Οι άνθρωποι

Η Αγγελική Εξάρχου κατάγεται από το Ζαγόρι της Ηπείρου, αλλά γεννήθηκε και κατοικεί στα Φάρσαλα. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα Οικονομικά της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Είναι υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως καρδιολόγος στα Φάρσαλα και συγχρόνως σπουδάζει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Νομικής Αθηνών. Έχει γράψει το βιβλίο «Οι εξοδίτες».

Βιβλιογραφία

Εξάρχου Αγγελική, Οι Εξοδίτες, Το αδιέξοδο μιας εξόδου, Αθήνα, Λιβάνης, 2009

Καταγόταν από το Βρυσοχώρι Ζαγορίου. Διετέλεσε για πολλά χρόνια Γραμματέας στην Κοινότητα. Στην Κατοχή είχε αναπτύξει πλούσια αντιστασιακή δράση συμμετέχοντας σε αντάρτικες ομάδες. Ήταν Γραμματέας του Πανηπειρωτικού Συλλόγου Ένωσης της Αμερικής. Υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού «Το Ζαγόρι μας» αλλά και άλλων εφημερίδων.

Έγραψε για το χωριό του το βιβλίο «Το Βρυσοχώρι», το οποίο εκδόθηκε στα Ιωάννινα το 1975.

Βιβλιογραφία

Πελεκούδας Στέφανος, Νικόλαος Εξάρχου, Το Ζαγόρι μας, 43 (1981) 15

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 20

Ο Φίλιππος Εμμανουήλ κατάγεται από τον Ελαφότοπο (Τσερβάρι) Ζαγορίου. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγική στο Columbia University στη Νέα Υόρκη. Ειδικεύτηκε στην συγκριτική μελέτη των ιστορικών, φιλοσοφικών και κοινωνικών βάσεων των εκπαιδευτικών συστημάτων με έμφαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Δίδαξε στο Columbia University για αρκετά χρόνια. Οργάνωσε και διηύθυνε το πρώτο Ελληνοαμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων, το οποίο αναγνωρίστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση ως Παιδαγωγική Ακαδημία. Μάλιστα, η Ακαδημία αργότερα ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Κολλέγιο Βοστώνης. Διετέλεσε Γενικός Διευθυντής Παιδείας και Ελληνικών Γραμμάτων στο Δυτικό Ημισφαίριο – των Ελληνοαμερικανών Κοινοτήτων που ανήκει στην πνευματική δικαιοδοσία της Ελληνικής Ορθοδόξου Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Επίσης, διετέλεσε σύμβουλος σε θέματα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά του Ηπειρώτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως  Αθηναγόρα. Αργότερα, δίδαξε στη Washington στο Τμήμα Γενικών Σπουδών του G. W. University συγγράφοντας παράλληλα μελέτες της ειδικότητάς του.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα συνεργάστηκε με το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών στην Αθήνα κι έκανε συστηματική έρευνα εκδίδοντας τη μελέτη «Η Ελληνική Ανωτάτη Παιδεία και το «Αττικόν Πανεπιστήμιον» το 1975. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών για θέματα που αφορούν στην Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση. Ακολούθησαν κι άλλα βιβλία του, όπως το «Η έννοια της παραδόσεως και η Ήπειρος» (1980) και το «Ελληνική Κοινωνία και Πανεπιστημιακή Παιδεία» (1983), όπου καταγράφει τα πορίσματα και τις διαπιστώσεις του για την ελληνική πανεπιστημιακή παιδεία της εποχής.

Βιβλιογραφία

Θεοδώρου Σάββας, Μνήμη Λογίων του Ζαγορίου του αιώνα που πέρασε, Το Ζαγόρι μας, 262 (2000) 11

 Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 20

 

Γεννήθηκε στη Βωβούσα Ζαγορίου, αλλά με­γάλωσε στα Ιωάννινα. Από νεαρή ηλικία διακρίθηκε στον αθλητισμό. Ασχολήθηκε με τον ακοντισμό και το ποδόσφαιρο αγωνιζόμενος σε διάφορες ομάδες, ενώ διετέλεσε και προπονητής. Είναι Καθηγητής Σωματικής Αγωγής (Ε.Α.Α.), Εκπαιδευτής Καθηγητής Φυσικής Αγωγής Α., προπονητής Ε.Π.Ο., Ομοσπονδιακός προπονητής ποδο­σφαίρου 1975-79 (από την ελληνική Ποδο­σφαιρική Ομοσπονδία Ε.Π.Ο.)

Έχει λάβει διακρίσεις από το Υπουργείο Παιδείας (ευαρέ­σκεια), το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης (Τιμητική Πλακέτα Α.Α.Ε.Δ.), το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας (δίπλωμα - βράβευση) και τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Το 1995 δημοσίευσε το βιβλίο «Η Βωβούσα, στο χώρο και στο χρόνο», με πρόλογο του συγγραφέα - φιλόλογου Σπύρου Εργολάβου. Από το 1997 ανέ­λαβε την έκδοση και τη διεύθυνση της τριμηνιαίας εφημερίδας «ΒΩΒΟΥΣΙΩΤΙΚΑ», την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας του, Χρόνης Δρούγιας.

Βιβλιογραφία

Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 115

Γεννήθηκε στο Μεσοβούνι Ζαγορίου. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο χωριό του κι έπειτα φοίτησε στο Ημιγυμνάσιο Κόνιτσας και στο Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς. Την τελευταία χρονιά πήρε μεταγραφή για την Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία. Διορίστηκε δάσκαλος και υπηρέτησε στην Κομοτηνή της Θράκης, στην Αθήνα και στην Ήπειρο, στο Πωγώνι, την Κόνιτσα και τα Ιωάννινα.

Το διάστημα 1957 – 1959 συμμετείχε μετά από διαγωνισμό στον οποίο κατέλαβε τη δεύτερη θέση μεταξύ περίπου 100 υποψηφίων στη Μετεκπαίδευση δασκάλων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1981 διετέλεσε Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης και υπηρέτησε στη Θεσπρωτία, την Παραμυθιά και την Ηγουμενίτσα.

Έχει γράψει το βιβλίο «Ανθολόγιο Δημοσιευμάτων», που εκδόθηκε στα Ιωάννινα το 1998. Έχει κάνει πλήθος δημοσιεύσεων με άρθρα και εργασίες ιστορικού, λαογραφικού, κοινωνικού και παιδαγωγικού περιεχομένου σε παιδαγωγικά κι άλλα περιοδικά. 

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ιωάννινα, αλλά καταγόταν από το Δίλοφο (Σιοποτσέλι) Ζαγορίου. Τελείωσε τις γυμνασιακές της σπουδές και κατόπιν εξετάσεων εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου κι έλαβε το πτυχίο της.

Έλαβε ειδικότητα μικροβιολόγου και παράλληλα ήταν πανεπιστημιακός γιατρός στην έδρα της Παθολογικής Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί ασχολήθηκε με τη διδακτορική της διατριβή η οποία είχε θέμα «Ανοσοβιολογικές παρατηρήσεις επί 14 απομονωθεισών πυροσφαιρίνων» και εκδόθηκε το 1975 στην Αθήνα.

Το 1976 επέστρεψε στα Ιωάννινα και άσκησε το επάγγελμά της ως γιατρός μικροβιολόγος διατηρώντας ιδιωτικό ιατρείο. Ταυτόχρονα, εργάστηκε στο Ι.Κ.Α. Ιωαννίνων.

Βιβλιογραφία

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 18

 

Γεννήθηκε στα Άνω Σουδενά (σημερινά Άνω Πεδινά) του Ζαγορίου το 1760, όπου και έμαθε τα πρώτα γράμματα. Αφού έμεινε ορφανός από πατέρα στα δέκα του χρόνια, αφιερώθηκε από τη μητέρα του στο Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας στο χωριό του. Ακολούθως, χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και ιερέας και συνέχισε τις σπουδές του πρώτα στα σχολεία των Ιωαννίνων κι έπειτα του Μετσόβου, όπου παρέδιδε ιδιωτικά μαθήματα σε αρχοντικές οικογένειες. Στα 1786 ήταν εφημέριος και δάσκαλος ιδιωτικών μαθημάτων στο Βουκουρέστι, ενώ φοιτούσε και στην Ελληνική Ακαδημία, όπου δίδασκε ο Λάμπρος Φωτιάδης. Γρήγορα ξεχώρισε για το οξύ πνεύμα του, την επιμέλεια, τη φιλομάθεια και τον τί­μιο χαραχτήρα του κι έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ορθή διαπαιδαγώγηση των νέων. Για το λόγο αυτό συνέταξε μια μεθοδική γραμματική της ελληνικής γλώσσας με τίτλο «Τερψιθέα».

 Το 1803 μετέβη στη Βιέννη και διετέλεσε Εφημέριος του Ιερού Ναού «Άγιος Γεώργιος» της Ελληνικής Κοινότητας. Για δώδεκα χρόνια προσπάθησε να καταρτίσει πνευματικούς ηγέτες και να εμφυσήσει το μήνυμα της ελευθερίας. Συνέβαλε με όλες του τις δυνάμεις στην Ελληνική Κοινότητα της Βιέννης, ενισχύοντας την πολιτιστική της δραστηριότητα και επιδιώκοντας με κάθε μέσο το φωτισμό των νέων της εποχής.

Το 1815, μετά το θάνατο του Λάμπρου Φωτιάδη και μετά από πρόσκληση της Ελληνικής Κοινότητας Βουκουρεστίου, πήγε στο Βουκουρέστι. Αφιερώθηκε στην ανασυγκρότηση της Σχολής και με τις προσπάθειές του αύξησε τον αριθμό των εξήντα μαθητών σε τετρακόσιους. Έχοντας αντιληφθεί τη σημασία της παιδείας και τη συμβολή του κλήρου εστίασε στη δημιουργία μορφωμένων κληρι­κών. Τα λόγια του είναι χαρακτηριστικά :

«οι ιερείς δεν αρκεί να είναι απλώς αγαθοί και όμοιοι τοις πολλοίς, αλλ' άρχοντες όντες των άλλων και οδηγοί, οφείλουσι δια ταύτα να είναι και άριστοι και των άλλων υπε­ρέχοντες αρετή και σοφία, φως όντες των υπ' αυτοίς και οφθαλμός εν όλω τω σώματι, επειδή χαρακτήρ του ιερέως και γνώρισμα πρώτιστον έστι το διδάσκειν».

Έτσι, προέτρεπε τους πλού­σιους Έλληνες, τους Αρχιερείς και τα Ηγουμενοσυμβούλια των Μοναστηριών να θέσουν ως στόχο τη μόρφωση πνευματικά και ηθικά άριστων νέων, κατάλληλων για τους βαθμούς της Ιεροσύνης. Συχνά άσκησε κριτική στον κλήρο της εποχής που δεν επιτελούσε ούτε τον πνευματικό ούτε τον εκπαιδευτικό του ρόλο. Οι θέσεις του προκάλεσαν αντιδράσεις και ορισμένοι Αρχιερείς τον κατήγγειλαν ως αιρετικό.

Προκειμένου για την πνευματική καλλιέργεια του υπόδουλου έθνους ανέπτυξε πλούσια πνευματική δράση. Συνέγραψε αρκετά έργα και τα εξέδωσε με δικές του δαπάνες. Ανέλαβε την έκδοση έργων των αρχαίων Ελ­λήνων εμπλουτίζοντάς τα με ερμηνείες και σχόλια. Βοήθησε στην ίδρυση σχολείων και στη διάδοση της Ελληνικής γλώσσας σε όλη τη διοικητική έκταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Πίστευε ότι βασικό εργαλείο για την αναγέννηση του ελληνισμού ήταν οι αρχαίοι συγγραφείς και η αρχαΐζουσα γλώσσα, την οποία θεωρούσε έκφραση του κλασικού πνεύ­ματος και μέσο προσέγγισης των αρχαίων προγόνων: «…αν και φράσεις μιμώμεθα, τα καλά των λόγων μιμούμεθα και των προγόνων ημών μίμησιν έχομεν...ο δε ταύτα μιμείσθαι δυνάμενος ουκ εις μακράν και προς τα άλλα χωρήσει», έγραφε το 1813. Γρήγορα ήρθε σε σύγκρουση με τον Κοραή για το θέμα της γλώσσας του Έθνους και αντέκρουσε τις απόψεις του με επιχειρηματολογία και αγωνιστική διάθεση. Ο Κοραής ανταπάντησε και συνάσπισε εναντίον του Δούκα τους δημοτικιστές, οι όποιοι επιχείρησαν ακόμα και τη δολοφονία του με ηθικό αυτουργό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον όποιο γι' αυτή του την πράξη δε δίστασε να κατηγορήσει ο Δούκας. Η δολοφονική απόπειρα πραγματοποιήθηκε στο Βουκουρέστι και είχε αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του Δούκα, που χρειάστηκε να νοσηλευτεί για δύο χρόνια.

Θεωρούσε ότι η ανάσταση του Έθνους θα πραγματοποιηθεί με τις δικές του δυνάμεις. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, την οποία αντιλαμβανόταν ως πυρήνα του αγώνα και μέσο ενότητας. Την τελευταία προσπάθησε να υπηρετήσει και με το προσωπικό του παράδειγμα αφήνοντας τη δια­μάχη του με τον Κοραή. Συνακόλουθα, συνέταξε μια επαινετική για τον Κοραή σκιαγραφία, όπου τον χαρακτήριζε ενδοξότατο φιλόσοφο και άριστο Φιλόλογο.

Η έναρξη της επανάστασης τον βρήκε στη Στεφανούπολη της Τρανσυλβανίας, οπού παρέμεινε ως δάσκαλος για έξι χρόνια. Με την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα ο Δούκας του έστειλε δώδεκα χιλιάδες αντίτυπα των εκδόσεών του για να διανεμηθούν δωρεάν στους άπορους σπουδαστές και για να εμπλουτιστούν οι Βιβλιοθήκες. Μετά από πρόσκληση του Καποδίστρια γύρισε στην Ελλάδα κι ανέλαβε τη διεύθυνση του νεοσύστατου Ορφανοτροφείου στην Αίγινα χωρίς καμιά αμοιβή. Παράλληλα, εξέδωσε με δικά του έξοδα παραφρασμένα έργα του Ομήρου, του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και άλλων και τα διέθεσε δωρεάν στα σχολεία και στους άπορους μαθητές.  

Γενικότερα, εξέδωσε και διέθεσε δωρεάν εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα συμβάλλοντας στην πνευματική αφύπνιση του ελληνισμού στη Ρωσία, στις Παραδουνάβιες χώρες, στην Αίγυπτο, στα βάθη της Ανατολικής Μικράς Ασίας και τη Δυτική Ευρώπη. Ο Δούκας με την όλη του πορεία υπήρξε μεγάλος πνευμα­τικός ηγέτης και εθνικός ευεργέτης.

Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του Κράτους στην Αθήνα ορίστηκε Διευθυντής της «Ριζαρείου Σχολής» στην Αθή­να από τον Υπουργό Ιωάννη Κωλέττη υλοποιώντας τον οραματισμό του για την ίδρυση κοινού σχολείου στο Ζαγόρι αλλά και του Γ. Γεν­νάδιου να ιδρυθεί «Γυμνάσιο» στα Ιωάννινα. Αργότερα, λόγω της προχωρημένης του ηλικίας αρνήθηκε τη θέση του Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του νεοσύστατου Πανεπιστημίου της Αθήνας και αφιερώθηκε στη συγγραφή και την έκδοση των βιβλίων του ως το τέλος της ζωής του. Πέθανε το 1845 σε ηλικία 85 ετών και τάφηκε στη Ριζάρειο Σχολή. Η πλούσια πνευματική και εθνική του προσφορά τον κατέταξε με ψήφισμα και της Βουλής των Ελλήνων μεταξύ των εθνικών ευεργετών.

Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο ανήκουν τα ακόλουθα : «Λογική», «Ηθική», «Φυσική» «Μεταφυσική», «Ρητορική», «Ξενωρίς», «Σοφιστής», «Πανηγυρικός» — που εκδόθηκαν, στην Αίγινα — «Η Γραμματική Τερψιθέα» (1804), και οι παραφράσεις των: «Θουκυδίδου» (1805), τόμοι 10, «Ευτροπίου» (Βιέννη 1807), τόμοι 2, «Αρριανού» (1809), «Ο­μήρου», «Ευριπίδου» «Σοφοκλέους» (Αίγινα 1834-5), «Αισχύλου» (1839) και «Θεοκρίτου». Επίσης, από το Δούκα εκδόθηκαν και σχολιάστηκαν και τα πιο κάτω έργα : «Δίων Χρυσόστομος» (Βιέννη 1810), τόμοι 3, «Μάξιμος Τύριος» (1810), «Απολλόδωρος» (1811), οι δέκα ρήτορες με σχετικό Λεξικό (1812-1813), τόμοι 10, «Ηρωδιανός» (1813), «Αισχίνης ο Σωκρατικός» (1814), «Πίνδαρος» (1842), «Αριστοφάνης» (1845), τόμ. 3 κ.ά.

Βιβλιογραφία

Βιζουκίδης Περικλής, Η συμβολή των Ηπειρωτών εις το έργον του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ηπειρωτικά Χρονικά 12 (1937) 6

Ζαμπακίδης Αριστοφάνης Δ., Νεόφυτος Δούκας, Ο ηπειρώτης λόγιος ιερομόναχος και το εκπαιδευτικό του έργο: Συμβολή στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαιδεύσεως, Θεσσαλονίκη, Εκδ. Αφοί Κυριακίδη, 2005

Κραψίτης Βασίλης, Λόγιοι της Ηπείρου (1430-1912), Τόμος Α’, Αθήνα, 1979, 44-47

Παπαδόπουλος Βρετός Ανδρέας, Νεοελληνική Φιλολογία : ήτοι κατάλογος των από πτώσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι εγκαθιδρύσεως της εν Ελλάδι βασιλείας τυπωθέντων βιβλίων παρ' Ελλήνων εις την ομιλουμένην, ή εις την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν / συντεθείς υπό Ανδρέου Παπαδοπούλου Βρετού, T. B'. Εν Αθήναις: Τύποις και αναλώμασι Λ. Δ. Βιλαρά και Β. Π. Λιούμη, 1857, 262 - 263

Λαμπρίδης Ιωάννης, Ζαγοριακά, οις προσετέθησαν και τινά περί Ηπείρου, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου της Αυγής, 1870, 262 - 269

Παπαζήσης Δημήτριος, Βιογραφική συλλογή λογίων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας (Ηπείρου – Θεσσαλίας – Μακεδονίας), Ηπειρωτική Εστία 25 (1976) 891

Παρανίκας Ματθαίος Κ., Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από Αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ') εκατονταετηρίδος, Εν Κωνσταντινουπόλει : Εκ του Τυπογραφείου Α. Κορομηλά, 1867, 71

Σάθας Κωνσταντίνος Ν., Νεοελληνική Φιλολογία, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασιν διαλαμψάντων Ελλήνων, από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1453 - 1821), Εν Αθήναις, Εκ της Τυπογραφίας των Τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, 1868, 702 - 709

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 19-20

Χαριλάου Νεόφυτος, Νεόφυτος Δούκας, ένας μεγάλος δάσκαλος και λόγιος του 18ου - 19ου αιώνα, Διδακτορική Διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, Ιωάννινα 1999. 

Γεννήθηκε στο Καπέσοβο Ζαγορίου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ως καθηγητής στη Β’/θμια Εκπαίδευση έφθασε στο βαθμό του Λυκειάρχη. Συνέγραψε βιβλία Μαθηματικών και πολλά άρθρα εκπαιδευτικού περιεχομένου. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Ελληνικών Σπουδών, της οποίας διετέλεσε Πρόεδρος από το 1975 (μετά την παραίτηση του Χριστόφορου Στράτου από την Προεδρία, προκειμένου να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή του τόπου). Επίσης, είναι Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Γενικός Διευθυντής της Α. Ε. «Εκπαιδευτήρια Δούκα, Παλλάδιον Λύκειον», που είναι οικογενειακό και προσωπικό του έργο, Πρόεδρος του «Αθλητικού Συλλόγου των Εκπαιδευτηρίων Δούκα» (Α.Σ.Ε.Δ.), Mέλος του Συνδέσμου Ιδρυτών Ελληνικών Ιδιωτικών Σχολείων.

Διετέλεσε πρόεδρος και μέλος σε πολλές επιτροπές που έχουν σχέση με θέματα Παιδείας, όπως στην επταμελή επιτροπή που συγκρότησε το 1990 ο τότε Πρωθυπουργός Καθηγητής Ξενοφών Ζολώτας για μελέτη και υποβολή προτάσεων στη βελτίωση της Ποιότητας Ζωής.

Οραματίστηκε και πραγματοποίησε την κατασκευή μνημείου αφιερωμένου στον Έλληνα δάσκαλο, το οποίο είναι τοποθετημένο στην πλατεία Μαδρίτης (πίσω από το Ξενοδοχείο Hilton)

Έχει τιμηθεί για την προσφορά του στην Εκπαίδευση από τη Γαλλική Κυβέρνηση με τον τίτλο του Chevalier dans l’ordre des Palmes Academique, από την ‘Ενωση Ευρωπαίων Εκπαιδευτικών, από την Ακαδημία Αθηνών για την καταγραφή των «Μνημείων Ορθοδοξίας στην Αλβανία», από τον ΟΜΕΠΟ και από το Δήμο Αθηναίων.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Καπέσοβο Ζαγορίου. Στο χωριό του τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο και έπειτα τη Ζωσιμαία Σχολή στα Ιωάννινα. Το 1942 μετέβη στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως δάσκαλος στα Εκπαιδευτήρια Δούκα. Ακολούθως, διορίστηκε στην Περιφέρεια Φιλιατών όπου δίδαξε για 9 χρόνια, στην περιφέρεια Κουρέντων για 12 χρόνια και στα Πεστά για 3. Εργάστηκε στο Γραφείο Επιθεωρήσεως στα Ιωάννινα και στη συνέχεια διετέλεσε Διευθυντής στο 2ο Σχολείο Ηγουμενίτσας. Αφού έγινε Επιθεωρητής Φιλιατών ολοκλήρωσε τη θητεία του στην Καπλάνειο Σχολή Ιωαννίνων.

Διακρίθηκε για το ήθος του και την παιδαγωγική του ικανότητα. Μετά τη συνταξιοδότησή του πέρασε τον περισσότερο καιρό στο Καπέσοβο. Αναμείχθηκε στα κοινά του χωριού του και διετέλεσε κοινοτικός σύμβουλος και μέλος της Εφοροεπιτροπείας του Κληροδοτήματος Πασχάλη.

Κατά την περίοδο της παραμονής του στα Πεστά προλόγισε κι επιμελήθηκε το βιβλίο «Η μάχη των Πεστών», το οποίο ιστόρησε ο Αθανάσιος Τριγωνίδης. Το  βιβλίο γνώρισε και δεύτερη έκδοση.

Βιβλιογραφία

Ντιναλέξης Απόστολος, Ελευθέριος Αν. Δούκας, Το Ζαγόρι μας, 247 (1998) 15

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 19

Ήταν ιερέας και διδάσκαλος από τα Άνω Πεδινά (Άνω Σουδενά). Εκπαιδεύτηκε πρώτα στη Σχολή Μπαλάνου στα Ιωάννινα, έπειτα στο Νεόφυτο Δούκα στο Βουκουρέστι, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ιταλία. Από εκεί επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου δίδαξε για πολλά χρόνια. Στη συνέχεια, εξακολούθησε το διδασκαλικό του έργο και σε άλλες περιοχές, όπως στο Μεσολόγγι και την Πάτρα. Διετέλεσε Διευθυντής στη Σχολή στις Κυδωνίες κι έπειτα δίδαξε στη Ριζάριο Σχολή μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ως διδάσκαλος των αρχαίων ελληνικών δεν περιοριζόταν στην ερμηνεία των λέξεων, αλλά επιχειρούσε να μεταδώσει στους μαθητές του το βαθύτερο περιεχόμενο των κειμένων των συγγραφέων. Μεταξύ των μαθητών του μνημονεύεται ο πολυμαθής γιατρός Παναγιώτης Λαζαράς. Ο Λαμπρίδης σημειώνει ότι ο Νεόφυτος Δόττος άφησε ένα σημαντικό έργο πάνω στα κείμενα του Θουκυδίδη.

Βιβλιογραφία

Λαμπρίδης Ιωάννης, Ζαγοριακά, οις προσετέθησαν και τινά περί Ηπείρου, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου της Αυγής, 1870, 248 – 262

Παπαζήσης Δημήτριος, Βιογραφική συλλογή λογίων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας (Ηπείρου – Θεσσαλίας – Μακεδονίας), Ηπειρωτική Εστία 25 (1976) 891

Ιερομόναχος που γεννήθηκε στο Μακρύνο Ζαγορίου. Υπήρξε μαθητής του Κοσμά Μπαλάνου. Ξεχώρισε στα γράμματα με αποτέλεσμα να διοριστεί δάσκαλος των ελληνικών στη Μπαλαναία Σχολή, όταν Σχολάρχης ήταν ο Κωνσταντίνος Καμινάρης. Κατόπιν παραιτήθηκε από τη θέση του κι έγινε ηγούμενος στο Μοναστήρι της Στούπαινας. Ως ηγούμενος αντιμετώπισε με θάρρος της πολιορκία και εισβολή των Αλβανών του Αλή Πασά. Ακολούθως, διετέλεσε πρωτοσύγκελλος Δρυϊνουπόλεως και Ιωαννίνων. Το 1838 ανέλαβε το ίδιο αξίωμα στη Θεσσαλονίκη όπου και πέθανε το 1844.

 

Βιβλιογραφία

Αραβαντινός Παναγιώτης, Βιογραφική Συλλογή Λογίων της Τουρκοκρατίας, εισαγωγή - επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, εκδ. Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1960, σελ. 56

Μέρτζιος Γεώργιος, Λόγιοι Ζαγορίσιοι επί Τουρκοκρατίας, Το Ζαγόρι μας, 129 (1988) 164

Παπαζήσης Δημήτριος, Βιογραφική συλλογή λογίων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας (Ηπείρου – Θεσσαλίας – Μακεδονίας), Ηπειρωτική Εστία 25 (1976) 756