοί εφρένιασαν από θυμό και τον απειλούσαν με τις γροθιές τους που πήγε να κάμη φονικό χρονιάρα μέρα».
Βιβλιογραφία
Αθανασιάσης – Νόβας Θεμιστοκλής, Διηγήματα και πεζογραφήματα, Αθήνα, Έκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1972, 38 - 39
Κάρτερ Γιώργος Ν., Θεμιστοκλής Αθανασιάδης – Νόβας: Πνεύμα και συνείδηση της θεατρικής κριτικής, Νέα Εστία 92/1081 (1972) 990-997
Κάρτερ Γεώργιος Ν., Θεμιστοκλής Αθανασιάδης – Νόβας: Το πάθος και η υπευθυνότητα στη θεατρική κριτική, Νέα Εστία 141/1670, (1997) 165-169
Κοτζιάς Αλέξανδρος, Θεμ. Αθανασιάδη – Νόβα: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Μεσημβρινή, 17/8/1962.
Παναγιωτόπουλος Ι. Μ., Οι απροσάρμοστοι, Ελευθερία, 14/2/1965.
Σαρδελής Κώστας, «Η συμβολή του Θεμ. Αθανασιάδη – Νόβα στην ταξιδιωτική λογοτεχνία», Νέα Εστία 141/1670 (1997) 159-164
Τριανταφύλλου Κ. Ν., Θεμ. Αθανασιάδη – Νόβα: Η τετάρτη εξουσία – Προσωπογραφίες, Νέα Εστία 81/961 (1967) 270-271
Χατζίνης Γιάννης, Θεμ. Αθανασιάδη – Νόβα: Περιπλανήσεις, Νέα Εστία 77/905 (1965) 417
Χατζίνης Γιάννης, Θεμ. Αθανασιάδη – Νόβα: Ήρωες, Νέα Εστία 87/1023 (1970) 275-276
Χατζίνης Γιάννης, Θεμ. Αθανασιάδη – Νόβα: Στην Τουρκία με δημοσιογραφικό φακό, Νέα Εστία 83/973 (1968) 137-138.
Πρόκειται για φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα. Γεννήθηκε στη Ναύπακτο, αλλά ο προπάππος του Παναγιώτης Νόβας καταγόταν από την Κάτω Βίτσα και η προγιαγιά του Χρυσή Νόβα από το Μονοδέντρι Ζαγορίου. Ολοκλήρωσε το Β’ Γυμνάσιο Πατρών κι έπειτα σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Διετέλεσε δημοσιογράφος ανταποκριτής για 25 χρόνια, πρώτα στην εφημερίδα «Ακρόπολις» κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων κι έπειτα στην εφημερίδα «Πολιτεία» κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Το διάστημα 1933-1936 υπήρξε συνεκδότης της εφημερίδας «Νέος Κόσμος» καθώς και ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών Αθηνών, της οποίας διετέλεσε και Αντιπρόεδρος.
Το 1926 εκλέχτηκε βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας με το κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά. Στις επόμενες δεκαετίες ήταν μέλος της Βουλής με το Προοδευτικό Κόμμα του Γεωργίου Καφαντάρη, το κόμμα των Φιλελευθέρων και με την Ένωση Κέντρου. Διετέλεσε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Στεφανόπουλου το 1966, Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Βουλής και Υπουργός (Εσωτερικών, Παιδείας, Βιομηχανίας, Προεδρίας).
Στις 15 Ιουλίου 1965 κατά τη διάρκεια της πολιτειακής κρίσης λόγω της αποστασίας και της σύγκρουσης του Γεωργίου Παπανδρέου με το Βασιλιά Κωνσταντίνο κλήθηκε από τον τελευταίο να σχηματίσει Κυβέρνηση. Τελικά, ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης και παραιτήθηκε.
Από πολύ μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία γράφοντας ποιήματα και πεζά. Τα έργα του αντλούν έμπνευση από την ελληνική επαρχία, τη φύση και την ελληνική παράδοση. Από το 1955 εκλέχτηκε Ακαδημαϊκός, ενώ τιμήθηκε και με το βραβείο Βικέλα της Ακαδημίας Αθηνών.
Έργα του είναι τα :
Ι. Ποίηση
Πρωινό ξύπνημα : Ποιήματα, Αθήνα, Εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης, 1919.
Αγάπη στον Έπαχτο : Τραγούδια 1918- 1921, Αθήνα, Εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης, 1922.
Καιρός πολέμου : Ποιήματα 1918 - 1919. Αθήνα, Εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης, χ.χ.
Ειρμός : Ποιήματα. Αθήνα, Εκδ. Πυρσός, 1929.
Δροσεροί καϋμοί, Αθήνα, 1938.
Τραγούδια των βουνών : Σειρά πρώτη, Αθήνα, Εκδ. Άλφα, 1953.
Ευδοκία, Αθήνα, Εκδ. Άλφα, 1955.
Τίμια δώρα, Αθήνα, Εκδ. Εστία, 1969.
Αστέγνωτο δάκρυ, Αθήνα, Εκδ. Εστία, 1971.
Αίνος και θρήνος, Αθήνα, Εκδ. Εστία, 1972.
Μονοκοντυλιές, Αθήνα 1975.
Τραγούδια των βουνών : Σειρά δεύτερη, Αθήνα, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, 1980.
Ανά τον θερισμένον αγρόν, Αθήνα, Εκδ. Τάσος Πιτσιλός, 1982.
Μυθογραφήματα του καιρού μας, Αθήνα, Εκδ. Τάσος Πιτσιλός, 1987.
ΙΙ. Πεζογραφία
Το πράσινο καπέλλο. Αθήνα, Εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης, χ.χ.
Δέκα έρωτες : Διηγήματα, Αθήνα, Εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης, 1931.
Απλοϊκές ψυχές : Διηγήματα, Αθήνα, Εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης, 1931.
Βαθειές ρίζες, Αθήνα, Εκδ. Εστία, 1968.
ΙΙΙ. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
Ιστορικά μελετήματα, Επιμέλεια – Εισαγωγή Θανάση Παπαθανασόπουλου. Ναύπακτος, Εκδ. Ιδρύματος Γ. & Μ. Αθανασιάδη – Νόβα, 1998.
Φιλολογικά μελετήματα, Φιλολογική επιμέλεια – Εισαγωγή Θανάση Παπαθανασόπουλου. Αθήνα, Εκδ. Ιδρύματος Γ. & Μ. Αθανασιάδη – Νόβα, 1998
Παρατίθενται δύο ποιήματά του :
Νοσταλγίες
Φέρε με πάλι στους παληούς καιρούς,
καρδιά νοσταλγική,
κι άσε με εκεί μονάχο
σα ναυαγό που πρόφτασε
την ώρα πόλαμψε η αστραπή
κι᾿ αρπάχτηκε στο βράχο.
Δύστυχη ανθρώπινη καρδιά,
ποτέ δε θα ευχαριστηθείς!
Ἐνώ ευτυχείς περίσσια
στα ολάνθιστά σου τωρινά -
των περασμένων σου ποθείς
τ᾿ άνανθα ξερονήσια.
Νυχτερινή σιγαλιά
Κοιμάται η πλάση. Μα βαθιά
στα μαύρα χώματά της,
ξύπνια κι αθάνατα στοιχειά,
γονεύουν τα σπαρτά τη
Πάψε αηδονάκι της φραγής
και της λυγιάς τριγόνι,
ν΄ακούσω ο σπόρος μες στη γης
πως σκάει και πως ριζώνει!
Βιβλιογραφία
Γιάκος Δημήτρης, «Γιώργος Αθάνας», στο Λυρικοί της Ρούμελης, Αθήνα, 1958, 207-217.
Γιάκος Δημήτρης, «Αθάνας Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Εκδ. Χάρη Πάτση, 1968.
Καραντώνης Ανδρέας, Γιώργου Αθάνα: Αστέγνωτο δάκρυ, Νέα Εστία 90/1063 (1971) 1389-1391.
Καραντώνης Ανδρέας, Γιώργου Αθάνα: Μονοκοντυλιές, Νέα Εστία 99/1169 (1976) 409-410.
Καραντώνης Α., Γιώργου Αθάνα: Τα τραγούδια των βουνών, Νέα Εστία 109/1289 (1981) 411-413.
Μόσχος Ε.Ν., Γιώργος Αθάνας: Ανά τον θερισμένον αγρόν, Νέα Εστία 114/1345 (1983) 964-966.
Μόσχος Ε.Ν. – Βλάχος Άγγελος, Ο ποιητής Γιώργος Αθάνας, Νέα Εστία 122/ 1445 (1987) 1192-1198.
Νικορέτζος Δημήτρης, Γεώργιος Αθάνας, ο Κορυδαλλός της Ρούμελη Αθήνα-Ναύπακτος, Εκδ. Ίδρυμα Νόβα, 1996.
Παπαθανασόπουλος Θανάσης, Ο λυρικός κόσμος του Γ. Αθάνα, Ναύπακτος, Εκδ. της Παπαχαραλαμπείου Βιβλιοθήκης Ναυπάκτου, 1991 (και Αθήνα, Εκδ. ιδρύματος Γ. & Μ.Αθανασιάδη – Νόβα, 1999).
Σφυρόερας Νίκος Β., Γιώργος Αθάνας, Νεοελληνικά Γράμματα (1938), 12, 14.
Χατζίνης Γιάννης, Γ. Αθάνα: Βαθιές ρίζες, Νέα Εστία 87/997 (1969), 137-139.
Γεννήθηκε στο χωριό Δόλιανη Ζαγορίου, όπου έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Έπειτα σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή. Έγινε έμπορος κι απέκτησε σημαντική περιουσία. Ταξίδευε συνέχεια στο Βόλο, όπου κατείχε το κτίριο «Καφενείον η Ήπειρος», το οποίο βρισκόταν στον κεντρικότερο δρόμο της πόλης κι αποτελούσε σημείο συγκέντρωσης όλων των Ηπειρωτών.
Ήταν μορφωμένος, λόγιος και λογοτέχνης. Υπήρξε υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας, του Αλέξανδρου Δελμούζου και του Δημητρίου Γληνού. Έγραψε με το ψευδώνυμο «Αδάμ – Αδάμ» λογοτεχνικά παιδικά διηγήματα, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Η διάπλασις των Παίδων». Τα διηγήματά του εκδόθηκαν σε ειδικό τόμο από το Γλωσσοεκπαιδευτικό Σωμαρείο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» με τον τίτλο «Από το χωριό μου».
Από το «Βρισιά ή βραβείο» παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα :
« - Να σου πω δάσκαλε, του λέει ο Κυρχρίστος. Σε άκουσα προχτές που έλεγες στο σκολειό σ’ ένα παιδί κι έφυγα πεισμωμένος : «Εσύ δεν είσαι για γράμματα, του είπες, εσύ είσαι για χωραφάς και για να φυλάς γιλάδια». Κι είδα που γέλασαν τ’ άλλα τα παιδιά.
Ε, θα χαθούμε, δάσκαλε αν πάμε και τώρα έτσι∙ και ξέρεις πώς μπορεί να σωθούμε ; Αυτό που είπες προχτές στο παιδί για βρισιά, όταν ακούσω μια μέρα να το πης στο παιδί για βραβείο…Τι με κοιτάς παράξενα ; Εκεί στον κόσμο που γύριζα τόσα χρόνια είδα πως το σκολειό είνε πολύ αγαπημένο με τη γη, δεν είνε όπως εδώ εχτρός της. Εκεί δεν τα μαθαίνουν τα παιδιά μονάχα ν’ αγαπούν την πατρίδα τους σα μια έμορφη ζωγραφιά, μα ν’ αγαπούν και το χώμα της∙ κι όχι μοναχά ν’ αγαπούν σαν εμάς τα γάργαρα νερά μα και τα ποτιστικά της,
Η μεγαλύτερη επιστήμη είνε σήμερα, δάσκαλε, να μαθαίνουν τα παιδιά να ζουν ευτυχισμένα στα σπίτια τους και να μην αφήνουν το χωμί στα πόδια τους για να το καρτερούν απ’ την τύχη στα ξένα.
- Θεός συχωρέσ’ τον πατέρα σου, φωνάζει ο Γερομπίρος, εγώ Κυρχρίστο θα τον μερώσω για την αμαρτία σου. Έτσι μυαλωμένος ήταν κι ο πατέρας σου κι ο παππούς σου».
Βιβλιογραφία
Αδαμίδης Βασίλης, Βρισιά ή βραβείο;, Το Ζαγόρι μας 32 (1980) 4
Σομπότης Χαρίλαος Χ., Βασίλειος Δημητρίου Αδαμίδης. Ο Άνθρωπος – Λόγιος – Έμπορος - Λογοτέχνης, Ηπειρωτική Εταιρεία 153 (1989) 111 - 113
Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 5
Τα Τακούτσια στο Καπέσοβο το 1980
Μουσικοί: Καψάλης Γρηγόρης (κλαρίνο και τραγούδι), Καψάλης Κώστας (βιολί και τραγούδι), Καψάλης Σπύρος (λαούτο), Καψάλης Χρήστος ή Ζιούλης (ντέφι και τραγούδι)
Από το προσωπικό αρχείο του Πολύβιου Καρρά
Περιεχόμενα / Λίστα Τραγουδιών:
Τίτλος | |
1 |
Για μη με δέρνεις μάνα
|
2 |
Κυρά Φροσύνη
|
3 |
Κίνησα μωρ’ παπαδιά
|
4 |
Απόψε κρύο έκανε
|
5 |
Στους κάμπους αναστέναξα
|
6 |
Σαραπέντε Κυριακές
|
7 |
Στράβωσες το φέσ’
|
8 |
Δεν μ' αγαπάς δεν με πονάς
|
9 |
Τα μαλώματα
|
10 |
Αρβανίτικο
|
11 |
Γράβα
|
12 |
Καραπατάκι
|
13 |
Απ’ έδω ως το Πέραμα
|
14 |
Είμαι μικρό το μαύρο
|
15 |
Γυρίσματα ζαγορίσια
|
16 |
Τώρα στα ξεχωρίσματα
|
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα πρέπει να γεννήθηκε και ο κλαριντζής Θωμάς Κλωτσιάρας από τους Κήπους, για τον οποίο δεν υπάρχουν πολλές αναφορές. Περισσότερα ξέρουμε όμως για τον γιο του Τάκη, ο οποίος ήταν το «μεγάλο» κλαρίνο της οικογένειας και ένα από τα πρώτα σε δεξιοτεχνικό επίπεδο των Κήπων, απ’ όπου κατάγεται πληθώρα λαϊκών μουσικών.
Την εποχή αυτή στην κομπανία της Μπάγιας (το παλιό όνομα των Κήπων) μαρτυρούνται τουλάχιστον 3 ή 4 καλά βιολιά, ο Ιωάννης Δέρβας και ο Χρήστος Δέρβας, ενώ περιστασιακά το ίδιο όργανο έπαιζε και ο Γιώργος Τόλης. Στο λαούτο και το τραγούδι ήταν ο Χριστόδουλος Τόλης (Λύτης ή Λίτσης), στο σαντούρι ο Βασίλης Δέρβας (Μπελίτος ή Μπελίτσης) και στο ντέφι ο πατέρας του Ιωάννης Δέρβας. Τον Κλωτσιάρα διαδέχεται στο κλαρίνο ο Αγησίλαος Δέρβας, γεννημένος μεταξύ 1910 και 1915, ο οποίος κληρονομεί και την κομπανία της Μπάγιας. Μαζί του λοιπόν θα παίξουν όλοι οι προηγούμενοι και αργότερα ο Νίκος Δέρβας (Ψαράς) λαούτο και ο Αναστάσιος Κουσιουρής από το Σκαμνέλι ντέφι.
Γιώργος Κοκκώνης
Μετά το 1920-30 περίπου στα Κάτω Πεδινά δραστηριοποιείται ο Περικλής Κώτσης (βιολί), στην αρχή με τον Ξενοφώντα Καψάλη (λαούτο) και τον Παναγιώτη Καψάλη (ντέφι). Στην κομπανία αυτή θα προστεθούν τα παιδιά του Περικλή, Γιάννης (κλαρίνο) και Ηλίας (βιολί), αλλά και ο γαμπρός τους Γρηγόρης Κατσαρός (λαούτο, κιθάρα) από τους Κήπους. Η κομπανία πήρε το όνομα Περικλούτσια, δηλαδή τα μικρά του Περικλή.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιάννης Κώτσης ανέλαβε τα Περικλούτσια, όπου ενσωματώθηκαν και τα ξαδέλφια Κώστας Τράκης (ντέφι) και Χριστόφορος Τράκης (λαούτο και κιθάρα). Στην ίδια κομπανία συμμετείχε κι άλλο ένα κλαρίνο, ο Κώστας Κώτσης από την Ζίτσα.
Ο Γιάννης Κώτσης θα πρωτοστατήσει με τα «Περικλούτσια» στα τοπικά γλέντια μέχρι την εποχή (στα τέλη της δεκαετίας του 1960) που θα φύγει για την Αμερική. Ο ήχος του θα αποτυπωθεί μόνο σε ιδιωτικές ηχογραφήσεις.
Στα Άνω Πεδινά διακρίνεται ο Ξενοφώντας Τράκης (λαούτο) και τα παιδιά του, Γιώργος (λαούτο και τραγούδι, με μεγάλη μετέπειτα δισκογραφία), Φώτης (βιολί) και Κώστας (ντέφι).
Γιώργος Κοκκώνης
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η περιγραφή του ζαγορίσιου μουσικού ιδιώματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα από την αδιάκοπη πρακτική των λαϊκών μουσικών της περιοχής και την τεχνική και υφολογική εξέλιξη της εκτέλεσης δεν μπορεί παρά να εκκινεί από τον ανθρώπινο παράγοντα, τον Ζαγορίσιο δηλαδή και το κοινωνικό του περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαμορφώνονται και εξελίσσονται ήθη, συνήθειες και συμπεριφορές.
Όλο σχεδόν του σώμα του ζαγορίσιου ρεπερτορίου απαρτίζουν μερακλίδικα και περίτεχνα κεντημένα τραγούδια και οργανικοί σκοποί. Πολλά είναι φερμένα από τις πόλεις της Ηπείρου (Γιάννενα, Πρέβεζα, Άρτα), από όμορες περιοχές (Πωγώνι, Μέτσοβο) ή πιο απομακρυσμένες (κυρίως Ξηρόμερο), καθώς και από ξένους τόπους και μεγάλα αστικά κέντρα (Σμύρνη, Πόλη, Ρουμανία, Αθήνα κ.α.). Στην νέα τους πατρίδα ξαναγεννιούνται αναδημιουργημένα και προσαρμοσμένα στο ντόπιο μουσικό συντακτικό από τους ευρηματικούς ντόπιους μουσικούς. Είναι κυρίως όμως ο κοσμογυρισμένος Ζαγορίσιος αυτός ο οποίος τα εισάγει από τους τόπους επαγγελματικής του δραστηριοποίησης, στα απομακρυσμένα, μεγάλα και ανθηρά οικονομικά κέντρα του 19ου αι., είτε ως τραγουδήματα, είτε αργότερα ως ηχογραφήσεις γραμμοφώνου. Και είναι ο ίδιος που, απαιτητικός μελομανής, επιδοκιμάζει μέσα απ’ τις παραγγελιές του τόσο τις φερμένες όσο και τις ντόπιες λαϊκές δημιουργίες, συμμετέχοντας έτσι στην εξέλιξη και στην καθιέρωση ενός μουσικού υλικού που στον διαρκή μετασχηματισμό του καθρεπτίζει με τον καλύτερο τρόπο την ζαγορίσια αισθητική.
Το βασικό στοιχείο της αισθητικής αυτής είναι ένας (αναπάντεχος στην βουνίσια ύπαιθρο με το μεγάλο υψόμετρο) αστικός χαρακτήρας, σημάδι μιας ανθηρής κοινωνίας που έφτασε στα τέλη του 19ου αι. στο ζενίθ της οικονομικής, πνευματικής και πολιτισμικής εν γένει ανάπτυξής της. Η αυστηρή συγκρότηση του οικιστικού περιβάλλοντος ως προς την μικρο- αλλά και μακρο-δομή, ο πλούσιος εσωτερικός διάκοσμος των σπιτιών με τις βαριές επιπλώσεις, τα ευμεγέθη, ως προς τις αναλογίες του χώρου, δημόσια κτίρια και οι επιβλητικές εκκλησίες, μαρτυρούν με τον καλύτερο τρόπο τα χρόνια της ακμής του Ζαγορίου, που χάρη στον πλούτο και την διπλωματία των κατοίκων του δεν στερήθηκε ποτέ την διοικητική του αυτονομία. Τα δίστιχα στιχοπλάκια ερωτικού κυρίως περιεχομένου, ενίοτε δε και περιπαικτικού χαρακτήρα, αποτελούν τη βάση των τραγουδιών. Μάλιστα οι στιχουργικοί αγώνες των Γιαννιωτών του 19ου αι. θα επιβιώσουν στα ζαγορίσια χαβάδια, που λέγονταν (και λέγονται ακόμα καμιά φορά) κατά το χάραμα της τελευταίας μέρας των πανηγυριών ή στη δύση των γλεντιών. Από τα Γιάννενα πάλι θα εισαχθούν και θα ριζώσουν μετά την απελευθέρωση της περιοχής το 1912-13, πολλά τραγούδια και οργανικοί σκοποί αστικού ύφους, που η πρωτεύουσα της Ηπείρου θα αποποιηθεί στην προσπάθειά της να «αποτουρκοποιηθεί» υιοθετώντας νεωτεριστικούς τύπους δυτικής προέλευσης, όπως η καντάδα και τα κιθαριστικά τρίο. Η ανατολίτικη ταυτότητα της περιοχής θα επιζήσει τότε στο κοσμοπολίτικο Ζαγόρι. Η Μπαζαρκάνα και το Αρχοντόπουλο, είναι τέτοια δημιουργήματα της γιαννιώτικης παράδοσης, τα οποία αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του ζαγορίσιου ρεπερτορίου και κάτι περισσότερο: αντιπροσωπεύουν την πιο αμιγή ζαγορίσια παράδοση. Ανάλογη είναι η προέλευση και η θέση τραγουδιών όπως τα γνωστότατα Φεγγαροπρόσωπη, Δόντια πυκνά κ.ά.
Οι πιο παλιοί γνωστοί δεξιοτέχνες ζαγορίσιοι μουσικοί εντοπίζονται στα τέλη του 19ου και κυρίως στις αρχές του 20ου αι. Όπως σε όλη την Ήπειρο, οι κορυφαίοι ήταν αυτοί που έπαιζαν το κλαρίνο, το βασικότερο όργανο της κομπανίας, το οποίο επικράτησε έναντι παλαιότερων πνευστών μετά την είσοδό του στην Ελλάδα περί τα μέσα του 19ου αι. Ο περίφημος Νικόλα-Νίνος φαίνεται να είναι από τους πρώτους μεγάλους δεξιοτέχνες του είδους, που ασφαλώς δημιούργησε σχολή ύφους. Με πιθανή καταγωγή την Βίτσα, ο Νίνος κινήθηκε επαγγελματικά σε όλη την ενδοχώρα των Ζαγοροχωρίων, όπως επίσης και στα Γιάννενα. Παράλληλα ασκούσε και το επάγγελμα του σιδηρουργού, είχε και το αμόνι. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την ακριβή χρονολογία γέννησής του, γνωρίζουμε πάντως πως διακρίνεται ως ξακουστός κλαριντζής ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Έτσι μνημονεύεται στην εφημερίδα «Ήπειρος» του 1916: «Στις 17 Ιουλίου έγιναν στην Κάτω Βίτσα Ζαγορίου οι γάμοι του Γ. Τζωίδου (Ζωίδη) με την Μαρίκα Σακελλαρίου. Ήταν πράγματι μια σπάνια ομορφιά η Μαρίκα. Όταν έσερνε τον χορό τον δεκαπενταύγουστο στο μεσοχώρι τα όργανα (ο Νίνος κλαρίνο, ο Μπεκάρης λαούτο, ο Μανούσης ντέφι) έδιναν τον καλλίτερο εαυτό τους, ο κυρ Γιώργης, όρθιος ανάμεσα στα όργανα, κολλούσε χιλιάρικα, - το αρτοποιείο του στην Αλεξάνδρεια απέδιδε - και καμάρωνε την γυναίκα του...».
Ο Νίνος είχε την εποχή εκείνη την καλύτερη κομπανία, στην οποία συμμετείχε στο βιολί ο Παναγιώτης Ρούντας (Γκανάς) και αργότερα ο γιος του Δημήτρης, στο λαούτο ο τραγουδιστής Αθανάσιος Μπεκάρης και στο ντέφι ο Κώστας Χαρίσης (Μανούσης). Η κομπανία αυτή στο Ζαγόρι ήταν γνωστή με το όνομα Μπεκαραίοι ή Μπεκάρηδες. Τον Νίνο διαδέχεται ο πεθερός του Τάσου Χαλκιά, Ιωάννης Κόντος (Νούσιας) στο κλαρίνο. Η κομπανία αυτή, χωρίς τον Μπεκάρη αλλά με τον Μιχάλη Μαντζιώρα στο λαούτο και το τραγούδι, ήταν γνωστή με το όνομα Γκανάδες. Μαζί τους έπαιζε συχνά και ένα δεύτερο κλαρίνο, ο Τάκης Μπακρός από το Μονοδένδρι.
Σύμφωνα με τη Δέσποινα Μαζαράκη, ο Νίνος ήταν κουνιάδος του Νικόλα Μπατζή (1863-1940) οπότε έχουμε περίπου μια εικόνα για το πότε έζησε. Από κάτω η φωτογραφία που δημοσιεύεται στη μελέτη της: Δέσποινα Μαζαράκη, Το λαϊκό κλαρίνο, Κέδρος 1984 (1η έκδοση 1959)
Η Μαζαράκη χρονολογεί την εν λόγω φωτογραφία στη δεκαετία του 1880. Προφανώς ο Νίνος πρέπει να είναι κοντά στα είκοσί του χρόνια, ενώ οι Μπεκαραίοι και οι Γκανάδες μια γενιά πίσω από τους εικονιζόμενους στη φωτογραφία του 1923.
Μια άλλη αναφορά στον Νικόλα-Νίνο βρίσκουμε και στη μελέτη του Χρ. Σούλη «Τα ''Ρόμκα'' της Ηπείρου», Ηπειρωτικά Χρονικά τ. Δ΄ (1929), σ. 146-156: «Εις την Ήπειρον υπάρχουν και σήμερον πολλοί τοιούτοι αυτοδίδακτοι μουσικοί φημιζόμενοι ού μόνον διά την εκτέλεσιν λαϊκών μοτίβων, αλλά και διά την σύνθεσιν νέων τοιούτων και διακρινόμενοι διά το ωραίον των τραγούδι και το περιπαθές παίξιμον. Ο Φάκος από την Βελτσίσταν, ο Νίνος, ο Μπεκιάρης και ο Κλωστιάρας από το Ζαγόρι, ο Μαημάρης από τα Γιάννενα, ο Γκόλιας από τους Καλαρρύτες, θεωρούνται κάτοχοι μουσικού ταλέντου και βιρτουόζοι λαϊκοί εκ των ολίγων»
Γιώργος Κοκκώνης
Η παρούσα μελέτη εστιάζει στη διερεύνηση των χορευτικών πρακτικών που επιτελούνται από τους κατοίκους του Ζαγοριού σήμερα και, μέσα από αυτήν, επιδιώκει να συμβάλλει στην κατανόηση ευρύτερων μετασχηματισμών της ζαγορίσιας κοινωνίας. Αντλεί από σύντομη εθνογραφική έρευνα1, που πραγματοποιήθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή το 2012 και είχε σαν αντικείμενο τον μουσικό και χορευτικό πολιτισμό. Δεδομένης της παραπάνω συνθήκης, στο εισαγωγικό μέρος αυτού του κειμένου δεν επιχειρείται διεξοδική παρουσίαση του κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου που καθόρισε τη ζωή στο Ζαγόρι αλλά αναφέρονται, συνοπτικά και επιλεκτικά, ορισμένα στοιχεία ιστορικού και κοινωνικού περιεχομένου που κρίνονται απαραίτητα για την κατανόηση των σημερινών συνθηκών.2
(i) Ένας ιδιότυπος χορευτικός μικρόκοσμος
Η πρώτη αίσθηση που σχηματίζει ο σύγχρονος ταξιδιώτης που φτάνει στην περιοχή του Ζαγοριού και αντικρίζει τα σαράντα περίπου χωριά που αναπτύσσονται σ’ αυτό το ιδιαίτερα επιβλητικό φυσικό περιβάλλον, είναι ότι πρόκειται για μεγάλες κοινότητες φανερά υποκατοικημένες. Ωστόσο, η χωροταξική τους οργάνωση, η ποιότητα και η μεγαλοπρέπεια της αρχιτεκτονικής των κτιρίων ‒δημόσιων και ιδιωτικών‒ που τις συνθέτουν και, τέλος, το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο δίκτυο καλντεριμιών και γεφυριών που διατρέχει την περιοχή, δείχνουν ότι, παρά τη σημερινή ερήμωση, αυτό το πολύ ξεχωριστό οικιστικό σύνολο της ορεινής Πίνδου δεν μπορεί παρά να διαμορφώθηκε από πολυπληθείς και δραστήριες τοπικές κοινωνίες.
Πράγματι, όπως γνωρίζουμε από την πλούσια βιβλιογραφία για την περιοχή, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η κοινωνία του Ζαγοριού ‒η οποία, για μια σειρά λόγων που υπερβαίνουν το αντικείμενο του παρόντος κειμένου, απολάμβανε ειδικών προνομίων‒ ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αγροτική. Οι κάτοικοι των κοινοτήτων, στην πλειονότητα ελληνόφωνοι Κουτσόβλαχοι,3 βιοπορίζονταν από την κτηνοτροφία, το δάσος, τις μικρές οικιακές καλλιέργειες και, όπως συνέβαινε και σε άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, το διαμετακομιστικό εμπόριο. Ωστόσο, οι Ζαγορίσιοι που έδωσαν στο συγκεκριμένο οικιστικό σύνολο τη σημερινή του μορφή ‒με άλλα λόγια οι κάτοικοι των Ζαγοροχωρίων του 18ουκαι 19ου αιώνα‒ δεν περιορίστηκαν στους τοπικούς πόρους. Άνοιξαν δραστικά τους ορίζοντές τους και ανέπτυξαν στενές σχέσεις με μια σειρά από ισχυρά οικονομικά και πολιτισμικά κέντρα της Δύσης και της Ανατολής. Έτσι, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μια ιδιαίτερη οικονομική, πολιτισμική και πνευματική άνθιση καθώς και για μια ιδιότυπη διαδικασία αστικοποίησης της τοπικής κοινωνίας.
Όταν, λοιπόν, ο σημερινός εξωτερικός επισκέπτης αρχίζει να γνωρίζει καλύτερα το Ζαγόρι, εντυπωσιάζεται από το γεγονός ότι, επί Οθωμανικής κυριαρχίας, δημιουργήθηκε στον συγκεκριμένο τόπο ένας τόσο παραγωγικός θύλακας ζωής που άπλωσε τη δράση του πολύ πέρα από τα στενά σύνορα της Ηπείρου και οικοδόμησε έναν ιδιαίτερο πολιτισμό που συνδύασε γόνιμα το αγροτικό στοιχείο με το αστικό και το κοσμοπολίτικο.
Εξαιτίας του ορεινού της χαρακτήρα, η περιοχή είχε πολύ περιορισμένες παραγωγικές δυνατότητες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το άχθος του κεφαλικού φόρου που επέβαλε η Οθωμανική διοίκηση στους κατοίκους των συγκεκριμένων χωριών μετά την κατάργηση του «βοϊνίκου»,4 φαίνεται ότι τροφοδότησε την εξωστρέφεια των Ζαγορισίων5 και, πιο συγκεκριμένα, την αναζήτηση εισοδημάτων σε τόπους μακρινούς. Έτσι, οι Ζαγορίσιοι προσανατολίστηκαν έντονα προς τη μετοικεσία. Μέσα από την ανάληψη εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Κωνσταντινούπολη, τη Βλαχία, την Κεντρική Ευρώπη, τη Βενετία, σε αρκετές πόλεις της Μικράς Ασίας, τη Νότια Αφρική, το Σουδάν και, τέλος, την Αίγυπτο,6 ήρθαν σε επαφή με το κίνημα του Διαφωτισμού, γνώρισαν καινούργια πρότυπα ζωής, και, συγχρόνως, απέκτησαν σημαντική οικονομική επιφάνεια. Καλλιεργώντας την επαφή με το Φανάρι, έδωσαν ξεχωριστή σημασία στα γράμματα. Παράλληλα, υιοθετώντας πρακτικές ευεργεσίας που είχαν ευρύτερη εφαρμογή τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ίδρυσαν σχολεία, βιβλιοθήκες, εκκλησίες και μοναστήρια, βελτίωσαν και επέκτειναν το υφιστάμενο συγκοινωνιακό δίκτυο, χρηματοδότησαν την κατασκευή περισσότερων γεφυριών και, βέβαια, έχτισαν πολυτελείς κατοικίες για τις οικογένειές τους προκειμένου να ενισχύσουν το προσωπικό τους κύρος.
Την ίδια εποχή που ο Περικλής δημιουργεί τα Περικλούτσια (1920-30 περίπου), στο ίδιο χωριό (Κάτω Πεδινά) ένας άλλος βιολιστής, ο Τάκης Καψάλης, μαζί με τα παιδιά του και ένα ανήψι του θα δημιουργήσει την διασημότερη και μακροβιότερη κομπανία του Ζαγορίου, τα Τακούτσια. Σταθερά της μέλη μέχρι το 1987, οπότε απεχώρησαν λόγω ηλικίας από την ενεργό δράση, ήταν οι γιοι του Κώστας ή Κ’τσός, προσωνύμι που οφείλονταν στην αναπηρία του (βιολί), Σπύρος (λαούτο) και Γιώργος (τραγούδι και δεύτερο κλαρίνο) και ο ανεψιός του Χρήστος Καψάλης (ή Ζιούλης) ο οποίος επιβλήθηκε τόσο με την τραγουδιστική του τεχνική όσο και με τις καινοτομίες του στο ντέφι (έπαιζε με τα δύο χέρια). Με τα Τακούτσια συνεργάστηκαν πολλά μεγάλα κλαρίνα της εποχής, ζαγορίσια και μη. Από τους πρώτους προπολεμικά ήταν ο Σταύρος Κόντος από το Μονοδένδρι, και ακολούθησε για μικρό διάστημα ο Τάσος Χαλκιάς. Αυτοί όμως οι οποίοι διαμόρφωσαν ουσιαστικά τον ήχο της θρυλικής αυτής κομπανίας ήταν κατά χρονολογική σειρά συμμετοχής: ο Φίλιππας Ρούντας (από τα Δολιανά), ο Χρόνης Καψάλης (από τα Κάτω Πεδινά, μετοικήσας στη Ζίτσα, πατέρας του γνωστού Σταύρου Καψάλη που ζει σήμερα στην Αθήνα) και από το 1963 ο πολύ γνωστός Γρηγόρης Καψάλης, από τους τελευταίους εν ζωή ζαγορίσιους μουσικούς.
Περιστασιακά, παλιότερα είχε συμμετάσχει και ο φημισμένος Κίτσος Χαρισιάδης και αργότερα ο γιος του Γιάννης, από την Κληματιά. Επίσης με τα Τακούτσια συνεργάστηκε για μικρό διάστημα ο Κώστας Χαρισιάδης (δάσκαλος ή μάστορας του Λευτέρη Σαρρέα), ο οποίος ήταν γαμπρός στα Κάτω Πεδινά.
Γιώργος Κοκκώνης
500-600 γρ. αλεύρι (ή 3 'πλόχερα, ή 3 ποτήρια),
αλάτι, 1/2 ποτήρι του κρασιού λάδι, χλιαρό νερό όσο χρειάζεται.
Στρώνουμε τα φύλλα σε καλά βουτυρωμένο ταψί (το φρέσκο βούτυρο δίνει όλο το άρωμα στην πίτα) και ρίχνουμε λιωμένο βούτυρο (ή λάδι για πιο υγιεινή εκδοχή, ή συχνά λιωμένο βούτυρο ανακατεμένο με λάδι) πάνω σε κάθε φύλλο που απλώνουμε. Ρίχνουμε τη μισή γέμιση, από πάνω ακουμπάμε το ψημένο φύλλο και πάνω σ' αυτό απλώνουμε και την υπόλοιπη. Από πάνω απλώνουμε τα δύο τελευταία φύλλα, φροντίζοντας να κρατήσουμε τις ζάρες τους και βουτυρώνουμε το κάθε ένα. Στο τέλος, πλέκουμε γύρω γύρω τον κόθρο, γυρίζοντας τα φύλλα που περισσεύουν έξω από το ταψί γύρω και προς τα μέσα σχηματίζοντας έτσι γύρω από την πίτα ένα κορδονάκι.
Ρίχνουμε λιωμένο βούτυρο και λάδι την επιφάνεια της ζύμης, ραντίζουμε και με λίγο νερό με τα δάχτυλα και ψήνουμε σε προθερμασμένο δυνατό φούρνο μέχρι να ροδοκοκκινίσει.
"(...) Αφού βάλεις το τελευταίο φύλλο, ραντίζεις με λάδι καλά καλά τις άκρες, τα κόθρα, και τα γυρίζεις σαν πλισέ. Καλλιτεχνικά, να είναι κομψά, ματά ξαναλείφουμε βούτυρο ή λαδάκι, σκορπίζουμε λάδι και λίγο νεράκι σε όλη την επιφάνεια της πίτας και την ψήνουμε στο φούρνο ή στο γάστρο. Κι όταν ψηθεί η πίτα τη γυρίζουμε στο πλαστήρι ανάποδα για να μαλακώσουν τα κόθρα να μην είναι ξερή, κι αφού τη γυρίσουμε ανάποδα την ξαναρίχνουμε στο ταψί, να μείνει εκεί να μαλακώσει (...)".
(Αποσπάσματα από τη συνέντευξη της κ. Ελένης Δούβλη)
αναδεμή (η): η γέμιση
σβόλι (το): μικρό μπαλάκι ζύμης που θα ανοιχτεί σε φύλλο
πέτρο (το): το φύλλο