ΠΕΤΣΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΗΜ. (1908 - 1981)
Γεννήθηκε στο Μεσοβούνι Ζαγορίου. Αφού έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στο τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του, φοίτησε για δύο χρόνια στο Σχολαρχείο της Ζωσιμαίας Σχολής και για ένα χρόνο στο Σχολαρχείο των Τσαραπλανών στο Βασιλικό. Κατόπιν, γράφτηκε στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου της Ζωσιμαίας, αλλά διέκοψε για να σπουδάσει στην Εμπορική Σχολή Ιωαννίνων. Έπειτα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος, συμμετέχοντας στα «κοινά» των Ηπειρωτών. Υπήρξε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών και του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Ζαγορισίων. Διετέλεσε Πρόεδρος της Αδελφότητας Μεσοβουνίου, η οποία παρουσίασε πολιτιστικό έργο και ανήγειρε μαρμάρινο ηρώο για τους συμπατριώτες που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Εξαιτίας των δημοκρατικών του αρχών διώχτηκε από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία από τα μαθητικά του χρόνια δημοσιεύοντας μικρά ευθυμογραφήματα άλλοτε με ψευδώνυμο και άλλοτε επώνυμα σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1934 με διηγήματα και μελέτες που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα ηπειρωτικά έντυπα, όπως «Ηπειρωτική Φωνή», «Εθνικός Κήρυκας», «Ήπειρος», «Ηπειρωτικά Νέα», «Ηπειρωτικό Μέλλον», «Πρωινός Λόγος», «Παρατηρητής», «Θεσπρωτικά Νέα», «Ηπειρωτικός Αγων», «Πρωϊνά Νέα», «Το Ζαγόρι μας» καθώς και στα περιοδικά «Εικόνες της Ηπείρου», «Πυρσός της Βορείου Ηπείρου», «Ελεύθερο Πνεύμα», «Δειπνοσοφιστές» κλπ.
Στα έργα του εντάσσονται τα : «Καλπάκι - Καλαμάς», θεατρικό έργο, 1948, «Πριν από το Ηλιοβασίλεμα», διηγήματα, 1969, «Ταβέρνα η Ευτυχία», διηγήματα, 1970, «Το Άλσος των Απομάχων», διηγήματα, 1972, «Μια ιστορία από τα Γιάννινα», μυθιστόρημα, 1974 «Προ του φοβερού Βήματος», χιουμοριστικά διηγήματα, 1975, «Ανθρώπινη μοίρα», διηγήματα, 1976, «Δίψα ζωής», κοινωνικό μυθιστόρημα, 1976, «Το φάντασμα του Άουσβιτς», διηγήματα, 1977, «Η Πηνελόπη σε Ηπειρωτικό χωριό», θεατρικό, 1978, «Ζητούνται άνθρωποι», διηγήματα-νουβέλα, έκδοση 1980, «Η νοστιμιά των απαγορευμένων», ευθυμογραφήματα, έκδοση 1981.
Τα κείμενά του διακρίνονται από μια ζωντανή γλώσσα κι εκφράζουν μια πηγαία ανθρωπιά. Αναζητά την ανθρώπινη τελείωση ψυχογραφώντας τους χαρακτήρες του. Μεταφέρει με ρεαλισμό ιστορικά, ηθογραφικά, κοινωνικά και πνευματικά στοιχεία από τον Ηπειρωτικό χώρο και καλλιεργεί τη συνέχεια της παράδοσης σε μια εποχή ανακατατάξεων και μετακινήσεων των πληθυσμών.
Παράλληλα, ασχολήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία και με το θέατρο. Το έργο του «ΚΑΛΠΑΚΙ-ΚΑΔΑΜΑΣ» παίχτηκε στο κινηματοθέατρο «ΠΑΛΛΑΣ» Αθηνών το 1947 από επαγγελματίες ηθοποιούς καθώς και σε σχολικές γιορτές και σε στρατιωτικές μονάδες της επαρχίας. Το τετράπρακτο δραματικό έργο του «ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΙΑ» παίχτηκε με επιτυχία στο Θέατρο Αργυροπούλου το 1956 και άλλα 15 περίπου μονόπρακτα παίχτηκαν από επαγγελματίες ηθοποιούς κατά τη διάρκεια καλλιτεχνικών και πατριωτικών εκδηλώσεων μεγάλων Ηπειρωτικών Οργανώσεων σε Αθηναϊκά θέατρα και στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς.
Η Πολιτεία αναγνωρίζοντας την προσφορά του στα Γράμματα του χορήγησε ισόβια τιμητική σύνταξη από το Δεκέμβριο του 1976. Έλαβε κι άλλες τιμητικές διακρίσεις για το έργο του. Το 1977 βραβεύτηκε το διήγημά του «Το Φάντασμα του Άουσβιτς» και ένα χρόνο αργότερα το δραματικό του μονόπρακτο «Τα Κούτσουρα» σε θεατρικό διαγωνισμό. Το 1981 έλαβε τον πρώτο έπαινο για το διήγημά του «Η Ανάσταση της Αγάπης» στο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ηπειρωτικής Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και τον ίδιο χρόνο του απονεμήθηκε τιμητική περγαμηνή από το Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών.
Παρατίθεται ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενό του «Όταν έσβησε η ελπίδα» :
«Τον άλλο χρόνο, δεύτερη μέρα του Πάσχα ήταν, πούγινε ο γάμος της Βασιλικής μ’ ένα λεβεντόπαιδο του χωριού. Της Μαρίας πολύ της στοίχισε. Αλλά δεν τόδειξε. Έπνιξε τον πόνο μέσα κι’ έδωκε ανοιχτόκαρδα την ευχή της στη γειτόνισσα και στα νιόπαντρα.
- Βγενία, της είπε έν’ αποιμεσήμερο, που καθόντουσαν στη ρούγα του σπιτιού, εσύ ξέρεις όλα τα ντέρτια μου, τους καημούς μου κι’ όλες τις φουρτούνες της ψυχής μου. Νιες χηρέψαμαν... Ολημερίς βλεπόμασταν, λέγαμαν τον πόνο μας και πασκίζαμαν μοναχές μας να παρηγορηθούμε και να κάνουμε κουράγιο... Η αλήθεια είναι, σεκλετίστηκα που δεν έκανα νύφη τη Βασιλική, αλλά δε μπορούσε να γίνει κι’ αλλιώτικα. Να που ο γιος μου αργεί να γυρίσει... Αλλά κι ο Χρήστος είναι καλό παιδί, ίδιος ο Αντρέας μου. Να ζήσεις να τα χαίρεσαι και να φτυχίσεις να δεις καινούρια κλωνάρια...
Της χούφτασε τα χέρια και τάσφιξε με θέρμη.
Η Αννούλα σου όμως είναι δική μου!... Μη μου πεις όχι... Ο Αντρέας μου θα γυρίσει. Και θα συμπεθεριάσουμε και θάμαστε σαν αδερφές. Ακούς Βγενία μου;
Τα μάτια της είχαν βουρκώσει και περίμενε μ’ αγωνία ν’ ακούσει τον καλό λόγο από τα χείλια της γειτόνισσας.
Η άλλη, πιέζοντας τον εαυτό της να μη προδοθεί πως και το δεύτερο συνοικέσιο είναι καταδικασμένο, της χαμογέλασε σκουπίζοντας βιαστικά δυο καυτά δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια της.
- Ναι, Μαρία μου, θα συμπεθεριάσουμε... Κάνε υπομονή...
Ένα άστραμα ελπίδας φώτισε τότε τα νοτισμένα μάτια της και το χλωμό πρόσωπό της πήρε χαρούμενη όψη.
- Φχαριστώ, Βγενία!... Φχαριστώ!...»
Βιβλιογραφία
Θεοδώρου Σάββας, Μνήμη Λογίων του Ζαγορίου του αιώνα που πέρασε, Το Ζαγόρι μας, 262 (2000) 10
Κραψίτης Βασίλης, Λόγιοι της Ηπείρου (1430-1912), Τόμος Α’, Αθήνα, 1979, 405-406
Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 52
Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 361 - 362