Το μουσικό ύφος του Ζαγορίου

Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η περιγραφή του ζαγορίσιου μουσικού ιδιώματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα από την αδιάκοπη πρακτική των λαϊκών μουσικών της περιοχής και την τεχνική και υφολογική εξέλιξη της εκτέλεσης δεν μπορεί παρά να εκκινεί από τον ανθρώπινο παράγοντα, τον Ζαγορίσιο δηλαδή και το κοινωνικό του περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαμορφώνονται και εξελίσσονται ήθη, συνήθειες και συμπεριφορές.

Όλο σχεδόν του σώμα του ζαγορίσιου ρεπερτορίου απαρτίζουν μερακλίδικα και περίτεχνα κεντημένα τραγούδια και οργανικοί σκοποί. Πολλά είναι φερμένα από τις πόλεις της Ηπείρου (Γιάννενα, Πρέβεζα, Άρτα), από όμορες περιοχές (Πωγώνι, Μέτσοβο) ή πιο απομακρυσμένες (κυρίως Ξηρόμερο), καθώς και από ξένους τόπους και μεγάλα αστικά κέντρα (Σμύρνη, Πόλη, Ρουμανία, Αθήνα κ.α.). Στην νέα τους πατρίδα ξαναγεννιούνται αναδημιουργημένα και προσαρμοσμένα στο ντόπιο μουσικό συντακτικό από τους ευρηματικούς ντόπιους μουσικούς. Είναι κυρίως όμως ο κοσμογυρισμένος Ζαγορίσιος αυτός ο οποίος τα εισάγει από τους τόπους επαγγελματικής του δραστηριοποίησης, στα απομακρυσμένα, μεγάλα και ανθηρά οικονομικά κέντρα του 19ου αι., είτε ως τραγουδήματα, είτε αργότερα ως ηχογραφήσεις γραμμοφώνου. Και είναι ο ίδιος που, απαιτητικός μελομανής, επιδοκιμάζει μέσα απ’ τις παραγγελιές του τόσο τις φερμένες όσο και τις ντόπιες λαϊκές δημιουργίες, συμμετέχοντας έτσι στην εξέλιξη και στην καθιέρωση ενός μουσικού υλικού που στον διαρκή μετασχηματισμό του καθρεπτίζει με τον καλύτερο τρόπο την ζαγορίσια αισθητική.

Το βασικό στοιχείο της αισθητικής αυτής είναι ένας (αναπάντεχος στην βουνίσια ύπαιθρο με το μεγάλο υψόμετρο) αστικός χαρακτήρας, σημάδι μιας ανθηρής κοινωνίας που έφτασε στα τέλη του 19ου αι. στο ζενίθ της οικονομικής, πνευματικής και πολιτισμικής εν γένει ανάπτυξής της. Η αυστηρή συγκρότηση του οικιστικού περιβάλλοντος ως προς την μικρο- αλλά και μακρο-δομή, ο πλούσιος εσωτερικός διάκοσμος των σπιτιών με τις βαριές επιπλώσεις, τα ευμεγέθη, ως προς τις αναλογίες του χώρου, δημόσια κτίρια και οι επιβλητικές εκκλησίες, μαρτυρούν με τον καλύτερο τρόπο τα χρόνια της ακμής του Ζαγορίου, που χάρη στον πλούτο και την διπλωματία των κατοίκων του δεν στερήθηκε ποτέ την διοικητική του αυτονομία. Τα δίστιχα στιχοπλάκια ερωτικού κυρίως περιεχομένου, ενίοτε δε και περιπαικτικού χαρακτήρα, αποτελούν τη βάση των τραγουδιών. Μάλιστα οι στιχουργικοί αγώνες των Γιαννιωτών του 19ου αι. θα επιβιώσουν στα ζαγορίσια χαβάδια, που λέγονταν (και λέγονται ακόμα καμιά φορά) κατά το χάραμα της τελευταίας μέρας των πανηγυριών ή στη δύση των γλεντιών. Από τα Γιάννενα πάλι θα εισαχθούν και θα ριζώσουν μετά την απελευθέρωση της περιοχής το 1912-13, πολλά τραγούδια και οργανικοί σκοποί αστικού ύφους, που η πρωτεύουσα της Ηπείρου θα αποποιηθεί στην προσπάθειά της να «αποτουρκοποιηθεί» υιοθετώντας νεωτεριστικούς τύπους δυτικής προέλευσης, όπως η καντάδα και τα κιθαριστικά τρίο. Η ανατολίτικη ταυτότητα της περιοχής θα επιζήσει τότε στο κοσμοπολίτικο Ζαγόρι. Η Μπαζαρκάνα και το Αρχοντόπουλο, είναι τέτοια δημιουργήματα της γιαννιώτικης παράδοσης, τα οποία αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του ζαγορίσιου ρεπερτορίου και κάτι περισσότερο: αντιπροσωπεύουν την πιο αμιγή ζαγορίσια παράδοση. Ανάλογη είναι η προέλευση και η θέση τραγουδιών όπως τα γνωστότατα Φεγγαροπρόσωπη, Δόντια πυκνά κ.ά.

Την εντόπια καταγωγή μαρτυρά σε πολλά ζαγορίσια τραγούδια η ονομαστική αναφορά σε χωριά της περιοχής, Πάπιγκο, Καπέσοβο, Βίτσα, Τσεπέλοβο, Σκαμνέλι, ή σε συγκεκριμένα πρόσωπα του τόπου, την λοιδωρούσα την ξενητιά Αλεξάνδρα, την όμορφη Όλγα, την αρχόντισσα Μπολονάσσαινα που απήχθη από τους (πολυάριθμους στα γύρω του Ζαγορίου ορεινά) κλέφτες.

Το ύφος της μουσικής εκτέλεσης τόσο σε τραγούδια τα οποία δημιουργήθηκαν στο Ζαγόρι, όσο και σε εισαγόμενα, αλλά και στους οργανικούς σκοπούς αναγνωρίζεται πρωτίστως στις φράσεις του κλαρίνου, το οποίο πρωτοστατεί. Χρησιμοποιείται κυρίως η μεσαία και η ψηλή περιοχή του οργάνου, όπου φράσεις σβέλτες και πληθωρικές σε φθογγικό υλικό περιβάλλουν κομψά γλιστρήματα, τα οποία ορίζουν τους κύριους πόλους της μελωδίας. Ο βασικός μελωδικός ιστός βυθίζεται μέσα σε πλήθος μελισμάτων, παρατεταγμένων σε μεγάλα τόξα. Η δομή και η τεχνοτροπία των περισσότερων τραγουδιών και οργανικών σκοπών που αποδίδονται στο Ζαγόρι απαιτούν ρωμαλέες δεξιοτεχνικές ικανότητες από την πλευρά του μουσικού, που σηκώνει το βάρος της πλούσιας μουσικής κληρονομιάς που έχτισε ένα πλήθος φημισμένων λαϊκών μουσικών και κομπανιών του Ζαγορίου. Στο Ζαγόρι όλα τα κομμάτια έχουν άλλες παραλλαγές. Πολλές νότες στο κλαρίνο, η Πρέβεζα έχει τετρακόσιες χιλιάδες φωνές (σ.σ. νότες). Να παίζεις ψηλά να σου γίνονται τα χείλια… και άμα κάνεις φάλτσο να το καταλαβαίνουν αυτοί, αμέσως. Τον Φίλιππα Ρούντα τον άκουγες κι έλεγες χαλάζι ρίχνει έξω. (Απόσπασμα από συνέντευξη του ζαγορίσιου κλαριντζή Λευτέρη Σαρρέα).

Η μικρή εμβέλεια δράσης των τοπικών κομπανιών, η οποία συχνά περιορίζεται στα όρια υπο-περιοχών του Ζαγορίου (Κεντρικό, Κεντροδυτικό, Δυτικό, Ριζά κ.λπ.) δημιούργησε μια στενότατη σχέση μεταξύ μουσικού και «πελάτη», ενώ βοήθησε στο να αναπτυχθεί ένα μουσικό συντακτικό πολύπλοκο, πολυεπίπεδο, γεμάτο κρυφές πτυχές. Οι απαιτητικοί Ζαγορίσιοι (γυναίκες και άντρες) με τον διαρκή τους «έλεγχο» στην μουσική εκτέλεση επέβαλαν όλα τα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας τους. Η αρχοντιά, η περηφάνια, η επίδειξη της οικονομικής ευμάρειας, η προβολή της ιδιαιτερότητάς τους και η διάθεση αποστασιοποίησής τους από τις όμορες πληθυσμιακές ομάδες, συνέτειναν στην δημιουργία μιας «ελιτίστικης» μουσικής, της οποίας η ιδιοσυστασία ωστόσο διασώζει πλείστα όσα στοιχεία της ορεινής ηπειρώτικης παράδοσης.

Η συνθήκη του γλεντιού (γλέντι της παρέας ή της καθολικής κοινότητας στο ζιαφέτι, τις επισκέψεις, τους γάμους, τα βαφτίσια, το πανηγύρι) διασφάλισε στο Ζαγόρι ένα σταθερό και διαχρονικό πλαίσιο λειτουργίας της μουσικής πράξης, το οποίο δεν χάθηκε μετά την διάλυση του κοινωνικού ιστού της προτεραίας κοινότητας που προκάλεσε η εσωτερική μετανάστευση. Η διαχρονικότητά του εξασφαλίστηκε ασφαλώς από τον αστικό κοσμοπολιτισμό της ζαγορίσιας ιδιοσυγκρασίας, που το αποδέσμευσε από το αυστηρό τελετουργικό της παραδοσιακής κοινωνίας. Ώστε ακόμα και σήμερα η ίδια μουσική να ακούγεται στο Ζαγόρι όχι ως αναβίωση, αλλά ως αναγκαίος όρος για την δυνητική ανασύσταση της  κοινότητας, που οι Ζαγορίσιοι καλλιεργούν με ευλάβεια.

Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε στην περιγραφή αυτή έναν μείζονα παράγοντα για την διαμόρφωση του μουσικού ύφους στο Ζαγόρι, τον χορό. Θα παρατηρήσουμε εδώ πως για τα πιο τυπικά ζαγορίσια κομμάτια η χορογραφία έχει τυπολογία μάλλον θηλυκή. Αυτό πρέπει να αντικατοπτρίζει την παρέμβαση του γυναικείου πληθυσμού στην διαφύλαξη των εθών της κοινότητας, όταν η επαγγελματική δραστηριότητα των ανδρών τους υποχρέωνε σε μακρόχρονες απουσίες. Πάντως οι περισσότεροι άντρες μερακλήδες χορευτές φαίνεται ακόμα και στις μέρες μας να προτιμούν τραγούδια μάλλον εισαγόμενα. Ο αργός, αυστηρός, λιτός και συγχρόνως ελαφρύς και γεμάτος αυτοσχεδιασμούς και λικνίσματα γυναικείος χορός στο Ζαγόρι επηρέασε σαφέστατα την τελική διαμόρφωση όχι μόνο της ρυθμικής αγωγής (η οποία ακολουθεί σχεδόν πάντα αργές ταχύτητες) αλλά και των λαβυρινθωδών κεντημάτων των μουσικών φράσεων: Στο Ζαγόρι χορεύουν καλά. Εκεί ένας κλαριντζής αν δεν ξέρει να παίξει, άστο καλύτερα. Έχουν τα κομμάτια μέσα τους. Μια χρονιά θυμάμαι στην Καλουτά, αφού τον είδα κι ανέβηκε να χορεύει πάνω στα πεζούλια, τον έκοψα. Τι μου ’κανες, μου είπε, απ’ την αρχή! Ιδιοτροπίες πολλές. Σήμερα για να γίνεις κλαρίνο πρέπει να τραβήξεις πολλά. Τις περισσότερες φορές παίζαμε δυο κλαρίνα στις δουλειές λόγω της κούρασης. Δεν υπήρχαν μικρόφωνα τότε. Σήμερα δεν θέλει κανένας να παίξει στο Ζαγόρι. Όλοι μου λένε, εδώ είναι τυραννία, εδώ έχει πολλή δουλειά. (Απόσπασμα από συνέντευξη του ζαγορίσιου κλαριντζή Λευτέρη Σαρρέα).

 

Γιώργος Κοκκώνης