Η τέχνη της αρχιτεκτονικής του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι

Το αρχιτεκτονικό έργο χρειάζεται απαραιτήτως ένα γεωγραφικό και ιστορικό προσδιορισμό, πέραν από τις αμιγείς απαιτήσεις της αρχιτεκτονικής τέχνης. Όχι τόσο, βεβαίως, γιατί η γεωγραφία και η ιστορία εντάσσονται κατά τον αυτό βαθμό στα μέσα πρόσληψης του αρχιτεκτονικού έργου, αλλ΄ όσο, γιατί ο χωρικός και χρονικός προσδιορισμός του άγει στη βέλτιστη ανάγνωση, αντίληψη και εκτίμηση της αρχιτεκτονικής τέχνης γεγονός, που υποδηλώνει και τη βαθύτερη γνώση της. Μάλιστα, η τελευταία, ήτοι η βαθιά γνώση της αρχιτεκτονικής τέχνης, αίρει τις όποιες πλάνες της κοινής γνώμης και ενδεχομένως της ακαδημαϊκής κοινότητας. Κατά συνέπεια, η ανάγκη ενός χωρικού και χρονικού προσδιορισμού στο αρχιτεκτονικό έργο επιβάλλει και συγχρόνως προδιαγράφει μια διαφορετική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης. Μια τέτοια προσέγγιση, επί παραδείγματι, που δε στέκεται μόνο στην αισθητική, την πλαστική, τα δομικά υλικά, το σύστημα δόμησης, τη σύνθεση, τους όγκους ή τη λειτουργία του αρχιτεκτονικού έργου, αλλά και επεκτείνεται στο χώρο και το χρόνο, δηλαδή τη γεωγραφία και την ιστορία. Ποιο μέρος, όμως, της γεωγραφίας και της ιστορίας άπτεται της αρχιτεκτονικής τέχνης;

Η αρχιτεκτονική τέχνη εκτιμάται, όπως και οι άλλες ευγενείς τέχνες, από τις ενσωματωμένες έννοιες στο αρχιτεκτονικό έργο, όσο μικρό κι αν είναι αυτό. Όμως, οι έννοιες αναφέρονται σε συγκεκριμένες κοινωνίες και οικονομίες, οι οποίες παραπέμπουν με τη σειρά τους σε προσδιορισμένες γεωγραφίες και ιστορίες, ή, με άλλα λόγια σε απτούς πολιτισμούς. Άρα, αφού το αρχιτεκτονικό έργο ενσωματώνει τις έννοιες ενός καθορισμένου πολιτισμού, τότε αυτό που άπτεται της αρχιτεκτονικής τέχνης, είναι το εννοιολογικό μέρος της γεωγραφίας και της ιστορίας. Αν είναι όντως έτσι τα πράγματα, τότε ο χωρικός και χρονικός προσδιορισμός του αρχιτεκτονικού έργου έχει σαφώς νοηματικό χαρακτήρα. Επομένως, η προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης, επικουρούμενη από τη γεωγραφία και την ιστορία, δε μπορεί παρά να είναι εννοιολογική. Κατά συνθήκη λοιπόν η εννοιολογική πλευρά της γεωγραφίας και της ιστορίας, διερευνώντας και ερμηνεύοντας τις έννοιες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και οικονομίας, προσεγγίζει στη μη υλική υπόσταση του αρχιτεκτονικού έργου, ήγουν στην ουσιαστική σχέση του με το χώρο και το χρόνο. Αλλά, πέραν απ΄ αυτήν την ουσιώδη σχέση του αρχιτεκτονικού έργου με το χώρο και το χρόνο, τι επί πλέον επιτυγχάνεται με το χωρικό και το χρονικό προσδιορισμό του;

Το ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης καθορίζεται, κατά τη γνώμη μας, από τις έννοιες, που ενσωματώνονται στο αρχιτεκτονικό έργο. Αν πράγματι αυτό αληθεύει, τότε η εννοιολογική προσέγγιση του αρχιτεκτονικού έργου προσδιορίζει επιπροσθέτως την τοπική χροιά της αρχιτεκτονικής τέχνης. Κι αυτό ασφαλώς, γιατί, όπως είδαμε και πιο πάνω, η γεωγραφία και η ιστορία ερευνά και ερμηνεύει κατά κανόνα τις έννοιες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και οικονομίας ή ενός προσδιορισμένου χώρου και χρόνου, ή, ακόμη ενός καθορισμένου πολιτισμού. Εν τέλει, η εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης, αναφερόμενη κυρίως σε έννοιες του χώρου και του χρόνου, αποκαλύπτει μεταξύ των άλλων και τις τοπικές πνευματικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, μέρος των οποίων αποκτά υλική υπόσταση στο αρχιτεκτονικό έργο. Αλλά, όταν έχουμε προσεγγίσει στην πνευματική πλευρά του πολιτισμού και επί του προκειμένου στην ψυχή του αρχιτεκτονικού έργου, τότε πλέον έχουμε κατακτήσει και την αρίστη πρόσληψη, τη βαθιά γνώση, καθώς και την πλείστη εκτίμηση της αρχιτεκτονικής τέχνης.

 

Η τέχνη της αρχιτεκτονικής του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι. Εννοιολογική προσέγγιση

Στον ορεινό γεωγραφικό χώρο, τον εκτεταμένο βορείως των Ιωαννίνων, η κατοίκηση χρονολογείται ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Φερ΄ ειπείν, η βραχοσκεπή στη θέση Κλειδί του Βοϊδομάτη, τα πολυγωνικά τείχη στο Σκαμνέλι και ο κτηνοτροφικός οικισμός με τα δύο νεκροταφεία του στη Βίτσα, είναι μερικά από τα απτά ίχνη της παλαιότερης κατοίκησής του1. Από τους μέσους ιστορικούς χρόνους η περιοχή εμφανίζεται στην ιστορία με το γενικό όρο Ζαγόρι και συνιστά μια συγκεκριμένη ανθρωπογεωγραφική και πολιτισμική ενότητα, η οποία πορεύεται στο χρόνο μέχρι τις μέρες μας. Μέσα στα γεωγραφικά όρια πλέον του συγκεκριμένου χώρου αναπτύσσεται και μετεξελίσσεται ένας πολιτισμός, τουτέστιν ένα σύνολο πνευματικών και υλικών δημιουργημάτων. Αυτή η μακρά πολιτιστική διαδρομή μέσα στον ιστορικό χρόνο, η ακμή της οποίας προσδιορίζεται κατά παράδοση από το δεύτερο μισό του 17ου αι. μέχρι και το πρώτο μισό του 19ου αι., κληροδοτεί ανάμεσα στα άλλα και ένα πολυάριθμο, ποικίλο, ιδιαίτερο, σημαντικό, σημαίνον και σημαινόμενο αρχιτεκτονικό έργο στο Ζαγόρι.

Εκ πρώτης όψεως, το ενδιαφέρον γι΄ αυτήν την πλούσια από κάθε άποψη αρχιτεκτονική κληρονομιά στρέφεται ασυζητητί στην ίδια την τέχνη της αρχιτεκτονικής. Μολαταύτα, αν λάβουμε υπ΄ όψιν μας ότι αυτή η ξεχωριστή πολιτιστική παρακαταθήκη είναι στην ουσία ένα ιστορικό κέλυφος εν χρήσει, τότε μάλλον το ενδιαφέρον κλείνει περισσότερο προς τον πολιτισμό. Και τούτο, γιατί πλείστες και ποικίλες έννοιες του παρελθόντος και του παρόντος συνυπάρχουν εκ των πραγμάτων στο διασωθέν αρχιτεκτονικό έργο. Κατά συνέπεια, η επιχειρούμενη εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι αποκτά διπλό ενδιαφέρον και στόχο. Οφείλει πρωτίστως να διακρίνει τις τοπικές ή τοπικής χροιάς έννοιες στο αρχιτεκτονικό έργο και, δευτερευόντως να εξακριβώσει, αν και ποιες απ΄ αυτές συμμετέχουν στη διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτισμικής ταυτότητας του Ζαγορίου.

Ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του τοπίου, όσο κι αν θέλουν ευλόγως, αλλά και ευήθως να πιστεύουν μερικοί το αντίθετο. Ακόμη κι όταν δεν προβάλλεται στην εικόνα του, η παρουσία του ανθρώπου γίνεται αισθητή από τα ίχνη της δραστηριότητάς του σ΄ αυτό. Μάλιστα, η εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης παρέχει τη δυνατότητα, όχι μόνο να διαβλέπει τα ίχνη του ανθρώπου στο χώρο, αλλά και να αντιλαμβάνεται τις έννοιες, οι οποίες συγκροτούν τον πολιτισμό και την ταυτότητά του. Όμως, οι έννοιες δεν είναι παρά αφαιρέσεις, κοινές κατά το πλείστον στους ανθρώπους. Δηλαδή, μπορεί κατά τον αυτόν ή τον άλλο χρόνο, να εμφανίζονται, να αναπτύσσονται και να μετεξελίσσονται σε παντελώς διαφορετικές γεωγραφίες. Κατά συνέπεια, ποιες από τις έννοιες προσδιορίζουν την ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου και τον τοπικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής τέχνης;

Η απάντησή μας είναι απλή και συγκεκριμένη. Κατά βάθος, όλες οι έννοιες, που εμφανίζονται, αναπτύσσονται και μετεξελίσσονται μέσα στα ιστορικά και γεωγραφικά όρια ενός συγκεκριμένου χώρου και χρόνου, προσδιορίζουν την ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου και το τοπικό ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης. Συνεπώς, από τις τοπικές ή τοπικής απόχρωσης έννοιες απορρέει κατά κύριο λόγο η ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου και το τοπικό ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι. Επειδή, όμως αυτή η απάντηση δεν ικανοποιεί επαρκώς την εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης, τίθεται επιπροσθέτως το ακόλουθο ερώτημα. Ποια άραγε από τα αρχιτεκτονικά έργα είναι πλήρη τοπικών ή τοπικής χροιάς νοημάτων και άρα, έχουν πρωταρχική σημασία για την εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης;

Οι παραγωγικές εγκαταστάσεις, οι οικειοθελείς οικήσεις και οι κοινοτικές υποδομές αποτελούν αρχιτεκτονικά έργα, που έχουν θεμελιακή αξία για την εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης2. Εκπηδώντας στην κυριολεξία από το γεωγραφικό χώρο και τον ιστορικό χρόνο, είναι γεμάτα από πολυάριθμες και σημαντικές έννοιες, τοπικές ή τοπικού χαρακτήρα. Έννοιες, λόγου χάριν, όπως της εγκατάστασης, της οργάνωσης του φυσικού περίγυρου, της παραγωγής, της μετεγκατάστασης, της οικιστικής συγκρότησης, της οικογενειακής ή συγγενικής, καθώς και της κοινωνικής ομάδας, απαντώνται ευρέως σε κάθε αρχιτεκτονικό έργο, ανεξαρτήτως, από το πόσο μικρό ή μεγάλο είναι αυτό. Τέτοιες έννοιες μάλιστα, όχι μόνον είναι ουσιώδεις για τον προσδιορισμό της ιδιαιτερότητας του αρχιτεκτονικού έργου, αλλά και καθοριστικές για τη διασαφήνιση του τοπικού χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής τέχνης. Κι αυτό, βεβαίως, γιατί όλες οι παρά πάνω έννοιες εμφανίζονται στο ζαγορίσιο γεωγραφικό χώρο από πολύ νωρίς. Στον κτηνοτροφικό οικισμό της Βίτσας, αίφνης, ο οποίος χρονολογείται από το τέλος του 9ου ως το τέλος του 4ου π.Χ. αι., οι πιο πάνω έννοιες αναγνωρίζονται και μάλιστα με μεγάλη ευκολία στα λείψανα των κτισμάτων του3. Επίσης, οι ίδιες έννοιες, υπάρχουσες ήδη στη διατύπωση του συνήθους ερωτήματος για την εγκαθίδρυση των οικισμών, παραπέμπουν ασφαλώς σε ιστορικές πηγές, αλλά και σε αρχιτεκτονικά έργα, σηματοδοτώντας συγχρόνως την αξία τους για την εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι.

Οι παραγωγικές εγκαταστάσεις, οι οικειοθελείς οικήσεις και οι κοινοτικές υποδομές παρουσιάζουν στην αρχική μορφή τους ένα επιπρόσθετο στοιχείο, σημαντικό, εξαιρετικό και αξιοσημείωτο, για την εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης. Έννοιες, φερ΄ ειπείν, όπως του φυσικού, του κοινωνικού, του οικονομικού, του πολιτικού, του θρησκευτικού και του πολιτισμικού, ενοποιούνται σ΄ ένα σώμα ιδεών, το οποίο μεταφέρεται αυτούσιο στο αρχιτεκτονικό έργο. Με άλλα λόγια, η αρχιτεκτονική τέχνη μετουσιώνει στις παραγωγικές εγκαταστάσεις, τις οικειοθελείς οικήσεις και τις κοινοτικές υποδομές ένα ενιαίο και αρραγές μη υλικό σώμα, το οποίο απαρτίζεται κυρίως από τοπικές ή τοπικής χροιάς έννοιες συνάλληλες, επάλληλες και παράλληλες. Μάλιστα, αυτό το εν κι αυτό σώμα ιδεών, μετουσιωμένο σε απλά γεωμετρικά σχήματα, μεταφέρει στο αρχιτεκτονικό έργο έναν ουσιώδη συμβολισμό4. Εν ολίγοις, η αρχιτεκτονική τέχνη χρησιμοποιεί απλά γεωμετρικά σχήματα, για να εκφράσει το όλο. Για το λόγο αυτόν, απλά γεωμετρικά σχήματα, όπως του κύκλου, του τετραγώνου, του παραλληλογράμμου ή του σταυρού, μετουσιώνοντας σώματα εννοιών, και, συμβολίζοντας άρτιες έννοιες, απαντώνται κατά κόρον στα αρχιτεκτονικά έργα των παραγωγικών εγκαταστάσεων, των οικειοθελών οικήσεων και των κοινοτικών υποδομών. Κυρίως ειπείν, τέτοια απλά γεωμετρικά σχήματα όπως τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται κυρίως στους ιδρυτικούς πυρήνες των οικειοθελών οικήσεων, των παραγωγικών εγκαταστάσεων και των κοινοτικών υποδομών ακριβώς, γιατί συμπυκνώνουν σώματα τοπικών ή τοπικής απόχρωσης εννοιών. Από τέτοια σώματα ιδεών απορρέει και η ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου και το τοπικό ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης. Εξ άλλου, δεν είναι καθόλου τυχαίος ο όρος δωρική αρχιτεκτονική, ο οποίος, παραπέμποντας στην ολοκληρία, ολομέρεια, πληρότητα, ακεραιότητα ή αρτιότητα, χαρακτηρίζει τη γεωμετρική απλότητα και πραότητα του αρχιτεκτονικού έργου και την αρχιτεκτονική τέχνη του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι. Όποιοι άλλοι συνειρμοί με το συγκεκριμένο όρο είναι αναχρονιστικοί.

Τα σώματα ιδεών, που μεταφέρονται στα αρχιτεκτονικά κύτταρα των παραγωγικών εγκαταστάσεων, των οικειοθελών οικήσεων και των κοινοτικών υποδομών, συμπυκνώνουν ως επί το πλείστον τους εξωλογικούς παράγοντες του ανθρώπου. Στο Ζαγόρι, φερ΄ ειπείν, ο κατακερματισμός του γεωγραφικού χώρου, καθώς και πολλοί άλλοι φυσικοί παράγοντες, επιβάλλουν τη διασπορά της εγκατάστασης, της παραγωγής και της υποδομής. Όμως, η διασπορά της εγκατάστασης, της παραγωγής και της υποδομής σημαίνει και διασκορπισμένος πληθυσμός γεγονός, που γεννά από πολλές απόψεις την ανασφάλεια στον άνθρωπο. Άρα, η ανασφάλεια απαρτίζεται από πολλούς και διαφόρους φόβους μαζί και επομένως, δεν είναι παρά ένα σώμα εννοιών συνάλληλων, επάλληλων και παράλληλων, το οποίο μεταφέρεται αυτούσιο στις παραγωγικές εγκαταστάσεις, τις οικειοθελείς οικήσεις και τις κοινοτικές υποδομές.

Βεβαίως, για την αντιμετώπιση της ανασφάλειας, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί κατά κανόνα τη λογική, αλλά καταφεύγει για κάθε ενδεχόμενο και στα εξωλογικά μέσα. Κάπως έτσι λοιπόν ο άνθρωπος θέλει τον κύκλο, να περικλείει το καλό στο εσωτερικό του και να απωθεί το κακό στο εξωτερικό του, όποιο κι αν είναι το καλό ή το κακό. Χωρίς περαιτέρω σχόλια, η εγγραφή του κύκλου στο γεωγραφικό χώρο, αλλά και η εφαρμογή του στα αρχιτεκτονικά κύτταρα της εγκατάστασης, της παραγωγής και της υποδομής, καταμαρτυρεί την επίδραση των εξωλογικών παραγόντων στον άνθρωπο ειδικότερα, αλλά και τη μεταφορά τους στο αρχιτεκτονικό έργο της οργάνωσης του χώρου γενικότερα5.

Η εγκατάσταση των οικογενειακών ή συγγενικών ομάδων στο χώρο έχει ως αποτέλεσμα τις οικειοθελείς οικήσεις. Συνήθως, πρόκειται για μία ή μερικές κατοικίες με τα απαραίτητα βοηθητικά κτίσματα και τις αναγκαίες παραγωγικές εγκαταστάσεις. Η οικιστική συγκρότησή τους χαρακτηρίζεται από την απουσία κάθε κτιρίου κοινωνικής ή συλλογικής χρήσης. Αντιθέτως, ο οικισμός ή το χωριό και η οικιστική συγκρότησή του είναι αποτέλεσμα της κοινότητας, που, πέραν από τις κατοικίες, περιλαμβάνει και ελεύθερους χώρους, κτίρια, καθώς και υποδομές, κοινωνικής ή συλλογικής χρήσης. Αυτή η διαφορά, ανάμεσα στις οικειοθελείς οικήσεις και τους οικισμούς, υποδηλώνει συν τοις άλλοις και την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη μέσα στα όρια, πάντα, ενός συγκεκριμένου χώρου. Αλλά, κατά το 17ο, 18ο και 19ο αι., οι οικογενειακές ομάδες στο Ζαγόρι έχουν ήδη συγκροτηθεί σε κοινότητες και διαμένουν πλέον σε οικισμούς, που διαθέτουν κοινοτικά δάση, βοσκότοπους και εκτάσεις, καθώς και ελεύθερους χώρους, κτίρια και υποδομές, κοινωνικής ή συλλογικής χρήσης. Οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις λοιπόν του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι έχουν επιφέρει αλλαγές και στην οικιστική συγκρότηση. Ουσιαστικά, στην περίοδο της πολιτιστικής ακμής, οι οικειοθελείς οικήσεις έχουν εξελιχθεί σε οικισμούς, στους οποίους μάλιστα οι κοινοτικές υποδομές καταδεικνύουν το βαθμό του πολιτισμού. Στο Ζαγορίσιο Δίλοφο, λόγου χάριν, το αποχετευτικό έργο αυτής της περιόδου επιβεβαιώνει χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία το επίπεδο του πολιτισμού, καταγράφοντας συγχρόνως και την εξέλιξη των τοπικών ή τοπικής χροιάς εννοιών.

Η θρησκεία αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητας των κοινοτήτων. Το 17ο, 18ο και 19ο αι. στο Ζαγόρι, συνδυαζόμενη με το ειδικό καθεστώς των φοροαπαλλαγών, ήγουν τα Προνόμια αυτής της περιόδου, καθιστά τον κεντρικό Κυριακόν οίκον και την Κεντρική πλατεία του οικισμού εξαιρετικά αρχιτεκτονικά έργα ανάμεσα στις άλλες κοινοτικές υποδομές. Τόσο το κτίριο του κεντρικού ιερού ναού όσο και ο διαμορφωμένος περίγυρός του σηματοδοτούν από κάθε άποψη την ταυτότητα της κοινότητας. Κατά κάποιον τρόπον, το θρησκευτικό, το κοινωνικό, το οικονομικό, το πολιτικό και το πολιτιστικό συνυπάρχουν στην κοινότητα και την ταυτότητά της ως ένα σώμα ιδεών, σάρκα και ψυχή του οποίου είναι η κεντρική εκκλησία και η κεντρική πλατεία του οικισμού. Η αρχιτεκτονική τέχνη του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι συνεχίζει να αξιοποιεί την απλότητα της γεωμετρίας του κύκλου, του τετραγώνου και του παραλληλογράμμου, για να εκφράσει, παρά τη σημασία και τη σπουδαιότητα των εννοιών, το σώμα και την ψυχή της κοινότητας και της ταυτότητάς της στο αρχιτεκτονικό έργο. Εν τέλει, ο κεντρικός ιερός ναός και η κεντρική πλατεία στο Ζαγόρι, αν και στην περίοδο της πολιτιστικής ακμής αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις και πλουσιότερους διακόσμους, διατηρούν την αρχική απλότητα της γεωμετρία τους, αποτυπώνοντας, απομνημονεύοντας και εκφράζοντας συγχρόνως την ολομέρεια των εννοιών της κοινότητας και της ταυτότητάς της.

Η κατοικία, βρίθουσα από πλείστα και πολυσήμαντα νοήματα, τοπικά ή τοπικής χροιάς, έχει εξαιρετική σημασία για την εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι. Το αρχιτεκτονικό κέλυφός της εγκλείει πλείστες και ποικίλες έννοιες, όπως της στοργής, της αγάπης, της θαλπωρής, της εστίας, της συγγένειας, της αλληλεγγύης, της πατρικής στέγης, της γονικής σκέπης, της προστασίας, του καταφυγίου, του πάτριου εδάφους κ.α.. Αναμφιβόλως, η έννοια της οικογένειας κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσά τους. Εν πρώτοις, οίκος σημαίνει οικογένεια και αντιστρόφως. Αλλά, οίκος ή οικογένεια δηλώνει και πληθυσμιακή μονάδα, που απογράφεται, φορολογείται ή ακόμη, χρησιμοποιείται για διαφόρους άλλους λόγους και σκοπούς.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, εξ άλλου, που στο 19ο αι. ο Παναγιώτης Αραβαντινός από την Πάργα και ο Ιωάννης Λαμπρίδης από τα Άνω Πεδινά Ζαγορίου, αλλά και στον 20ο αι. η Ε.Σ.Υ.Ε. και άλλοι οργανισμοί και φορείς χρησιμοποιούν όρους, όπως του οίκου, της οικογένειας, του τζακιού, των στεφάνων, του νοικοκυριού ή της οικογενειακής εκμετάλλευσης, για να αποδώσουν σύμφωνα με την εποχή το μέγεθος, τη σύνθεση, την καταγωγή, την ενασχόληση ή κάποιαν άλλην εικόνα του πληθυσμού. Όμως, στους παρά πάνω όρους υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά, οι παλιοί όροι παραπέμπουν κατ΄ εξοχήν σε τοπικές ή τοπικής απόχρωσης έννοιες, οι οποίες, βεβαίως, κοντά στ΄ άλλα υποδηλώνουν την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού έργου, ήτοι της κατοικίας, καθώς και το τοπικό ύφος της αρχιτεκτονικής του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι.

Επίσης, η δομή της οικογένειας καθίσταται σημαντική έννοια για την εννοιολογική προσέγγιση της κατοικίας. Και σ΄ αυτήν την περίπτωση, η αρχιτεκτονική τέχνη χρησιμοποιεί απλά γεωμετρικά σχήματα, για να μεταφέρει την έννοια της δομής στο αρχιτεκτονικό έργο. Κατά μίαν έννοιαν, όσο κυτταρική είναι η δομή της οικογένειας τόσο απλή είναι η κάτοψη της κατοικίας. Αντιθέτως, όσο πολύπλοκη είναι η δομή της οικογένειας τόσο σύνθετη είναι η κάτοψη ή και οι κατόψεις της κατοικίας. Πάντως, το απλό γεωμετρικό σχήμα της κατοικίας, ακόμη και στην περίοδο της πολιτιστικής ακμής, όχι μόνο διατηρείται στο αρχιτεκτονικό έργο, αλλά και καθίσταται πρότυπο για την αρχιτεκτονική τέχνη του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι.

Ακόμη, ο εγγύς φυσικός περίγυρος της κατοικίας είναι αναγκαίος και απαραίτητος για την οικογένεια. Κι αυτό, γιατί ο τρόπος ζωής απαιτεί υπαίθρια κτίσματα όπως, του μαγειρείου, της αποθήκης, του στάβλου, της ποτίστρας, της ταΐστρας, του λαχανόκηπου και κατά περίπτωση του αλωνιού, τα οποία, βεβαίως, οργανώνονται γύρω από την κατοικία και ανεγείρονται εν επαφή ή σε μικρή απόσταση απ΄ αυτήν. Κατά γενικό κανόνα, λοιπόν, όλα τα παρά πάνω βοηθητικά κτίσματα, εγκλείοντας απλές τοπικές ή τοπικής απόχρωσης έννοιες, όπως της διαβίωσης, της παραγωγής, της αποθήκευσης τροφών και τροφίμων, της ετοιμασίας φαγητού ή της εκτροφής, της φροντίδας και της προστασίας των οικόσιτων, φορτηγών και λοιπών ζώων, εγγράφουν στο έδαφος απλά γεωμετρικά σχήματα, όπως του κύκλου, του τετραγώνου ή του ορθογωνίου παραλληλογράμμου.

Αλλά, η τέχνη της αρχιτεκτονικής μεταφέρει και τις νέες ανάγκες ή επιταγές της οικογένειας στην κατοικία. Αίφνης, το 17ο, 18ο και 19ο αι. στο Ζαγόρι, η κατοικία επεκτείνεται σε επιφάνεια και σε όγκο. Το αρχικό παραλληλόγραμμο σχήμα της αποκτά μορφές πιο σύνθετες. Η κυτταρική μορφή της αλλάζει, υποδηλώνοντας νέες ιδέες, τοπικές και μη, όπως του γένους και της ευγενούς καταγωγής, της κοινωνικής και οικονομικής θέσης, καθώς και της πολιτικής και θρησκευτικής δύναμης. Οι άφθονοι, ζωηροί και θεματικοί διάκοσμοι καθώς και τα κινητά έπιπλα, μεταβάλλουν το ύφος της κατοικίας, παραπέμποντας ιδιαζόντως σε νέους τρόπους οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, αλλά και σε ξένες ιδέες. Παρόμοιες εξελίξεις διαφοροποιούν το αρχιτεκτονικό έργο χωρίς, ωστόσο, να μεταβάλλουν ουσιαστικώς την ιδιαιτερότητά του. Γιατί, οι τοπικές ή τοπικής απόχρωσης έννοιες της οικογένειας έχουν τόσο ισχυροποιηθεί στο χώρο και το χρόνο, ώστε οι ξένες επιρροές να επικάθονται ως λεπτές επιστρώσεις στο αρχιτεκτονικό έργο.

 

Εν είδη επιλόγου

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, θα λέγαμε ότι η εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι αναφέρεται σε τρεις ενιαίες θεματικές ενότητες, συνάλληλες, επάλληλες και παράλληλες μεταξύ τους. Ένα αόρατο, αλλά ισχυρό νήμα, κλωσμένο από πολλές και διάφορες έννοιες, συνδέει καθέτως και οριζοντίως αυτές τις ενιαίες θεματικές ενότητες με το χώρο και το χρόνο. Η πρώτη εξ αυτών αφορά στο χώρο και το χρόνο, η δεύτερη στον πολιτισμό και τις διαφορές του και, η τρίτη στην ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου και το ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης.

1ο. Ο χώρος και ο χρόνος

Στην ενιαία θεματική ενότητα του χώρου και του χρόνου, η εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι διέκρινε τα ακόλουθα ουσιώδη σημεία. Ο χώρος και ο χρόνος είναι θεμελιώδεις παράγοντες της πνευματικής δημιουργίας και της χειρονακτικής ή μηχανικής δύναμης του ανθρώπου. Ο πρώτος συμπεριφέρεται τρόπον τινά ως συσσωρευτής και φορτίζεται συνεχώς με πλείστες και ποικίλες έννοιες, καθώς και με αρχιτεκτονικά έργα από το δεύτερο. Με άλλα λόγια, χώρος και χρόνος είναι συνάμα έννοιες και έργα του ανθρώπου. Η αρχιτεκτονική τέχνη εκπληρώνει και τα δύο, ήτοι είναι συσσωρευτής και φορτιστής μαζί. Κι αυτό, γιατί το έργο της προεκτείνει το γεωγραφικό χώρο και αποθηκεύει τις έννοιες του χρόνου. Υπ΄ αυτήν την έννοιαν, το αρχιτεκτονικό έργο είναι χώρος και χρόνος μαζί. Αλλά, οι έννοιες δεν είναι παρά μνήμες, που διαμορφώνουν θεωρήσεις, αντιλήψεις και συνειδήσεις, δηλαδή πολιτισμούς και ταυτότητες. Κατά συνέπεια, λοιπόν, όσο πλήρης είναι ο χώρος από τοπικές έννοιες και μνήμες, τόσο πληρέστερο γίνεται και το αρχιτεκτονικό έργο. Όσο, επίσης, άρτιες είναι οι τοπικές ή τοπικής απόχρωσης έννοιες, τόσο αρτιότερη τυγχάνει η ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου. Και, βεβαίως, όσο ισχυρές είναι οι πολιτιστικές διαφορές, τόσο ισχυρότερο καθίσταται το τοπικό ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης.

2ο. Ο πολιτισμός και οι διαφορές του

Στην ενιαία θεματική ενότητα του πολιτισμού και των διαφορών του, η εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι ξεχώρισε τα εξής εξαιρετικά στοιχεία. Το αρχιτεκτονικό έργο δε διαθέτει μόνον υλικό σώμα, αλλά και μη υλικό. Στο πρώτο απ΄ αυτά εγκλείεται η τοπική ή τοπικής χροιάς έννοια, η οποία αναφέρεται στο δεύτερο. Η ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου απορρέει από τις ενσωματωμένες σ΄ αυτό τοπικές ή τοπικού χαρακτήρα έννοιες και υποδηλώνει το επίπεδο του πολιτισμού και τις διαφορές του. Ούτω πως, όσο πλήρες είναι το αρχιτεκτονικό έργο, τόσο πληρέστερες τυγχάνουν οι πολιτισμικές διαφορές. Όσο, επίσης, άρτιες είναι οι υποδομές, τόσο αρτιότερο είναι το επίπεδο του πολιτισμού. Και, βεβαίως, όσο ολομερές είναι το τοπικό ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης, τόσο ισχυρότερος καθίσταται ο πολιτισμός.

3ο. Η ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου και το ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης

Χωρίς καμία αμφιβολία, η εννοιολογική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι εστιάζει περισσότερο στη μη υλική πλευρά του αρχιτεκτονικού έργου, ήτοι τις έννοιες, προβάλλοντας αναλόγως μία ή περισσότερες από τις ιδεατές εικόνες του. Αλλά, αν περιοριστούμε μόνον στις ιδέες, τότε οι ιδεατές εικόνες της εννοιολογικής προσέγγισης, πιθανώς, δεν αντιστοιχούν στην πραγματική εικόνα του αρχιτεκτονικού έργου. Άρα, μια σύντομη επαλήθευση των αποτελεσμάτων της εννοιολογικής προσέγγισης είναι αναγκαία. Αναφερόμενοι λοιπόν στον καθαυτό τρόπο προσέγγισης της αρχιτεκτονικής τέχνης, θέτουμε εκ νέου το ερώτημα: Ποια είναι τελικώς η ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου και το ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης του 17ου, 18ου και 19ου αι. στο Ζαγόρι;

Η καθαρότητα, η διαύγεια, η απλότητα, η πειθαρχία, η λιτότητα, η ολομέρεια και το μέτρο διακρίνει τις μορφές και τους όγκους, που προβάλλονται στην πραγματική εικόνα του διασωθέντος αρχιτεκτονικού έργου. Με γνώμονα πάντα τη γεωμετρία, τα στοιχεία αυτά προσδιορίζουν μεταξύ των άλλων την ιδιαιτερότητα του αρχιτεκτονικού έργου και το ύφος της αρχιτεκτονικής τέχνης. Αλλά, τέτοιες διαπιστώσεις είναι γενικού χαρακτήρα και δεν αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο σε κάποιο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό έργο ή ύφος αρχιτεκτονικής τέχνης. Πέραν τούτου, όμως, δεν αποκαλύπτουν στην ουσία το σημαίνον και το σημαινόμενο, δηλαδή αυτό, που συνδέει το αρχιτεκτονικό έργο με το συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και, που καθορίζει το ύφος της αρχιτεκτονικής. Εξ άλλου, οι γενικότητες, οι αοριστίες και οι αναχρονισμοί του αρχιτεκτονικού έργου είναι αυτοί, που δημιουργούν την ανάγκη και επιβάλλουν μια τελείως διαφορετική και πιο ακριβή προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τέχνης. Διαπιστώνεται, εν τέλει, ότι η αρίστη πρόσληψη, η βαθιά γνώση και η πλείστη εκτίμηση του αρχιτεκτονικού έργου και του ύφους της αρχιτεκτονικής τέχνης επιτυγχάνεται με την αναγνώριση, μελέτη και ερμηνεία των τοπικών ή τοπικής απόχρωσης εννοιών. Κι αυτό, γιατί οι έννοιες δεν είναι παρά αφαιρέσεις και ως επί το πλείστον κοινές στους ανθρώπους.

 

Μιχάλης Η. Αράπογλου

1 Βλ. ΑΔΑΜ ΕΥΓΕΝΙΑ, Οι ανασκαφές στο Κλειδί, δελτίο Κέντρου Ερευνών Ζαγορίου, χρόνος β΄, τεύχος 12ο, Δεκέμβριος 1986.

2 Ο όρος οικειοθελείς οικήσεις παραπέμπει σε μη οργανωμένες ενέργειες εγκαθίδρυσης οικισμών, δηλαδή σε εποικισμούς περιοχών, στις οποίες μάλιστα η οικιστική συγκρότηση ακολουθεί συνήθως το Ιπποδάμειο σύστημα.

3 Βλ. ΔΑΚΑΡΗΣ Ι. ΣΩΤΗΡΗΣ, Η γένεση της πόλης στην Αρχαία Ήπειρο, δελτίο Κέντρου Ερευνών Ζαγορίου, χρόνος α΄, 2ο τεύχος, Δεκέμβριος 1981.

4 Για το συμβολισμό του χώρου βλ. ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ Η. ΜΙΧΑΛΗΣ, Η δύναμη του φυσικού γεωγραφικού χώρου – Ήπειρος τοπική παράδοση και αρχιτεκτονικές μνήμες, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, Ιωάννινα 1975, σελ. 359-368.

5 Για την οργάνωση του χώρου γενικότερα βλ. ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ Η. ΜΙΧΑΛΗΣ, Οικιστική και αρχιτεκτονική γεωγραφία της Πίνδου κατά την περίοδο των οικογενειακών κοινοτήτων, Ηπειρωτικά Γράμματα, περίοδος Β΄, έτος Α΄, τεύχος 1ο, Ιωάννινα, Φεβρουάριος 2002, σελ. 331 -348.