ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (1856 - 1943)
Γεννήθηκε στις Νεγάδες του Ζαγορίου. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του. Το 1870 μετέβη στη Βραΐλα της Ρουμανίας, όπου τελείωσε τις σπουδές του στο ελληνικό εκπαιδευτήριο των αδελφών Κουμπάρη. Υπηρέτησε ως διδάσκαλος για 50 χρόνια στα Μύρο, Κανάλια και Μεσγάνι Καρδίτσας και τα Νεγάδες, Φραγκάδες και Δραγάρι Ζαγορίου.
Έχει γράψει το βιβλίο «Απομνημονεύματα» με εισαγωγή και σημειώματα του Μ. Οικονόμου που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1974.
Παρατίθεται απόσπασμα από ποίημά του για την Καλωτά:
Η ΚΑΛΩΤΑ
Η Καλωτά είναι καλόν και έμορφον χωρίον
καλή η εκκλησία της, ωραίον το Σχολείον
Θείας Μεταμορφώσεως είναι η εκκλησία
Αυγούστου έξ πανήγυρις γίνεται θαυμασία
Στο μεσοχώρι ο χορός, το ομορφοστρωμένο
γίνεται ζωηρότατος με τρόπο ζηλεμένο.
Έχ’ εξωκκλήσια καλά, όπως κι’ άλλα χωριά
της Αγίας Παρασκευής και του Προφήτ’ Ηλία
το Μοναστήρι το Βισσοκό, Κοίνησις Παναγίας
που επί τρίπου Μιχαήλ εκτίσθη αρχοντείας.
Είναι ευεργέται Καλωτάς, ο Ζάκας των Σχολείων
που χρόνια διετήρησε και Παρθεναγωγείον
Και τα Σχολεία Καλωτάς σκολιά έχουνε γίνει
Μόνον ποιος είν’ αρμόδιος περί τούτων ας κρίνει.
Οι δάσκαλοι με μέθοδον διδάσκουν τα παιδία
και πλέον δεν τα τυραννούν με τη τεχνολογία
ούτε να λέγουν ραφανίες ή θρίδακες δεν κάνει,
αλλά μαρούλια τα παιδιά κι’ οι δάσκαλοι ρεπάνι
Για τα σκολιά η μαλλιαρ’ η γλώσσα
αυτή είν’ η κατάλληλος, που είναι γλώσσα ζώσα,
σ’ αυτήν χορεύουν και πηδούν, παίζουν περιβολάρη
και τραγουδούν το γαϊδαρο, όπου βαστά σαμάρι.
Είν’ άχρηστος εις τα σκολιά η γλώσσα η αρχαία
κι’ άδικα ζαλίζεται, μ’ αυτήν η νεολαία.
Πρόγονες γίγαντες αυτήν ωμίλουν και δεν κάνει
να την μαθαίνομεν ημείς, απόγονοί των νάνοι.
Γλώσσα νεκρά δεν ωφελεί, ζαλίζεται η νεότης
άχρηστα τα ιδανικά, χρήσιμ’ η σκοπιμότης.
Γόνοι αυτής Θεόφιλος Παϊσιος καμάρι
Κι’ ο Κονομάτης ο λαμπρός ο Φιλικός με χάρι
Καλλίνικος Καλόγηρος, πρώην Κώστας Σταμάτης
στ’ Άγιον Όρος ‘μόνασε αυτός ο Καλωτάτης
Οι δυο πρώτ’ επίσκοποι τη βρύση του Δεσπότη
έκτισεν εις την Καλωτά, είναι των άλλων πρώτοι.
Ανδρέας ο Τενόπουλος στο Μεσοχώρι βρύσι
την έκτισε πανέμορφη να πιή όστις θελήσει
Χριστόδουλος καθηγητής, ένδοξος Καλωταίος
Την γλώσσαν την Ομηρικήν ως Έλλην γράφ’ αρχαίος.
Θαυμάζεται το ποίημα εις τον Γαμβέτα Γάλλον,
Πούκαμε στην ομηρικήν γλώσσαν έπος μεγάλον.
Ο Οικονόμος ο ιερεύς, Βίκας πατήρ δασκάλων
Ο Νούσιας, ο Δημήτριος παπάδες μ’ επιβάλλον
Διδάσκαλος ο Θεμελής, οι τέσσαρες Βικαίοι
Ο ιερεύς Νικόλαος κι’ Ανδρέας οι Πετσαίοι.
Λαμπρός ήτο διδάσκαλος ο Παπαγεωργίου
o Κωνσταντίνος, υπογραμμός δάσκαλου σεβασμίου.
Ο Βασταρούχας ο ιατρός, ο Βέλλιος ο Τασούλας
…….
Κι’ ο Μακρυνιώτης παπαγιός Αλέκος ο Μπανάκος
τεχνίτης λεπτουργός αλλά κομμουνισμού γεμάτος
Κωστάκης Βίκας ιατρός, όστις εις το Παρίσι
εσπούδασεν ….
Και τώρα εχ΄ η Καλωτά άνδρες εξακουσμένους
Και δικηγόρους και ιατρούς και διανοουμένους.
Ο επιστήμων ιατρός ο Στέφανος Στεφάνου
φιλάνθρωπος, αγαπητός στέκει πολύ απάνου
……
Αποστολίδης ιατρός άριστος επιστήμων
παρ’ όλων υπολήπτεται και φίλων και γνωρίμων
Και δικηγόρος ευφραδής Γιώργος Κωνσταντινίδης
βροντά και αστράφτει ως Περικλής που γράφει ο Θουκυδίδης
Όταν στα δικαστήρια χεμάρρους αγορεύει
και δικαστάς και ακροατάς θέλγει και σαγηνεύει.
Τον ήττονα λόγον ποιεί κρείττονα και θαυμάζουν
τας γνώσεις του τας νομικάς στας δίκας που δικάζουν
Δικαστηρίου αίθουσα ταράττεται, δονείται
κι’ ο ρήτωρ ο Γεώργιος καταχειροκροτείται
Για τούτο δικηγόρον των πολλοί τον διορίζουν
διότι είναι βέβαιοι την δίκην πως κερδίζουν.
Υπάρχει κι οδοντίατρος δόντια χρυσά που βάνει
λαίμαργα σαν ο Λούκουλος να τρώγουν να τους κάνη
Κι’ άλλοι επιστήμονες σπουδάζουν Καλωταίοι
οικοκυραίων τα παιδιά χρηστών ελπίδων νέοι
Ψάλτης ο καλλικέλαδος Δημήτριος ο Σιόλος
που όταν ψαλλ’ αχολογά της εκκλησιάς ο θόλος
και οι εικόνες σείονται και τα κανδήλια τρέμουν
Ταράττοντ’ οι πολυέλαιοι κι’ ο κόσμος απομένουν
εκστατικοί για τη φωνή που δυνατά φωνάζει
και ψάλλει τόσον υψηλά χωρίς και να βραχνιάζη
Πολλούς έχ’ οικυραίους καλούς και τιμημένους
τα κτήματα στην Καλωτά καλά εργαζομένους.
Και άλλοι εις τα Γιάννενα και άλλ’ εις μέρη ξένα
είν’ έμποροι κι’ εργάζονται πιστά και τιμημένα,
που όλοι την θαυμάζουνε την τιμιότητά των
γι’ αυτό πελάτες έχουνε στα καταστήματά των.
………
Αι δε γυναίκες Καλωτάς τέλειες Ζαγορίσιες
τίμιες, φρονιμότατες, γεμάτες όλες χάρι
τους άνδρες και τα τέκνα των έχουν χρυσό καμάρι.
Και τα κορίτσια Καλωτάς σεμνότατα γεμάτα
και ταπεινά και φρόνιμα με κάλλη τα αφράτα.
Και τα αμπέλια Καλωτάς γλυκά σταφύλια κάνουν
γλυκύτατο και το κρασί και το ρακί για ζήλια
Όσοι αν πίνουν μέτρια, οίνος καρδίαν ευφραίνει
όσοι δ’ αν πίνουν άμετρα, εβγαίνουν μεθυσμένοι.
Έχει και οπωρικά καλά, κεράσια μήλ’ απίδια
σύκα κι’ ωραία κάστανα, λεφτόκαρα, καρύδια
Αυτή είναι η Καλωτά, καλά σαν νερό ρέει
λαμπρόν Ζαγοροχώριον στην ευτυχία πλέει
Δεν θα ειπήτε ψέματα, ό,τι έγραψα και είπα
σας κα΄νω όρκον φίλτατοι, τον Άγιον Αντύπα,
Είν’ η αγία του εικών, αρχαία ζωγραφία
στον τέμπλον εκκλησίας σας άκρον εις την νοτία
Χρόνια πολλά σας κι ευτυχή να΄ναι το πανηγύρι
Υψών, απών τω σώματι, στη γειά σας το ποτήρι
κι εύχομαι πνεύματι παρών ω φίλοι Καλωταίοι
να ζήτε άνδρες, γέροντες, γυναίκες , παιδιά, νέοι
Γεια σας φίλοι και χαράς σας
ευδαιμονία και ζωή
μακρότατη και καλή
πάντα νάναι σιμά σας
Τέτοια είναι η Καλωτά που λεν καλό δεν έχει
λαμπρόν Ζαγοροχώριον που ευτυχία τρέχει
Έχει χωράφια καλά σπέρνουν σιτάρια, βρίζα
ολίγον αραβόσιτον και βρώμη και κριθάρια
Έχει και γιδοπρόβατα, παίρνουν τυρί και γάλα
παίρνουνε και το βούτυρον, μεγάλα έχουν κέρδη
Έχει και ζώα φορτηγά, άλογα και μουλάρια
φέρουν και τα φορτώματα κ’ εμβαίνουν και καβάλλα.
Βιβλιογραφία
Θεμελής Δημήτρης, Το χωριό μας η Καλωτά, μέρος Β’, σσ. 74 - 77
Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων περιοχής Ζαγορίου. Από το Μεθόδιο Ανθρακίτη ως σήμερα, Γιάννινα 1990, 64