ΤΖΙΟΒΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Θ. (1932 - )

Γεννήθηκε στα Κάτω Πεδινά Ζαγορίου. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του και ακολούθως τη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων. Κατόπιν, σπούδασε κτηνίατρος στο Πανεπιστήμιο της Πίζας. Στα φοιτητικά του χρόνια δραστηριοποιήθηκε στα πλαίσια του φοιητικού συνδικαλισμού ως Γραμματέας του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών Πίζας, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος Σύλλογος στην Ιταλία τη δεκαετία του 1950.

Μετά το τέλος των σπουδών και των στρατιωτικών υποχρεώσεών του προσλήφθηκε στην Υπηρεσία Αναπτύξεως Ηπείρου με έδρα τους Κήπους (Μπάγια) Ζαγορίου. Το 1964 διορίστηκε στο Δημόσιο, στη Νομοκτηνιατρική Υπηρεσία Ιωαννίνων. Εν συνεχεία μετατέθηκε στο Αγροτικό Κτηνιατρείο Μετσόβου και στη Διεύθυνση Κτηνιατρικής Ν. Ιωαννίνων, όπου διετέλεσε πρώτα Αναπληρωτής Διευθυντής κι έπειτα Διευθυντής Κτηνιατρικής. Επίσης, υπήρξε Αντιπρόεδρος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος  στο Τμήμα Ηπείρου.

Παράλληλα με την επαγγελματική του δραστηριότητα ασχολήθηκε με τα κοινά και πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής καταγωγής του. Αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος και Γραμματέα του Μορφωτικού Εξωραϊστικού Συλλόγου του χωριού του, που ήταν από τους πρώτους πολιτιστικούς συλλόγους του Ζαγοριού. Υπήρξε μέλος της πρώτης Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Οργανισμού Ηπειρωτικού Θεάτρου, Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συνδέσμου Ζαγορισίων, Πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Ζαγορίου, Αντιπρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας Ζαγορίου (Ι.Λ.Ε.Ζ.), μέλος της Συντακτικής Επιτροπής και υπεύθυνος ύλης του περιοδικού «Το Ζαγόρι μας», στο οποίο αρθρογραφεί έως σήμερα.

Έχει εκδώσει τα ακόλουθα βιβλία :

Για το Ζαγόρι. (Σκέψεις – Προτάσεις – Ελπίδες»), Ιωάννινα 1998

Από το Ζαγόρι και το χωριό μου (Σκέψεις – Επισημάνσεις – Παρεμβάσεις), Ιωάννινα 2010

Επίσης έχει επιμεληθεί το βιβλίο :

Μιχάλη Β. Τζιόβα, Οι ρίζες μας (Σύντομο ιστορικό της οικογενείας μου), επιμέλεια Βασίλη Θ. Τζιόβα, Ιωάννινα 2006

Κατά καιρούς δημοσιεύει στίχους του στο περιοδικό «Το Ζαγόρι μας». Παρατίθεται το ποίημά του «Φθινοπωρινή ωδή στο χωριό μου»:

Φθινοπωρινή ωδή στο χωριό μου

Πέτρες και σιωπή…Άσπρες πέτρες,

σαν ανθρώπινα άσπρα κόκκαλα.

$1-          Σωροί τ’ άσπρα κόκκαλα.

Κρύα σιωπή και θλίψη.

Από πέτρα κι’ αυτή…κρύα πέτρα.

Άδεια σπίτια, βουβά

σαν παρατημένες αδειανές κυψέλες.

Παράθυρα σφαλιστά, σκοτεινά

σβυσμένα, αδειανά μάτια.

Οξώπορτες, ξύλινα φέρετρα ακουμπισμένα όρθια στον τοίχο.

Διπλόκλειστες.

Σαν αγκυλωμένες μασέλλες νεκρών,

$1-          φλύαρα κοντυλογραμμένα στόματα, κάποτε –

που τραγουδούσαν τη ζωή.

Έρημα, χορταριασμένα σοκάκια

σαν ατελείωτα, παραμελημένα μνήματα.

Κι’ ανάμεσά τους να βολοδέρνουνε οι μνήμες,

σκελετωμένα φαντάσματα του χτες,

σκιάχτρα του σήμερα.

Και μόνο εκεί ψηλά, στην άκρη:

Κάτω απ’ τα «Μεγάλα Πουρνάρια»

το ψυχανέμισμα των καντηλιών,

τρεμουλιαστό, βουβό, μοιρολόϊ για τη ζωή,

που κάποτε κι εδώ σεργιάνιζε