ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ Μ.

Κατάγεται από το χωριό Νεγάδες Ζαγορί­ου. Υπήρξε κατά τη δεκαετία του '50 και του '60 πρωταθλητής Ελλάδος στην Άρση Βαρών κατέχοντας όλα τα πανελλήνια ρεκόρ στις κατηγορίες των 60 και 67,5 κιλών ανδρών κι έχοντας διεθνείς διακρίσεις. Διετέλεσε προπονητής της πρώτης μετα­πολεμικής εθνικής ομάδας Άρσης Βαρών (1962-1964), του τμήματος Άρσης Βαρών του Παναθηναϊκού (1961-1964) και των αντιπροσωπευτι­κών ομάδων Πάλης, Πυγμαχίας και Άρσης Βαρών του Πολεμικού Ναυτικού (1966-1975), οι οποίες κατέκτησαν επανειλημμένως την πρώτη θέση στα ετήσια μεγάλα πρωταθλήματα των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Από το 1981 διαμένει στα Γιάννινα και είναι προπονητής της ομάδας Άρσης Βαρών του Σπάρτακου Ιωαννίνων, πρωταθλητή Ελλάδας σε όλες τις κατηγορίες ανδρών και γυναικών έχοντας αναδείξει Ολυμπιονίκες, πρωταθλητές κόσμου και Ευρώπης.

Πέρα από την αθλητική του δραστηριότητα ο Γιώργος Οικονόμου επέδειξε πάθος για τα γράμματα και τις τέχνες. Από τη δε­καετία του 1960 δημοσιεύτηκαν σε λο­γοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες της επο­χής διηγήματα και δοκίμιά του και κατά το διάστημα 1981-1985 ήταν υπεύ­θυνος της εκπομπής «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ» στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Ιωαννίνων, παρουσιάζοντας πνευματικές μορφές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έδωσε διαλέξεις με το ίδιο περιεχόμενο σε διάφορες πόλεις, ενώ πρόβαλε τη Λογοτεχνία και τις Τέχνες μέσα από ειδική στήλη της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».

Έχει εκδώσει βιβλία με διηγήματα και φιλοσοφικά δοκίμια («Εφτά Διηγήματα», 1972, «Άϋλη τέφρα» 1977, «Θερμοκήπιο», 1981, «Ο ένας του θεού» 1982) κι έχει δημοσιεύσει κείμενα σε ανθολογίες, περιοδικά κι εφημερίδες. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ηπειρωτικής Στέ­γης Γραμμάτων και Τεχνών, της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» και «ΦΗΓΟΣ» και συνεργάζεται, κα­τά καιρούς, με τα πλέον έγκυρα περιοδικά της χώρας.

Από τα «Εφτά Διηγήματα» παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα :

«Βρέχει μονότονα. Απ' το πρωί βρέχει. Κι' όπως φαίνε­ται, θα βρέχει ακόμα κι' ακόμα. Ο ουρανός είναι ατάραχος. Συμπεπυκνωμένος. Μια πλάκα τσιμέντου, κατάμαυρη πλά­κα, πάνω απ' τήν πολιτεία. Κάτω στη λεωφόρο, ο τροχονό­μος παρατηρεί τον οδηγό του φορτηγού. Παράβαση σημά­των. Μια χοντρή γυναίκα, με πράσινο καπέλλο, σέρνει στο πεζοδρόμιο ένα σκυλί του σαλονιού. Το σκυλί γαυγίζει παραπονιάρικα. Η χοντρή γυναίκα αδιαφορεί. Το τραβάει πάν­τα. Στο υπόστεγο της αντικρυνής πολυκατοικίας, ένας φοιτητής, μπορεί και υπάλληλος, απλώνει σοβαρά τα πλυμένα ε­σώρουχά του.

Απόγεμα. Βρέχει μονότονα. Μπορεί κανείς, λοιπόν, να ονειρεύεται. Αλλά, πώς μπορεί κανείς να ονειρεύεται; Τα ό­νειρα απαγορεύονται δια νόμου.

Ξαφνικά, ακουστήκανε φωνές στον ουρανό. Γυρίσανε κ' οι δυο μαζί προς τα κει. Ήταν κάτασπρα πουλιά. Και πή­γαιναν κατά το βάθος, όλο πήγαιναν, φτερουγίζοντας αργά, ξεμακραίνοντας ολοένα. Σαν ένα σύννεφο που χάνονταν με τον αγέρα. Εκείνος έγινε, μονομιάς, πολύ φωτεινός. Πολύ σίγουρος. Όπως η διψασμένη έρημος, που πάνω της πέφτει η πρώτη βροχή.

Είναι πελαργοί, είπε ο πλοίαρχος μάλλον αδιάφορα. Μαζί ταξιδεύουμε πάντα.

Παρήγορο σημάδι, μουρμούρισ' εκείνος. Βεβαιώνε­ται κανείς για το ταξίδι του.

—Όμως, πολλές φορές, η απόσταση τους σκοτώνει στα μισά του δρόμου, παρατήρησε σοβαρά ο πλοίαρχος. Έχω δει κοπάδια απ' αυτούς, ολόκληρα κοπάδια, να γκρεμίζουνται, από ψηλά, όπως οι πέτρες.

Εκείνος γύρισε το κεφάλι του.

—Ωστόσο, επιμένουν, είπε κοιτάζοντας τον πλοίαρχο στα μάτια. Κι' αυτό, γιατί ετούτος ο θάνατος, είναι αλλιότικος.

Σώπασε. Κοίταξε πίσω τα πουλιά. Ακόμα πιο μακριά ήταν εκείνα τώρα, μα πάντα στην ίδια κίνηση. Στην κίνη­ση της φυγής. Και δίχως ν' αφήνουν σημάδια πίσω τους. Έτσι, να φεύγουν μόνο. Να χάνουνται. Να σβήνουν. Παιχνί­δι των φτερών, τραγούδι των φτερών, στο άπιαστο μάκρος της απόστασης. Και τίποτε άλλο.

—Ναι, πρόστεσε αμέσως. Είναι αλλιότικος. Δε σου δίνει τον καιρό να τον καταλάβεις. Έρχεται ξαφνικά, την ώρα που κυνηγάς τη ζωή.

Έκλεισε το ημερολόγιο. Ένοιωσε, πως δεν υπήρχε λό­γος να συνεχίσει. Του αρκούσε πια το ταξίδι. Η βεβαιότητά του. Κι ακόμα, η σιγουριά, ιδιαίτερα η σιγουριά, πως όλα εκείνα, που ήταν κρυμμένα στις λέξεις του, θα γίνονταν σε λίγο αναμνήσεις. Που θάσβηναν κι' αυτές. Κι' όλα θα τα ξεχνούσε».

Βιβλιογραφία

Οικονόμου Γιώργος Ματθαίος, Εφτά Διηγήματα, Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1972, 46-47

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 42

Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 304 -305