ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Γ. (1948 - 2010)

Γεννήθηκε στη Λάιστα. Ήταν παιδί φτωχών Σαρακατσάνων γονέων και μεγάλωσε σε κτηνοτροφική οικογένεια. Πέρασε τα μαθητικά του χρόνια μέσα στο οικοτροφείο της Βελλάς από την οποία αποφοίτησε δάσκαλος. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία στην Ήπειρο. Υπήρξε άξιος, δίκαιος και υπομονετικός με τα παιδιά στις δυσκολίες και τη φτώχεια των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80.

Από τα τέλη του 1970 ως το 2009 δημοσιεύτηκαν άρθρα του, κείμενα λογοτεχνικά σε εφημερίδες και περιοδικά. Συνέγραψε τα βιβλία «Το χρέος», «Οι πελεκητές μου πέτρες» και «Χαμοκέρασα». Συμμετείχε σε συγγραφική ομάδα βιβλίων Δημοτικού Σχολείου για τα Ελληνόπουλα της Γερμανίας και στην ερευνητική εργασία Ανάτυπο - Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών - Επιστημονική Επετηρίδα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Για έξι χρόνια ήταν υπεύθυνος στην Περιβαλλοντική Σπουδή-Αγωγή Α/θμιας Εκπ/σης Νομού Ιωαννίνων. Συμμετείχε ενεργά στα κοινωνικά δρώμενα πάντα με αγάπη για τον τόπο του.

Από το βιβλίο του «Οι πελεκητές μου πέτρες» παρατίθενται δύο ποιήματα :

ΜΙΑ ΙΔΕΑ

Κοιμήθηκα.

Ύπνος με όνειρα.

Κι ήταν όλα για την Ειρήνη.

Πέταξε το πουλί.

Άκουσα το τραγούδι του.

Άπλωσε τα φτερά το περιστέρι,

τ’ ακολούθησα με το μάτι μου.

Κι η αλήθεια είχε φτερά.

Αέρας στο φτερούγισμα,

δροσιά στα πρόσωπά μας.

Ένα σημάδι σ’ όλους τους ανθρώπους.

Ήταν της ευτυχίας.

Την έφερε η Ειρήνη.

Ξύπνησα.

Ζωή μ’ αγώνα.

Είδα, ανθρώπους να φτύνουν την Ειρήνη.

Η ΙΔΕΑ να μπαίνει στη μηχανή.

Να βγαίνει λέξεις…

Να μοιράζεται στα χαρτιά,

μα πάντα να μένει ΜΙΑ ΙΔΕΑ.

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ειρήνη! Με λόγια τη χορτάσαμε.

Οι πόλεμοι δε σταματούν για ανάσα.

Χτυπά ο λαός με τη γροθιά

τη σφαίρα πίσω να γυρίσει.

Για Ειρήνη λεν πως πολεμούν,

στρατολογούν αμούστακα παιδάκια.

Είδαμε «τις αλήθειες τους»

πως είναι παραμύθια.

Βιβλιογραφία

Χρήστος Γ. Καρβούνης 1948 – 16/11/2010, Λαϊστινά Νέα 57 (2010), 14

�Ut1(�h��family:"Book Antiqua"'> 

Απ’ της Λάϊστας το βουνό ο ήλιος το πρωί το λούζει, το ζεσταίνει.
Κι ολημερίς ο αγέρας το χαϊδεύει το δροσίζει.
Το δείλι ο ίσκιος του Παπίγκου το νανουρίζει
κι ο γκιώνης αχ! Με τι στοργή τ’ αποκοιμίζει!

Ο κούκος, απ’ του γεροπεύκου το ξερό κλαρί ,
την Άνοιξη, κάθε πρωί, με τι χαρά την προμηνεί!
Απ’ το ρέμα το βαθύ, τ’ αηδόνι, αχ! Πως τη διαλαλεί!
Κι ο κότσυφας τι γλέντι κάνει εκεί ψηλά στη λεύκα, στη δρύ!

Σε τούτο του ήλιου τ’ όμορφο, μικρό καλό χωριό,
πρωτόειδα  ΄γώ το θαυμαστό κόσμο, το λαμπρό!
Στον Πισιώτη έπαιζα με τ’ άλλα του χωριού παιδιά,
απ’ το πουρνό και στον Κόγκουρο ως το βαθύ το δειλινό!

Στο ταπεινό κι αγαπημένο μικρό πετρόκτιστο σχολειό,
πρωτάκουσα το γλυκόλαλο δάσκαλο του χωριού μ’ εγώ,
τη σοφία να ιστορεί και τη δόξα των αρχαίων προγόνων,
καθώς και την παληκαριά του Εικοσιένα μας ηρώων.

Ξάπλωσα με μπιστικούς φίλους καλούς και γκαρδιακούς,
κατ’ απ’ του Γκουλαλιάρου τις πανήψηλες βαλανιδιές.
Τη βουή του πεύκου της Ορτζίστας άκουσα και της οξιάς.
Κάθισα στον ίσκιο του Γεροπλάτανου και της λυγόβεργης Μεσοχαριτίνης ιτιάς

Σκαρφάλωσα του Πάπιγκου τα κακοτράχαλα, κοφτερά τσουγκάρια.
Της Τσούκας τα γούπατα πέρασα και τις βαθύσκιωτες πλαγιές.
Έσχισα άφοβα τα λογγάρια της Κούτσιομπας και τα ρουμάνια.
Του Μπόρου ανέβηκα τις πανήψηλες πευκοσκέπαστες πλαγιές.

Στο σούρουπο, άκουσα στη Γκινιάσα τα ουρλιαχτά του λύκου.
Στο Γυφτόκαμπο με τρόμαξε της αρκούδας τ’ άγριο μουγκρητό!
Το σφύριγμα με ξάφνιασε του περήφανου άγριου τράγου,
απ’ το κοφτερό τσουγκάρι του Κόρμπου, το ψηλό!

Γεύτηκα απ’ της Γηστέρας τη βουνίσια ολόδροση πηγή,
κρυστάλλινο, αθάνατο, παρθενικό νερό!
Απ’ του Φάγκου και της Σιώνζας τη δροσερή πηγή, 
πόσο άφθονο ήπια γ���(�hp�ροσερό νερό!

Του ψαρά δοκίμασα τη χαρά και τη λαχτάρα,
στο κελαρυστό του Ρουρ-Ράτσε πεντακάθαρο νερό!
Στην ποταμιά τουφέκισα την Πινδιώτικη αρκούδα,
με το φεγγάρι ολόγιομο κατάκορφα στον ουρανό!

ΚΙ έφυγα και περπάτησα του κόσμου τα στενορύμια.
Νυχτοπερπάτησα στράτες δύσκολες και σκοτεινές.
Δρασκέλισα τετράψηλα βουνά, κάμπους και λαγκάδια,
πέρασα πελάγια απέραντα και θάλασσες πλατιές.

Σε κάστρα κλείστηκα του Μεσαίωνα στη Δύση.
Είδα πόλεις βουερές, πρωτεύουσες μεγάλες ξακουστές.
Στην Αλεξάνδρεια έφτασα του Μέγα την Εσχάτη!
Άκουσα του κόσμου τις γλώσσες και ντοπιολαλιές!

Όπου κι αν πήγα, στη Δύση και πέρα στην Ανατολή,
η ρίζα μ’ γερά πάντα ήταν μπιγμένη στη γή την Πατρική.
Και προσμένω, τώρα, με λαχτάρα την ευλογημένη ώρα, την καλή,
τα πιστρόφια να γιορτάσω στη χορταριασμένη του σπιτιού μ’ αυλή!

 

Βιβλιογραφία

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 26

Φίλης Γιάννης, Γιώργος Α. Καρατζιάς (1911-1997), Λαϊστινά Νέα 9 (1998) 10