ΡΑΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ν. (1862 - 1931)
Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά καταγόταν από το Τσεπέλοβο Ζαγορίου. Ήταν γιος του Νικολάου Κ. Ράδου κι εγγονός του επαναστάτη Κ. Ράδου. Από το 1876 έως το 1880 φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή. Κατόπιν, σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών ως το 1885 και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Βουκουρέστι και το Παρίσι, όπου έγινε διδάκτορας το 1915.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην Αθήνα (1888-1891) και στη Ρουμανία, όπου υπήρξε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Πατρίς» του Μ. Σίμου και διετέλεσε Διευθυντής των «Συλλόγων» Βουκουρεστίου. Η μετακόμιση του Μ. Σίμου στην Αθήνα οδήγησε στην πρωτεύουσα και τον Ράδο, ο οποίος διορίστηκε Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Δοκίμων και το 1916, αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, δίδαξε ως Έκτακτος Καθηγητής στην έδρα Γενικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το 1924 αφοσιώθηκε στη συγγραφή και στη διαμόρφωση του Μουσείου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα εντάχτηκε στον κύκλο του Γεωργίου Μιστριώτη. Αρχικά, υποστήριξε την καθαρεύουσα εναντίον της δημοτικής, αλλά δεν κράτησε αδιάλλακτη στάση. Το 1895 δημοσίευσε το διήγημα «Didina» στο ημερολόγιο «Ποικίλη Στοά». Ακολούθως, εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων «Ναυτικά διηγήματα» στην καθαρεύουσα. Εντούτοις, είχε ήδη αρχίσει να στρέφεται στη δημοτική από το 1912 με το διήγημα «Ο πιλότος του Δαρ-Μπογάζ», το οποίο δημοσίευσε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Κωνσταντίνου Σκόκου. Στα κείμενά του κυριαρχεί η επίδραση από τις ιστορικές του μελέτες που καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής του παραγωγής. Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα του κειμένου :
«Είμεθα τώρα καταμεσής στον απέραντο κόλπο της Σκάλα - Νόβας, πάντα πλώρη στο Κουσάντασι. Αριστερά ο κάβο - Κόρακας, δεξιά η Ικαρία και η Σάμος και ανάμεσα νησιού και στεριάς αρχίζει να ξεχωρίζει η μπούκα του Δαρ - Μπουγάζ. Το φανάρι, πούναι απ’ έξω απ’ το Πόρτο - Βαθύ, φέγγει πια καλά.
- Το φανάρι του Κότσικα! λέει ο καπετάν Χαραλάμπης και ετράβηξε δυνατά και γλήγορα - γλήγορα και πολλές φορές τον ναργιλέ του. Η διήγηση επλησίαζε:
- Για σας το φανάρι του Κότσικα – είπε - είναι ένα φανάρι της Παραπόλας και ο Κότσικας ένας κάβος όπως ο κάβος Σηρόφης και ο κάβο - Πάπας. Για μένα όμως είναι διαφορετικός, είναι ολόκληρη ιστορία. Δε θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω τον Μικόλα τον Φραγγιό απ’ το Κουσάντασι και τη φρεγάδα του Πατρονάμπεη, που βούλιαξε μπροστά στον Κότσικα, χωρίς το Φραγγιό, μια βραδιά του 24’. Σάμος και ελληνικός στόλος πέφταν στα χέρια του Καπουδάν - πασά. Καπτάν Νικόλας! Ήτανε Κουσαντασιανός. Μικρό, η φτώχια τον έκανε να πάει μεροκαματιάρης μέσα βαθιάστην Ανατολή, ίσα με το Αφιόν Καρά - Χισάρ, φαντάσου! Γύρισε με κάτι παραδάκια, πήρε βάρκα, πήρε γυναίκα και έχτισε την καλύβα του στο γιαλό, κοντά στους ψαράδες, στο Ασλάν Μπουρνού, όχι μακριά απ’ το Κουσάντασι. Ψαράς και αυτός στην αρχή. Με την ψαρική όμως δεν έκανε μεγάλα πράματα, αλλά του χρησίμεψε να μάθει όλα τα νερά, όλες τις ξέρες, όλες τις κακοτοπιές, τα ρέματα από τον Τσεσμέ γύρω - γύρω, ως τους Φούρνους, και μεσα στό Δαρ - Μπογάζ, ως κάτω στο Μπουδρούμι· σιγά - σιγά, δεν περνούσε ξένο καράβι χωρίς να πάρει πιλότο τον καπετάν Νικόλα· γιατί ήταν και γλυκομίλητος, δεν ήταν αγρίμι σαν τους άλλους. Έτσι, λοιπόν, ο Φραγγιός έκανε τη δουλιά του, έχτισε σπίτι, και στην καλύβα, που της έθαβε ο άμμος τα παράθυρα, έβαλε τον υποταχτικό του τον Γιώργη. Κι’ όλα πήγαιναν μπροστά. Ο ναύαρχος ο Φραντσέζος δεν έβγαινε απ’ τη Σμύρνη χωρίς να ζητάει τον καπετάν Νικόλα. Και το «καραβάνι της ανατολής» που ερχότανε δυο φορές το χρόνο απ' τη Μαρσίλλια στη Σκάλα - Νόβα, τον Φραγγιό ζήταγε για κάπο - πιλότο. Και δούλευε, δούλευε ο Νικόλας γιατ’ είχε δυο αγόρια και δυο κορίτσια ν’ αναστήσει, και το χειμώνα που χαλούσαν οι καιροί, βγαίναν οι φούστες, οι γαλιώτες κ’ οι ταρτάνες με τους κουρσάρους και λιγόστευαν οι δουλιές. Στο σπίτι του όλοι δουλεύανε, μικροί - μεγάλοι, πλέκανε δίχτια, κιούρκους, καλάθια, και πουλούσαν στο Κουσάντασι, στα Σώκια και στη Σάμο ακόμη μέσα, στο Τηγάνι. Όλα λοιπόν πήγαιναν καλά».
Με τη μελέτη του «Ο Στέφανος Ξένος και το ιστορικό μυθιστόρημα» προσπάθησε να οριοθετήσει τη σχέση της ιστορίας με τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Το πεζογραφικό έργο του περιλαμβάνει αποκλειστικά διηγήματα. Τα περισσότερα αντλούν το θέμα τους από την ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα τη ναυτική, ενώ υπάρχουν, επίσης, διηγήματα ηθογραφικού προσανατολισμού και κάποια με θεματική από το χώρο του παραμυθιού.
Έργα του είναι τα :
Ιστορία του Ναυτικού των αρχαίων Ελλήνων (μετάφραση), Αθήναι 1890.
Το γλωσσικόν ζήτημα, Αθήναι 1890
Ο εν Γαλλία περί της ελληνικής γλώσσης αγών, Αθήναι 1891
Η Ρουμανία, Αθήναι 1892.
Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων Αγώνος (μετάφραση), Αθήναι 1894.
Ιστορία του Ναυτικού της Επαναστάσεως, Αθήναι 1894.
Διάλεξις περί Πολιτείας, Αθήναι 1894.
Μικρά συμβολή εις την ναυτικήν αρχαιολογίαν, Αθήναι 1896
Γενική Ιστορία του Ναυτικού, Αθήναι 1896.
Τα καταδρομικά της Κρητικής Επαναστάσεως 1866 – 1868, Αθήναι 1896.
Η Ναυτική τακτική των αρχαίων, Αθήναι 1898.
Ο Μιαούλης προ της Επαναστάσεως, Αθήναι 1898.
Περί της ανάγκης ιδρύσεως Γεωγραφικής Εταιρείας και εν Ελλάδι, 1901.
Οι Βασιλείς της Ρουμανίας, Αθήναι 1901.
Ιστορία των συγχρόνων πολεμικών στόλων, Αθήναι 1901.
Η Ναυτική Ιστορία, Αθήναι 1902.
Δανία και Δανοί, Αθήναι 1904.
Γεωγραφικόν Δελτίον της Ελλάδος, Αθήναι 1905.
Το Ελληνικό ναυτικό κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας. Πυρπολικά και τακτική (στα γαλλικά), Αθήναι 1907.
Διηγήματα Ιστορικά και ηθογραφικά, Αθήναι 1910.
Περί τον θησαυρόν των Αντικυθήρων, Αθήναι 1910.
Ναυτικαί και αρχαιολογικαί σελίδες, Αθήναι 1910.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης ως ναυτικός, Αθήναι 1910.
Οι Μηδικοί πόλεμοι. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας. Το Βυζαντινό ναυτικό. Ο ρόλος της Ελλάδος κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (στα γαλλικά), Παρίσι 1915.
Υπομνήματα (Σπουδαί, διδασκαλία, έργα και κρίσεις περί αυτών, διπλώματα και τιμητικαί διακρίσεις [του Κ. Ράδου], Αθήνα: 1916,
Έλληνες στρατιωτικοί εν τη υπηρεσία του Μ. Ναπολέοντος, Αθήναι 1916.
Οι Σουλιώται και οι Αρματωλοί εν Επτανήσω, Αθήναι 1916.
Περί το στέμμα της Ελλάδος. Η απόπειρα των Ορλεανιδών (1825 - 1826), Αθήναι 1917.
Η αρπαγή της Γονζάγας (2 τόμοι), Αθήναι 1930.
Συμβολή Υψηλάντου εις την Μολδοβλαχίαν, Αθήναι
Βιβλιογραφία
Κραψίτης Βασίλης, Λόγιοι της Ηπείρου (1430-1912), Τόμος Α’, Αθήνα, 1979, 165
Βότσης (ναύαρχος), Μία εικοσιπενταετηρίς· Ο Κωνσταντίνος Ράδος ως ναυτικός ιστορικός, Αθήνα, Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1924.
Γιαννακός Ευρυπίδης, Ο εθνικός αγωνιστής Κωνσταντίνος Ράδος, Το Ζαγόρι μας, 40 (1981) 7
Ευαγγελίδης Τρύφων [Τ.Ε.Ε.], «Ράδος Κωνσταντίνος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 21, Αθήνα, Πυρσός, 1933.
Θεοδώρου Σάββας, Μνήμη Λογίων του Ζαγορίου του αιώνα που πέρασε, Το Ζαγόρι μας, 261 (2000) 10
Καλαντζοπούλου Βικτωρία, «Κωνσταντίνος Ν. Ράδος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Θ΄ (1900-1914), σ.378-402. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
Λαζαρίδης, Κώστας Π., Ο εθνικός αγωνιστής Κωνσταντίνος Ράδος και οι εθνικοί ευεργέτες από το Τσεπέλοβο, Γιάννινα, Μικρή Ζαγοριακή Βιβλιοθήκη Αριθμ. 8, 1971
Λαμπρίδης Ιωάννης, Ζαγοριακά οις προσετέθησαν και τινά περί Ηπείρου / Υπό Ιωάννου Λαμπρίδου, δαπάνη Ιω. Κασσανδρέως. Εν Αθήναις : Εκ του Τυπογραφείου της Αυγής, 1870, 92 - 98
Ξ[ενόπουλος] Γρ[ηγόριος], Ο Κωνσταντίνος Ράδος ως λογοτέχνης, Νέα Εστία 100 (1931) 211-212.
Παπαζήσης Δημήτριος, Βιογραφική συλλογή λογίων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας (Ηπείρου – Θεσσαλίας – Μακεδονίας), Ηπειρωτική Εστία 27 (1978) 612
Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 54 - 55
Τσουμάνη – Γιαννάκη Λένα, Επιφανείς Τσεπελοβίτες, Βασίλειος Ράδος, ο Μάρτυρας – Κωνσταντίνος Ν. Ράδος, ο Φιλικός, Εν Τσεπελόβω, 8 (2011) 4 - 7
Τσουμάνη – Γιαννάκη Λένα, Επιφανείς Τσεπελοβίτες, Κωνσταντίνος Ράδος, ο ιστορικός, ο ναυτικός, ο διηγηματογράφος, Εν Τσεπελόβω, 11 (2012) 3-5