Οι άνθρωποι

Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά καταγόταν από το Τσεπέλοβο Ζαγορίου. Ήταν γιος του Νικολάου Κ. Ράδου κι εγγονός του επαναστάτη Κ. Ράδου. Από το 1876 έως το 1880 φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή. Κατόπιν, σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών ως το 1885 και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Βουκουρέστι και το Παρίσι, όπου έγινε διδάκτορας το 1915.

Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην Αθήνα (1888-1891) και στη Ρουμανία, όπου υπήρξε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Πατρίς» του Μ. Σίμου και διετέλεσε Διευθυντής των «Συλλόγων» Βουκουρεστίου. Η μετακόμιση του Μ. Σίμου στην Αθήνα οδήγησε στην πρωτεύουσα και τον Ράδο, ο οποίος διορίστηκε Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Δοκίμων και το 1916, αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, δίδαξε ως Έκτακτος Καθηγητής στην έδρα Γενικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Από το 1924 αφοσιώθηκε στη συγγραφή και στη διαμόρφωση του Μουσείου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα εντάχτηκε στον κύκλο του Γεωργίου Μιστριώτη. Αρχικά, υποστήριξε την καθαρεύουσα εναντίον της δημοτικής, αλλά δεν κράτησε αδιάλλακτη στάση. Το 1895 δημοσίευσε το διήγημα «Didina» στο ημερολόγιο «Ποικίλη Στοά». Ακολούθως, εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων «Ναυτικά διηγήματα» στην καθαρεύουσα. Εντούτοις, είχε ήδη αρχίσει να στρέφεται στη δημοτική από το 1912 με το διήγημα «Ο πιλότος του Δαρ-Μπογάζ», το οποίο δημοσίευσε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Κωνσταντίνου Σκόκου. Στα κείμενά του κυριαρχεί η επίδραση από τις ιστορικές του μελέτες που καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής του παραγωγής. Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα του κειμένου :

«Είμεθα τώρα καταμεσής στον απέραντο κόλπο της Σκάλα - Νόβας, πάντα πλώρη στο Κουσάντασι. Αριστερά ο κάβο - Κόρακας, δεξιά η Ικαρία και η Σάμος και ανάμεσα νησιού και στεριάς αρχίζει να ξεχωρίζει η μπούκα του Δαρ - Μπουγάζ. Το φανάρι, πούναι απ’ έξω απ’ το Πόρ­το - Βαθύ, φέγγει πια καλά.

- Το φανάρι του Κότσικα! λέει ο καπετάν Χαραλάμπης και ετράβηξε δυνατά και γλήγορα - γλήγορα και πολλές φορές τον ναργιλέ του. Η διήγηση επλησίαζε:

- Για σας το φανάρι του Κότσικα – είπε - είναι ένα φανάρι της Παραπόλας και ο Κότσικας ένας κάβος όπως ο κά­βος Σηρόφης και ο κάβο - Πάπας. Για μένα όμως είναι δια­φορετικός, είναι ολόκληρη ιστορία. Δε θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω τον Μικόλα τον Φραγγιό απ’ το Κουσάντασι και τη φρεγάδα του Πατρονάμπεη, που βούλιαξε μπροστά στον Κότσικα, χωρίς το Φραγγιό, μια βραδιά του 24’. Σάμος και ελληνικός στόλος πέφταν στα χέρια του Καπουδάν - πασά. Καπτάν Νικόλας! Ήτανε Κουσαντασιανός. Μικρό, η φτώ­χια τον έκανε να πάει μεροκαματιάρης μέσα βαθιάστην Α­νατολή, ίσα με το Αφιόν Καρά - Χισάρ, φαντάσου! Γύρισε με κάτι παραδάκια, πήρε βάρκα, πήρε γυναίκα και έχτισε την καλύβα του στο γιαλό, κοντά στους ψαράδες, στο Ασλάν Μπουρνού, όχι μακριά απ’ το Κουσάντασι. Ψαράς και αυτός στην αρχή. Με την ψαρική όμως δεν έκανε μεγάλα πράματα, αλλά του χρησίμεψε να μάθει όλα τα νερά, όλες τις ξέρες, όλες τις κακοτοπιές, τα ρέματα από τον Τσεσμέ γύρω - γύρω, ως τους Φούρνους, και μεσα στό Δαρ - Μπογάζ, ως κάτω στο Μπουδρούμι· σιγά - σιγά, δεν περνούσε ξένο καράβι χωρίς να πάρει πιλότο τον καπετάν Νικόλα· γιατί ήταν και γλυκομίλητος, δεν ήταν αγρίμι σαν τους άλ­λους. Έτσι, λοιπόν, ο Φραγγιός έκανε τη δουλιά του, έχτισε σπίτι, και στην καλύβα, που της έθαβε ο άμμος τα παράθυ­ρα, έβαλε τον υποταχτικό του τον Γιώργη. Κι’ όλα πήγαιναν μπροστά. Ο ναύαρχος ο Φραντσέζος δεν έβγαινε απ’ τη Σμύρνη χωρίς να ζητάει τον καπετάν Νικόλα. Και το «καραβάνι της ανατολής» που ερχότανε δυο φορές το χρόνο απ' τη Μαρσίλλια στη Σκάλα - Νόβα, τον Φραγγιό ζήταγε για κάπο - πιλότο. Και δούλευε, δούλευε ο Νικόλας γιατ’ είχε δυο αγόρια και δυο κορίτσια ν’ αναστήσει, και το χειμώνα που χαλούσαν οι καιροί, βγαίναν οι φούστες, οι γαλιώτες κ’ οι ταρτάνες με τους κουρσάρους και λιγόστευαν οι δουλιές. Στο σπίτι του όλοι δουλεύανε, μικροί - μεγάλοι, πλέ­κανε δίχτια, κιούρκους, καλάθια, και πουλούσαν στο Κουσάντασι, στα Σώκια και στη Σάμο ακόμη μέσα, στο Τηγάνι. Όλα λοιπόν πήγαιναν καλά». 

Με τη μελέτη του «Ο Στέφανος Ξένος και το ιστορικό μυθιστόρημα» προσπάθησε να οριοθετήσει τη σχέση της ιστορίας με τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Το πεζογραφικό έργο του περιλαμβάνει αποκλειστικά διηγήματα. Τα περισσότερα αντλούν το θέμα τους από την ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα τη ναυτική, ενώ υπάρχουν, επίσης, διηγήματα ηθογραφικού προσανατολισμού και κάποια με θεματική από το χώρο του παραμυθιού.

Έργα του είναι τα :

Ιστορία του Ναυτικού των αρχαίων Ελλήνων (μετάφραση), Αθήναι 1890.

Το γλωσσικόν ζήτημα, Αθήναι 1890

Ο εν Γαλλία περί της ελληνικής γλώσσης αγών, Αθήναι 1891

Η Ρουμανία, Αθήναι 1892.

Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων Αγώνος (μετάφραση), Αθήναι 1894.

Ιστορία του Ναυτικού της Επαναστάσεως, Αθήναι 1894.

Διάλεξις περί Πολιτείας, Αθήναι 1894.

Μικρά συμβολή εις την ναυτικήν αρχαιολογίαν, Αθήναι 1896

Γενική Ιστορία του Ναυτικού, Αθήναι 1896.

Τα καταδρομικά της Κρητικής Επαναστάσεως 1866 – 1868, Αθήναι 1896.

Η Ναυτική τακτική των αρχαίων, Αθήναι 1898.

Ο Μιαούλης προ της Επαναστάσεως, Αθήναι 1898.

Περί της ανάγκης ιδρύσεως Γεωγραφικής Εταιρείας και εν Ελλάδι, 1901.

Οι Βασιλείς της Ρουμανίας, Αθήναι 1901.

Ιστορία των συγχρόνων πολεμικών στόλων, Αθήναι 1901.

Η Ναυτική Ιστορία, Αθήναι 1902.

Δανία και Δανοί, Αθήναι 1904.

Γεωγραφικόν Δελτίον της Ελλάδος, Αθήναι 1905.

Το Ελληνικό ναυτικό κατά τη διάρκεια του αγώνα της Α­νεξαρτησίας. Πυρπολικά και τακτική (στα γαλλικά), Αθή­ναι 1907.

Διηγήματα Ιστορικά και ηθογραφικά, Αθήναι 1910.

Περί τον θησαυρόν των Αντικυθήρων, Αθήναι 1910.

Ναυτικαί και αρχαιολογικαί σελίδες, Αθήναι 1910.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης ως ναυτικός, Αθήναι 1910.

Οι Μηδικοί πόλεμοι. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας. Το Βυζαν­τινό ναυτικό. Ο ρόλος της Ελλάδος κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (στα γαλλικά), Παρίσι 1915.

Υπομνήματα (Σπουδαί, διδασκαλία, έργα και κρίσεις περί αυτών, διπλώματα και τιμητικαί διακρίσεις [του Κ. Ράδου], Αθήνα: 1916,

Έλληνες στρατιωτικοί εν τη υπηρεσία του Μ. Ναπολέοντος, Αθήναι 1916.

Οι Σουλιώται και οι Αρματωλοί εν Επτανήσω, Αθήναι 1916.

Περί το στέμμα της Ελλάδος. Η απόπειρα των Ορλεανιδών (1825 - 1826), Αθήναι 1917.

Η αρπαγή της Γονζάγας (2 τόμοι), Αθήναι 1930.

Συμβολή Υψηλάντου εις την Μολδοβλαχίαν, Αθήναι

Βιβλιογραφία

Κραψίτης Βασίλης, Λόγιοι της Ηπείρου (1430-1912), Τόμος Α’, Αθήνα, 1979, 165

Βότσης (ναύαρχος), Μία εικοσιπενταετηρίς· Ο Κωνσταντίνος Ράδος ως ναυτικός ιστορικός, Αθήνα, Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1924.

Γιαννακός Ευρυπίδης, Ο εθνικός αγωνιστής Κωνσταντίνος Ράδος, Το Ζαγόρι μας, 40 (1981) 7

Ευαγγελίδης Τρύφων [Τ.Ε.Ε.], «Ράδος Κωνσταντίνος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 21, Αθήνα, Πυρσός, 1933.

Θεοδώρου Σάββας, Μνήμη Λογίων του Ζαγορίου του αιώνα που πέρασε, Το Ζαγόρι μας, 261 (2000) 10

Καλαντζοπούλου Βικτωρία, «Κωνσταντίνος Ν. Ράδος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Θ΄ (1900-1914), σ.378-402. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.

Λαζαρίδης, Κώστας Π., Ο εθνικός αγωνιστής Κωνσταντίνος Ράδος και οι εθνικοί ευεργέτες από το Τσεπέλοβο, Γιάννινα, Μικρή Ζαγοριακή Βιβλιοθήκη Αριθμ. 8, 1971

Λαμπρίδης Ιωάννης, Ζαγοριακά οις προσετέθησαν και τινά περί Ηπείρου / Υπό Ιωάννου Λαμπρίδου, δαπάνη Ιω. Κασσανδρέως. Εν Αθήναις : Εκ του Τυπογραφείου της Αυγής, 1870, 92 - 98

Ξ[ενόπουλος] Γρ[ηγόριος], Ο Κωνσταντίνος Ράδος ως λογοτέχνης, Νέα Εστία 100 (1931) 211-212.

Παπαζήσης Δημήτριος, Βιογραφική συλλογή λογίων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας (Ηπείρου – Θεσσαλίας – Μακεδονίας), Ηπειρωτική Εστία 27 (1978) 612

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 54 - 55

Τσουμάνη – Γιαννάκη Λένα, Επιφανείς Τσεπελοβίτες, Βασίλειος Ράδος, ο Μάρτυρας – Κωνσταντίνος Ν. Ράδος, ο Φιλικός, Εν Τσεπελόβω, 8 (2011) 4 - 7

Τσουμάνη – Γιαννάκη Λένα, Επιφανείς Τσεπελοβίτες, Κωνσταντίνος Ράδος, ο ιστορικός, ο ναυτικός, ο διηγηματογράφος, Εν Τσεπελόβω, 11 (2012) 3-5

Γεννήθηκε στο χωριό Λάιστα Ζαγορίου. Σε ηλικία 5 ετών μετακόμισε με τη μητέρα του στην Καβάλα, όπου είχε ήδη εγκατασταθεί κι εργαζόταν ο πατέρας του. Ασχολήθηκε από μικρός με τη δημοσιογραφία και υπήρξε ανταποκριτής πολλών εφημερίδων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Το 1922 εξέδωσε μαζί με τον Γρ. Βικιρετζή την «Καμπάνα», την πρώτη εικονογραφημένη εφημερίδα στην Καβάλα και το 1926 την εβδομαδιαία εφημερίδα «Ο χρόνος», η οποία έκλεισε το 1930. Ακολούθησε η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος». Το 1931 ανέλαβε μαζί με τους Ιωάννη Μουτσοκάπα και Νικόλαο Αξαρλή την εφημερίδα «Ταχυδρόμος», την οποία είχαν ιδρύσει λίγο νωρίτερα οι Μήτσος Αθανασιάδης, Νικόλαος Αξαρλής και Ιορδάνης Βλάχος. Η επανίδρυση της εφημερίδας και η καθημερινή κυκλοφορία της αποτέλεσε σταθμό για τον τύπο της πόλης. Ο Ιωάννης Πριμικίδης υπήρξε Διευθυντής της εφημερίδας, ο Ιωάννης Μουτσοκάπας διαχειριστής και ο Νικόλαος Αξαρλής αρχισυντάκτης. Η συνεργασία των τριών διατηρήθηκε μέχρι το θάνατό τους. Η εφημερίδα κέρδισε την εκτίμηση όχι μόνο των κατοίκων της Καβάλας αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης.

Παράλληλα, ο Πριμικίδης με τις επαφές του με πολιτικούς παράγοντες επηρέασε τις εξελίξεις και τα πολιτικά πράγματα της πόλης. Ο πόλεμος του 1940 τον οδήγησε στην αυτοεξορία του στη Βέροια προκειμένου να αποφύγει τη Βουλγαρική Κατοχή. Επέστρεψε στην Καβάλα το 1945 και βρήκε μια πόλη οικονομικά κατεστραμμένη από τον πόλεμο. Ο Πριμικίδης αφιερώθηκε στην οικονομική ανάσταση της πόλης αναλαμβάνοντας την προεδρία του Λιμενικού Ταμείου Καβάλας. Ισοπέδωσε το χερσαίο ανατολικού τμήμα του λιμανιού και δημιούργησε ευρείς δρόμους και πολλά οικόπεδα για ανοικοδόμηση. Κατόπιν, εκποίησε τα οικόπεδα παρέχοντας ευκολίες πληρωμής σε επιχειρηματίες. Το ίδιο έπραξε και σε άλλα σημεία της πόλης συμβάλλοντας στην εκβιομηχάνισή της. Έτσι, ξεκίνησε αμέσως η ανοικοδόμηση, δημιουργήθηκαν εργοστάσια και βιοτεχνίες που απασχόλησαν χιλιάδες εργαζομένους ανεξάρτητα από πολιτικά κριτήρια και παρουσιάστηκε έκρηξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην Καβάλα. Ενδεικτικά αναφέρονται η ανέγερση της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων, η κατασκευή της Ιχθυόσκαλας, η δημιουργία του Κόμβου Φαλήρου και του ομώνυμου Πάρκου και Αθλητικού και Κοινωνικού Κέντρου, η ανέγερση του νέου Μουσείου, του Πολυϊατρείου του ΙΚΑ, του Διοικητηρίου, του ΚΤΕΛ, της Στρατιωτικής Λέσχης, του Ταχυδρομικού Μεγάλου και του Μεγάρου του Λιμενικού Ταμείου, του οποίου διετέλεσε Πρόεδρος για 40 χρόνια.

Επίσης, υπήρξε Πρόεδρος της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Επαρχιακών Εφημερίδων, Πρόεδρος του Τοπικού Προσκοπικού Συνδέσμου Καβάλας, εμπνευστής και ιδρυτής του Μορφωτικού και Αθλητικού Συλλόγου «Αισχύλος».

Παράλληλα, αναζήτησε την έκφραση μέσα από το θεατρικό λόγο. Εξέφρασε τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής του αλλά και τις ιδέες και τις ανησυχίες του μέσα από τα κείμενά του. Έγραψε θεατρικά έργα, τα οποία είχαν ανέβει από τον «Αισχύλο» κι άλλους θεατρικούς συλλόγους της εποχής του, όπως ο Καλλιτεχνικός Όμιλος Καβάλας. Αναλάμβανε ο ίδιος την επιμέλεια των παραστάσεων. Σημαντικότερη είναι η «Θεατρική Τριλογία» του, η οποία αποτελείτο από τις οπερέτες – όπως τις ονόμαζε ο ίδιος – με τίτλους «Ασπρούλα», Γκιουλινάρ» και «Ο Μαχαραγιάς Αρανταμπούλ». Άλλο θεατρικό του είναι το «Έτσι θα συνέβαινε και σήμερα». Επίσης, δικό του είναι το πόνημα «Γυμνάσιος Λαυριώτης, η ζωή του και 304 συνταγές του».

Βιβλιογραφία

Πέγιου Ευθυμία Γ., Βόλτα στην Καβάλα του χθες, Ψηφίδες Ιστορίας 1922-1960, Εκδ. Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, 2010

Γεννήθηκε στην Αρίστη Ζαγορίου. Τα στοιχεία που διασώζονται γι’ αυτόν είναι ελάχιστα και περιορίζονται σε όσα καταγράφει η νεκρολογία του, η οποία δημοσιεύτηκε στη «Φωνή της Ηπείρου την 1η Αυγούστου 1897. Σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή και δίδαξε για πολλά χρόνια στο Ζαγόρι. Έπειτα δίδαξε στη Μακεδονία, στο Αϊδίνιο και στη Σμύρνη, όπου παρέμεινε για είκοσι χρόνια στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο και στα Ιδιωτικά Εκπαιδευτήρια του Αρών. Στη Σμύρνη κέρδισε την εκτίμηση όλων και εξέδωσε μεγάλη αριθμητική, η οποία χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα ελληνικά σχολεία της Ανατολής. Έπασχε από διαβήτη και ο θάνατός του ήταν αιφνίδιος.

Βιβλιογραφία

Πέτσας Φ. Μ. – Σαραλής Γ. Α., Αρίστη και Δυτικό Ζαγόρι, Αθήναι 1982, 322

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 53

Έμπορος από το Σκαμνέλι. Έγραψε τα βιβλία «Διατριβή εις την παλαιάν ιστορίαν της Ηπείρου» (1820) και «Γενική Ιστορία εκ διαφόρων παλαιών και νέων ιστορικών συνερανισθείσα και συνταχθείσα εν επιτομή» (1820).

Βιβλιογραφία

Παπαδόπουλος Βρετός Ανδρέας, Νεοελληνική Φιλολογία : ήτοι κατάλογος των από πτώσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι εγκαθιδρύσεως της εν Ελλάδι βασιλείας τυπωθέντων βιβλίων παρ' Ελλήνων εις την ομιλουμένην, ή εις την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν / συντεθείς υπό Ανδρέου Παπαδοπούλου Βρετού, T. B'. Εν Αθήναις: Τύποις και αναλώμασι Λ. Δ. Βιλαρά και Β. Π. Λιούμη, 1857, 322

Παπαζήσης Δημήτριος, Βιογραφική συλλογή λογίων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας (Ηπείρου – Θεσσαλίας – Μακεδονίας), Ηπειρωτική Εστία 27 (1978) 607

Παπακώστας Άγγελος Ν., Η συμβολή του Ζαγορίου στην Επανάσταση του Εικοσιένα, Νέος Κουβαράς 3 (1965) 1966, 12-88

Παρανίκας Ματθαίος Κ., Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από Αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ') εκατονταετηρίδος, Εν Κωνσταντινουπόλει : Εκ του Τυπογραφείου Α. Κορομηλά, 1867, 71

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 53

Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1905. Η καταγωγή του ήταν από τη Λάιστα της Ηπείρου. Το 1912 λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και της Βουλγαρικής κατοχής επέστρεψε στο χωριό της καταγωγής του. Το 1913 μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στα Ιωάννινα, όπου ο Γεώργιος τελείωσε το Σχολαρχείο. Το 1920, όμως, μετά την απελευθέρωση της Θράκης επέστρεψαν οικογενειακώς στην Κομοτηνή. Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο το 1923 και στη συνέχεια παρακολούθησε μια εμπορική σχολή στη Θεσσαλονίκη. Το διάστημα από το 1928 ως το 1930 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στα Ιωάννινα. Το 1933 επέστρεψε στην Κομοτηνή, όπου παρέμεινε μέχρι το 1940 απασχολούμενος στις επιχειρήσεις του πατέρα του και στο Δήμο Κομοτηνής. Η Βουλγαρική Κατοχή του 1941 τον ανάγκασε να μετακομίσει οικογενειακώς στην Αθήνα. Εκεί έλαβε μέρος στους αγώνες του ΕΑΜ. Μετά τον Εμφύλιο παρέμεινε στην Αθήνα εργαζόμενος σε οικονομικές υπηρεσίες διαφόρων εταιρειών. Έκανε σπουδές στην πολιτική οικονομία και στράφηκε προς τις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, την ιστορία και τη φιλοσοφία. Εργάστηκε ως ερευνητής στο κέντρο Μαρξιστικών ερευνών στο φιλοσοφικό τμήμα και υπήρξε οργανωτής στο «Κέντρο Πολιτισμού Δημήτρης Γληνός».

Άρχισε να γράφει και να δημοσεύει τα πρώτα του ποιήματα στη δεκαετία του 1920 σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Πολλά λυρικά και επικολυρικά ποιήματα καθώς και λογοτεχνικά και πολιτικά άρθρα του δημοσιεύτηκαν στον τύπο και στην επόμενη δεκαετία.

Από τις ποιητικές του συλλογές ξεχωρίζουν οι «Γλυκοχαράζουν τα βουνά…» και «Νέοι Σκοποί». Επίσης, συνέγραψε τα βιβλία «Το ξύπνημα της κοιμισμένης γης», «Το ξύπνημα των μαζών και η αφασία της διανόησης» και το «ένα δέντρο απλώνει τα κλαριά του».

Παρατίθεται ένα απόσπασμα από το έργο του :

«Ο Καπετάν - Μιχάλης ο Ζορμπάς είχε ριζώσει σαν πλάτανος στο χωριό του. Κανένας δεν ήξερε ίσαμε που έφταναν οι ρίζες του. Μόνο τα κλαριά του απλώνανε και όλο απλώνανε. Υποχθόνιοι θεοί, πάπποι, προσπάπποι, ο τάδε και ο δείνα, λέγανε οι θρύλοι, θρέφανε τις ρίζες της γενιάς του. Βύζαινε σαν παράξενο θεριό το χώμα της πατρίδας του.

  Ο Αλή - Πασάς τον κάλεσε στα Γιάννινα να προσκυνήσει. Μα οι στέρεες πατούσες του ήτανε δύσκολο να ξεκολλήσουν από το μετερίζι τους. Εκατοχρονίτης κόντευε, δημογέροντας του Ζαγοριού.

  Σαρανταπέντε χωριά της Πίνδου, ανυπότακτα, από το Μιτσικέλι και τον Βίκο έως τον Αώο και την Γκαμήλα του Παπίγκου θεμέλιωσαν, με σουλτανικό φιρμάνι, μια στέρεη αυτοδιοικούμενη περιοχή.

  Το Ζαγόρι «πρώτο στ’ άρματα πρώτο και στα γράμματα». Δάσκαλοι του γένους και πλούσιοι ευεργέτες από την ξενιτιά χτίζανε σχολειά και κάστρα. Αρχοντόσπιτα, πέτρα πελεκητή, σχιστόλιθη σκεπή, σιδηρόφρακτα παράθυρα. Αυλόπορτες βαριές με πλατυκέφαλα γυφτοκάρφια. Μπρούντζινες συμβολικές διακοσμήσεις λογιών - λογιών σφυροκοπούσε το μυστικό καμίνι του Έθνους. Δικέφαλους αετούς και πυρόγλωσσους δράκους. Σταυρωτά σπαθιά και ξίφη για οικόσημα. Αλλες μεσόπορτες του σπιτιού με σιδηρένια αντιστύλια και ξύλινους περάτες. Μέσα από διπλότοιχους φιδοσέρνονταν ψημένοι κορμοί δέντρων να αμπαρώσουν το βιός τους. Αγκωνάρια πελεκητά με διασταυρούμενες πολεμίστρες παράστεκαν στο βουερό μελισσολόι της πατριαρχικής εκείνης οικογένειας των δύσκολων καιρών. Τα αρχοντοχώρια του Ζαγοριού λουφάζανε, πέτρινοι δράκοι, μέσα στην άγρια φύση της Πίνδου και στο σκλαβωμένο περίγυρο του Γιαννιώτικου κάμπου και των βορειοηπειρωτικών προσβάσεων. Στοιχειωμένα πέτρινα γιοφύρια με βυζαντινές καμάρες που αγκαλιάζανε βράχους και αντίβραχους σφιχτοδένανε την στρατηγική διάταξη του πολύπτυχου ορεινού τοπίου.

  Σας μιλάω για τα πατρογονικά μου, μα ίδια πάνω - κάτω ήτανε όλα τα χωριά του Ζαγοριού. Πεζουλωτές συνοικίες, που κατηφορίζανε - παραταγμένες μακεδονίτικες σάρισσες έτοιμες για τη μάχη, ψηλά κατάψηλα, από τον Αη-Γιάννη ίσαμε χαμηλά στους καβαλάρηδες, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη, τα δυο άγρυπνα ξωκκλήσια στο έμπα του χωριού μας, Βιγλάτορες κλησάρηδες φυλάγανε το άσβεστο φως των καντηλιών μέρα και νύχτα.

  Αμπέλια και τριφύλλια ήμερα ζώνανε στα χθαμαλά της ποταμιάς. Ένας ύπουλος ξηροπόταμος, στις βαρυχειμωνιές χώριζε - κατακλυσμός - για μήνες τα ψηλοκρεμαστά χωριά του Ζαγοριού από τα Γιάννινα και τα Γρεβενά. Κατεβασιές από κοτρωνολίθαρα ξεθεμέλιωναν, καθώς έλιωναν τα χιόνια, αναχώματα και ξύλινα γιοφύρια. Η θολή νεροποντή τραβούσε οργισμένη κατά τη θάλασσα. Γίδια, βόδια, κάποτε και ανθρώπους τους ταξίδευε ο ποταμός στο κόσμο του χαμού. Μόνο οι βυζαντινές καμάρες άντεχαν, των πέτρινων γεφυριών, πιστοί οροφύλακες στα καίρια σημεία της παλιάς Εγνατίας οδού».

 

Γεννήθηκε στο Μεσοβούνι Ζαγορίου. Αφού έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στο τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του, φοίτησε για δύο χρό­νια στο Σχολαρχείο της Ζωσιμαίας Σχολής και για ένα χρόνο στο Σχολαρχείο των Τσαραπλανών στο Βασιλικό. Κατόπιν, γρά­φτηκε στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου της Ζωσιμαίας, αλλά διέκοψε για να σπουδάσει στην Εμπορική Σχολή Ιωαννίνων. Έπειτα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος, συμμετέχοντας στα «κοινά» των Ηπειρωτών. Υπήρξε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών και του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Ζαγορισίων. Διετέλεσε Πρόεδρος της Αδελφότητας Μεσοβουνίου, η οποία παρουσίασε πολιτιστικό έργο και ανήγειρε μαρμάρινο ηρώο για τους συμπατριώτες που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Εξαιτίας των δημοκρατικών του αρχών διώχτηκε από τη δικτατορία της 4ης Αυγού­στου.

Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά του χρόνια δημοσιεύοντας μικρά ευθυμογραφήματα άλλοτε με ψευδώνυμο και άλλοτε επώνυμα σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1934 με διηγήματα και μελέτες που δη­μοσιεύτηκαν σε διάφορα ηπειρωτικά έντυπα, όπως «Ηπειρωτική Φω­νή», «Εθνικός Κήρυκας», «Ήπειρος», «Ηπειρωτικά Νέα», «Ηπειρωτικό Μέλλον», «Πρωινός Λόγος», «Παρατηρητής», «Θεσπρωτικά Νέα», «Ηπειρωτικός Αγων», «Πρωϊνά Νέα», «Το Ζαγόρι μας» καθώς και στα περιοδικά «Εικόνες της Ηπείρου», «Πυρσός της Βορείου Ηπείρου», «Ελεύθερο Πνεύμα», «Δειπνοσοφιστές» κλπ.

Στα έργα του εντάσσονται τα : «Καλπάκι - Καλαμάς», θεατρικό έργο, 1948, «Πριν από το Ηλιο­βασίλεμα», διηγήματα, 1969, «Ταβέρνα η Ευτυχία», διηγήματα, 1970, «Το Άλ­σος των Απομάχων», διηγήματα, 1972, «Μια ιστορία από τα Γιάννινα», μυθιστό­ρημα, 1974 «Προ του φοβερού Βήματος», χιουμοριστικά διηγήματα, 1975, «Αν­θρώπινη μοίρα», διηγήματα, 1976, «Δίψα ζωής», κοινωνικό μυθιστόρημα, 1976, «Το φάντασμα του Άουσβιτς», διηγήματα, 1977, «Η Πηνελόπη σε Ηπειρωτικό χωριό», θεατρικό, 1978, «Ζητούνται άνθρωποι», διηγήματα-νουβέλα, έκδοση 1980, «Η νοστιμιά των απαγορευμένων», ευθυμογραφήματα, έκδοση 1981.

Τα κείμενά του διακρίνονται από μια ζωντανή γλώσσα κι εκφράζουν μια πηγαία ανθρωπιά. Αναζητά την ανθρώπινη τελείωση ψυχογραφώντας τους χαρακτήρες του. Μεταφέρει με ρεαλισμό ιστορικά, ηθογραφικά, κοινωνικά και πνευματικά στοιχεία από τον Ηπειρωτικό χώρο και καλλιεργεί τη συνέχεια της παράδοσης σε μια εποχή ανακατατάξεων και μετακινήσεων των πληθυσμών.

Παράλληλα, ασχολήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία και με το θέατρο. Το έργο του «ΚΑΛΠΑΚΙ-ΚΑΔΑΜΑΣ» παίχτηκε στο κινηματοθέατρο «ΠΑΛΛΑΣ» Αθηνών το 1947 από επαγγελματίες ηθοποιούς καθώς και σε σχολικές γιορτές και σε στρατιωτικές μονάδες της επαρχίας. Το τετράπρακτο δραματικό έργο του «ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΙΑ» παίχτηκε με επιτυχία στο Θέατρο Αργυροπούλου το 1956 και άλλα 15 περίπου μονόπρακτα παίχτηκαν από επαγ­γελματίες ηθοποιούς κατά τη διάρκεια καλλιτεχνικών και πατριωτικών εκδηλώσεων μεγάλων Ηπειρωτικών Οργανώσεων σε Αθηναϊκά θέατρα και στο Δημοτικό Θέα­τρο Πειραιώς.

Η Πολιτεία αναγνωρίζοντας την προσφο­ρά του στα Γράμματα του χορήγησε ισόβια τιμητική σύνταξη από το Δεκέμβριο του 1976. Έλαβε κι άλλες τιμητικές διακρίσεις για το έργο του. Το 1977 βραβεύτηκε το διήγημά του «Το Φά­ντασμα του Άουσβιτς» και ένα χρόνο αργότερα το δραματικό του μονόπρακτο «Τα Κούτσουρα» σε θεατρικό διαγωνισμό. Το 1981 έλαβε τον πρώτο έπαινο για το διήγημά του «Η Ανάσταση της Αγά­πης» στο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ηπειρω­τικής Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και τον ίδιο χρόνο του απονεμήθηκε τιμητική περγαμηνή από το Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών.

Παρατίθεται ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενό του «Όταν έσβησε η ελπίδα» :

«Τον άλλο χρόνο, δεύτερη μέρα του Πάσχα ήταν, πούγινε ο γάμος της Βασιλικής μ’ ένα λεβεντόπαιδο του χωριού. Της Μαρίας πολύ της στοίχισε. Αλλά δεν τόδειξε. Έπνιξε τον πόνο μέσα κι’ έδωκε ανοιχτόκαρδα την ευχή της στη γειτόνισσα και στα νιόπαντρα.

- Βγενία, της είπε έν’ αποιμεσήμερο, που καθόντουσαν στη ρούγα του σπιτιού, εσύ ξέρεις όλα τα ντέρτια μου, τους καημούς μου κι’ όλες τις φουρτούνες της ψυχής μου. Νιες χηρέψαμαν... Ολημερίς βλεπόμα­σταν, λέγαμαν τον πόνο μας και πασκίζαμαν μοναχές μας να παρηγο­ρηθούμε και να κάνουμε κουράγιο... Η αλήθεια είναι, σεκλετίστηκα που δεν έκανα νύφη τη Βασιλική, αλλά δε μπορούσε να γίνει κι’ αλλιώτικα. Να που ο γιος μου αργεί να γυρίσει... Αλλά κι ο Χρήστος είναι καλό παιδί, ίδιος ο Αντρέας μου. Να ζήσεις να τα χαίρεσαι και να φτυχίσεις να δεις καινούρια κλωνάρια...

Της χούφτασε τα χέρια και τάσφιξε με θέρμη.

Η Αννούλα σου όμως είναι δική μου!... Μη μου πεις όχι... Ο Αντρέας μου θα γυρίσει. Και θα συμπεθεριάσουμε και θάμαστε σαν α­δερφές. Ακούς Βγενία μου;

Τα μάτια της είχαν βουρκώσει και περίμενε μ’ αγωνία ν’ ακούσει τον καλό λόγο από τα χείλια της γειτόνισσας.

Η άλλη, πιέζοντας τον εαυτό της να μη προδοθεί πως και το δεύ­τερο συνοικέσιο είναι καταδικασμένο, της χαμογέλασε σκουπίζοντας βιαστικά δυο καυτά δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια της.

- Ναι, Μαρία μου, θα συμπεθεριάσουμε... Κάνε υπομονή...

Ένα άστραμα ελπίδας φώτισε τότε τα νοτισμένα μάτια της και το χλωμό πρόσωπό της πήρε χαρούμενη όψη.

- Φχαριστώ, Βγενία!... Φχαριστώ!...»

Βιβλιογραφία

Θεοδώρου Σάββας, Μνήμη Λογίων του Ζαγορίου του αιώνα που πέρασε, Το Ζαγόρι μας, 262 (2000) 10

Κραψίτης Βασίλης, Λόγιοι της Ηπείρου (1430-1912), Τόμος Α’, Αθήνα, 1979, 405-406

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 52

Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 361 - 362

Γεννήθηκε στην Αρίστη Ζα­γορίου, όπου φοίτησε στο Δημοτικό και το Σχολαρχείο. Τελείωσε το Γυμνάσιο και τη Φιλοσοφική Σχο­λή στη Θεσσαλονίκη παίρνοντας πτυχίο Αρχαιολογίας το 1939. Γνώριζε άριστα αγγλικά, γαλλικά, γερμα­νικά. Υπηρέτησε ως διμοιρίτης στον πόλεμο του ’40 και έλαβε ως παράσημο τον Πολεμικό Σταυρό Β' τάξεως. Το διάστημα 1951-1953 σπούδασε στο Καίμπριτζ, ως υπότροφος του Βρετανικού Συμβουλίου, και από το 1961 ως το 1962 στην Αμερική, ως υπό­τροφος Φουλμπράϊτ. Υπήρξε βοηθός του Καθηγητού Κωνστα­ντίνου Ρωμαίου και άρχισε την ανασκαφή στη Βεργίνα. Εργάστηκε ως Επιμελητής και Έφορος Αρχαιοτήτων σε διάφορες περιοχές και υπήρξε Καθηγητής και Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το 1975 επέστρεψε στις έρευνές του στη Βεργίνα, στη Βέροια, στη Νάουσα, στην Πέλλα, στη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική και αλλού.

Υπήρξε μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών του Ινστιτούτου Μελετών Ιονίου και Αδριατικού χώρου και της Εταιρείας Θρακικών Μελετών, Πρόεδρος της Περιηγητικής Λέ­σχης Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, συνεκδότης του περιοδικού «Μα­κεδονικά» και εκδότης του περιοδικού «Ήπειρος» κλπ. Παράλληλα, ήταν ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Εταιρείας για τη μελέτη των Ελληνορωμαϊ­κών Ψηφιδωτών, του γερμανικού και του αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, του Διοικητικού Συμβουλίου της Διε­θνούς Εταιρείας για τη μελέτη των Ελληνο­ρωμαϊκών Επιγραφών, του Ινστιτούτου Προχωρημένων Σπου­δών του Πρίνστον.

Δημοσίευσε πολλές εργασίες αρχαιολογικού περιεχομένου στα ελληνικά και σε ξένες γλώσσες. Οι μελέτες του για την Πέλλα, όπου έκανε ανασκαφές από το 1957 έως το 1969, συγκεντρώθηκαν σε ένα τόμο. Σημαντικό είναι το έργο του «Τάφος των Λευκαδίων». Εξέδωσε σε συνεργασία με το Γιάννη Σαραλή το «Αρίστη και Δυτικό Ζαγόρι», που αφορά στην ιστορία της πατρίδας του.

Από το έργο του αναφέρονται τα :

Μυκηναϊκά όστρακα εκ Κοζάνης και Παιονίας, Αθήναι 1956.

Ανασκαφή αρχαίου νεκροταφείου Κοζάνης, Αθήναι 1965.

Ανασκαφή μεγάλου Μακεδονικού τάφου παρά τα Λευκάδια Ναούσης, Αθήναι 1965.

Ο Μακεδονικός τάφος παρά το χωρίον Τούμπα Παιονίας, Αθήναι 1965.

Ανασκαφαί Ναούσης, Αθήναι 1966.

Ανασκαφαί Κοζάνης, Αθήναι 1966.

Ανασκαφαί Ναούσης κατά το έτος 1966, Αθήναι 1966.

Αρχαιότητες και μνημεία Δυτικής Μακεδονίας, Αθήναι 1966.

Ο τάφος των Λευκαδίων, Αθήναι 1966.

Σύμμεικτα, Θεσσαλονίκη 1970

Στοιχεία κλασσικής αρχαιολογίας (τεύχος Α'), Ιωάννινα 1973

Ανασκαφή Ρωμαϊκής Νικοπόλεως, Αθήναι 1974.

Χρονικά αρχαιολογικά 1968 - 1970, Θεσσαλονίκη 1974.

Έρευνες στη Μακεδονία, Αθήναι 1977.

Σημειώσεις τουριστικής Γεωγραφίας, Θεσσαλονίκη 1979

Σημειώσεις κλασσικής Αρχαιολογίας και μνημειακής τοπογραφίας, Θεσσαλονίκη 1979

Οι χρονολογημένες επιγραφές από ιερό της μητρός Θεών αυτόχθονος στη Λευκόπετρα, Αθήνα 1981

Δελφοί (στα αγγλικά), Αθήνα 1981

Αρίστη και Δυτικό Ζαγόρι (με συνεργασία Γ. Σαραλή), Αθήνα 1982

Αδημοσίευτα αρχαιολογικά ευρήματα Αχαΐας, Αθήνα 1981-1982

Μήτηρ Θεών αυτόχθων, Θεσσαλονίκη 1983

 

Βιβλιογραφία

Φ. Μ. Πέτσας – Γ. Α. Σαραλής, Αρίστη και Δυτικό Ζαγόρι, Αθήνα 1982, 324 - 331

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 51 - 52

Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 359 - 360

Καταγόταν από τη Βωβούσα Ζαγορίου. Ήταν φυσιοθεραπευτής που ήρθε από την Αμερική όπου σπούδασε και προκάλεσε αίσθηση στην Ελληνική κοινωνία με τα βιβλία και τις διαλέξεις του. Εφάρμοσε θεραπευτικές μεθόδους στηριγμένες στη νηστεία για αποτοξίνωση και διόρθωση της λειτουργίας του εντέρου, αλκαλική διατροφή για διόρθωση και άνοδο του ph στο αίμα, σαν μέσο πρόληψης, σωματική άσκηση για την σωστή λειτουργία των μυών και την αποβολή μέσω καύσεων των τοξινών από τον οργανισμό, αεροθεραπεία μέσω της έκθεσης του ανθρώπου στο καθαρό περιβάλλον, ηλιοθεραπεία μέσω της έκθεσης στον ήλιο με μέτρο αλλά σταθερά όλες τις εποχές του χρόνου. Οι απόψεις του είχαν απήχηση στην κοινωνία της εποχής και τα βιβλία του εισήχθησαν στα σχολεία και στις στρατιωτικές σχολές, ενώ η κυβέρνηση Μεταξά ενθάρρυνε τον Ηλία Πέτρου να υλοποιήσει πολλά από τα σχέδια του, ώστε να αποκτήσει ο Ελληνικός λαός την πραγματική υγιεινή θεραπευτική μέθοδο η οποία δεν στηρίζεται σε φάρμακα.  

Συνέγραψε τα ακόλουθα βιβλία :

Φυσική Υγιεινή, Αθήναι 1935

Υγιεινή και θεραπευτική δίαιτα, Αθήναι 1936

Σεξουαλισμός, Αθήναι 1936

Γυμναστική και υγεία, Αθήναι 1937

Φυσιοθεραπευτική, Αθήναι 1937

Υγιεινή μαγειρική, Αθήναι 1938

Σταφυλοθεραπεία, Αθήναι 1938

Πως πρέπει να τρέφεσθε, Αθήναι 1938

Βιβλιογραφία

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 50 - 51

Καταγόταν από τη Βωβούσα Ζαγορίου. Ο ίδιος περιγράφει τη γέννησή του με τα ακόλουθα λόγια : «Την Πρωταπριλιά του 1899 παραβίασα την πύλη της μήτρας της μάνας μου, αποτολμώντας να βγω και να εμπλακώ στον διάπλατο κόσμο. Πάτησα και στο μαστό της μάνας μου, γιατί μου ήταν εμπόδιο στο δρόμο μου». Από μικρή ηλικία ήταν ανατρεπτικός και σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του θέλοντας να ταξιδεύσει στην Αμερική. Τελικά τα κατάφερε με την οικονομική υποστήριξη του παππού του κι έφυγε για την Αμερική στην ηλικία των 16 ετών.

Δοκίμασε να ζήσει στην Καλιφόρνια μια εντελώς φυσική ζωή, πειραματιζόμενος ακόμη και με τα όρια της ανέχειας. Εργαζόταν περιστασιακά μόνο για να καλύπτει τις ανάγκες του, διάβαζε κι έπαιζε βιολί. Μαζί με το φίλο του Άγγελο Μόδη, ο οποίος είχε παρόμοιες ιδέες με αυτόν, ταξίδεψαν στην Πολυνησία. Όταν τελείωσαν τα χρήματα επέστρεψαν στην Αμερική, όπου στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Πέτρου τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα ως βοηθητικός φαντάρος, γεγονός που του εξασφάλισε μια μικρή σύνταξη. Επέστρεψε στην Ελλάδα δύο φορές, το 1931, προκαλώντας με την εκκεντρική για την εποχή εμφάνισή του τόσο στη Βωβούσα όσο και στην Αθήνα, και το 1965. Αφιέρωνε το χρόνο του σε ατελείωτους περιπάτους στη φύση.

Άρχισε να καταγράφει άτακτα τις σκέψεις του, τους οραματισμούς και τις ιδέες του κυρίως στα αγγλικά, τα οποία μετέφρασε ο Γιάννης Πέτρου - Πινδέας. Στις 330 περίπου σελίδες δεν έβαλε ούτε τίτλο, ούτε το όνομά του. Έγραψε μόνο «by anonymous universal son». Ο Γιάννης Πινδέας πρόσθεσε τον τίτλο «Πνευματικό Οδοιπορικό» προσθέτοντας και το όνομα του συγγραφέα.

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κείμενο:

«Αντοχή σαν τη δική μου μπορεί να κρατήσει αράγιστη την καρδιά, ενώ την έλκουν, από δυο μεριές, η Ανατολή και η Δύση, με τόση δύναμη.

Τώρα είμαι θεατής του δράματος, στο οποίο εγώ επίσης έπαιξα ρόλο ηθοποιού.

Δέξου τα πράγματα έτσι όπως είναι, για να παίζεις με αυτά ή να τα αντέχεις. Το όνειρο πρέπει να μεταδοθεί, έστω κι’ αν χρειαστεί μόνος μου να ενεργήσω.

Ακόμη κι εσύ, αδελφέ Άγγελε, δεν μπορεί ν’ ακολουθήσεις. […]

Δεκατρείς μέρες τρομερού πόνου. 14 - 7 - 31

Κι άλλη μια φορά στο Hood. Στο περιβόλι του Gamo, που κάποτε (1922) ήταν ένα καρπερό δενδροκομείο, αλλά που τώρα έχει ξεπέσει. Κατακουρασμένος, καταπονεμένος, ξαπλώνω στη γη, κάτω από μια κερασιά. Κυττάζοντας τις γύρω μου κερασιές, που κατάντησαν σκελετοί στην ελεεινή κατάστασή τους, αναπολώ τον περασμένο καιρό, όταν τα ίδια αυτά δένδρα ήταν τέλεια : ψηλά, γερά, καλοκαμωμένα, κι’ εγώ ανέβαινα ως την κορφή τους, σκαρφαλώνοντας σαν πουλί. Ενώ τώρα δεν μπορώ μηδέ να περπατήσω καλά στο έδαφος. Ω! Πως, έστω και για μια στιγμή, όλη η Δημιουργία μου φάνηκε μάταιη!»

Βιβλιογραφία

Πέτρου Γιώργης, Πνευματικό Οδοιπορικό του ανήσυχου και νοσταλγού Ηπειρώτη «Αμερικανού» Γιώργη Πέτρου (1899 – 1967), Γιάννινα 1987

Πινδέας – Πέτρου Γιάννης, Anonymous universal son. Βιογραφικά ενός…ανώνυμου συγγραφέως, Ηπειρωτική Εταιρεία 122 (1986) 431 - 437

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 50  

Γεννήθηκε στη Βωβούσα Ζαγορίου. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του κι ακολούθως φοίτησε στο Αγροτικό Οικοτροφείο Ιωαννίνων και σε Γυμνά­σιο των Αθηνών. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου. Έφυγε στο εξωτερικό, στη Βενεζουέλα και την Αργεντινή και τελικά στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Κήρυξ» και την «Ατλαντίδα», της οποίας υπήρξε Διευθυντής. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1978 κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Υπήρξε στενός συνεργάτης και βασικός συντάκτης της «Ηπειρωτικής Εταιρείας» γράφοντας με το όνομα Γιάννης Πινδέας.

Έγραψε τα έργα:

Φλογέρα (Βουκολικά τραγούδια), Αθήνα 1936.

Πνευματικό Οδοιπορικό (μετάφραση, επιμέλεια, σχόλια Γιάννη Πέτρου-Πινδέα). Γιάννινα 1987.

Λουλούδια του Πίνδου, Αθήνα 1994.

Παραθέτουμε το ποίημά του «Το Στοιχιωμένο καράβι» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό το Ζαγόρι μας το 1989 :

Το Στοιχιωμένο καράβι

Η μάνα μου κι ο αφέντης μου όταν ζούσανε

- πανάλαφρο του τάφου τους το χώμα ! –

πραματευτής να γίνω μου παράγγελναν,

μου τώλεγαν συχνά και μ’ ένα στόμα.

Αλλιώς, με καταριώνται – και το γνοιάζομαι,

πως ριζικό και προκοπή δεν κάνω.

Κακόμοιρος, πικρό ψωμί θα γεύομαι,

ανήμπορος και σκλάβος θα πεθάνω.

Κι εγώ, που την κατάρα τους στοχάζομαι,

καραβοκύρης βούλεψα να γίνω.

Καράβι λυγερό και καλοτάξιδο

αγάρασα κι αρμάτωσα στην Τήνο.

Ασημικά, διαμάντα και μαλάματα,

μετάξια πλουμιστά και δαχτυλίδια,

της Προύσας τα χαλιά τα μυριοκέντητα,

της Βενετιάς τα χίλια δυο παιχνίδια,

δε φόρτωσα στην όμορφη φρεγάδα μου

- ο νους μου τρέχει αλλού και γι’ άλλα αντ’ άλλα -,

πραμάτια μου πεντάκριβη κι ατίμητη

τα όνειρα της νιότης, τα μεγάλα.

Και πάω να πουλήσω την πραμάτεια μου

σε ξωτικά λιμάνια, σ’ άλλους τόπους.

Την διαλαλώ !... Μ’ αλλοίμονο, ανήξερους

κι αδιάφορους τους βρίσκω τους ανθρώπους.

Ξανά προς τ’ ανοιχτά θαλασσοπέλαγα…

ολόγυρα ερμιάς, αφροί και κάβοι.

Και μια νυχτιά που ούρλιαζαν οι άνεμοι

μου στοίχιωσε το δόλιο μου καράβι.

Κι ακούω στα στερνά, στο καταλάγιασμα,

να λέει μια Ξωθιά σε μια Νεράιδα :

- «Καράβι λυγερό, γεμάτο ονείρατα,

ποτέ στα πέλαγά μας δεν ματαείδα!...

Τι κρίμα ποου ο ξανθός ο καπετάνιος της

βρυκόλιασε – και πια τον δεν πεθαίνει!...»

Αχ, μάνα μου κι αφέντη μου, η κατάρα σας

σκληρά το ριζικό μου το βαραίνει!

Βιβλιογραφία

Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 357 - 358

Καταγόταν από το Καπέσοβο Ζαγορίου. Η οικογένειά του προσέφερε σημαντικές ευεργεσίες σε ολόκληρη την περοχή του Ζαγορίου. Ο Μιχαήλ Περδικάρης βεβαιώνει ότι ο «μέγας και κλεινός» Καπεσοβίτης γιατρός σπούδασε στη «Φραγκίαν», διαφωνώντας με τους Ιωάννη Λαμπρίδη και Δημ. Πατσέλη ότι ήταν εμπειρικός, «αυτοδίδακτος» γιατρός. Ενδεχομένως ο Χριστόδουλος Πασχάλης να γνώριζε αρκετά μυστικά των βικοϊατρών και τα βότανα της πε­ριοχής της χαράδρας του Βίκου στο Ζαγόρι, τα οποία τον βοηθούσαν στη θεραπεία των ασθενών. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Μιχαήλ Περδικάρης, στηριζόταν στις γνώσεις και την εμπειρία που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια των σπουδών του στα Πανεπιστήμια της Δύσης.

Υπήρξε γιατρός και «μεσάζων μυστικοσύμβουλος» των Σουλτάνων Αβδούλ Χαμίτ του Α' (1774-1789) Σελήμ του Γ' (1789-1807), Μουσταφά του Δ' (1807-1808) και Μαχμούτ του Β' (1808-1819). Μετα τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέθανε από δυσεντερία το 1823.

Βιβλιογραφία

Παπαγεωργίου Γ., Προσπάθειες για την ίδρυση «Πανεπιστημίου» στην επαρχία Ζαγορίου τις παραμονές της ελληνικής επανάστασης (1813-1820), Πρακτικά Δευτέρου Συμποσίου Λόγου Ο λόγος για το Ζαγόρι (Ιωάννινα 19-20 Νοεμβρίου 1988), Ιωάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1988, σ. 35 (Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ζαγορίου, 12)