ΙΩΑΝΝΙΔΗ ΦΡΟΣΩ (1896 - 1986)
Γεννήθηκε στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου. Παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία με τον Ιωάννη Ιωαννίδη και μετακόμισε στα Ιωάννινα. Γρήγορα ξεχώρισε στη Γιαννιώτικη κοινωνία με τις δραστηριότητές της. Το 1926 ήταν ήδη μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Λυκείου Ελληνίδων, του Ορφανοτροφείου Θηλέων και του Λυκείου «Ζωοδόχος Πηγή». Συμμετείχε σε κάθε εκδήλωση στα Ιωάννινα. Το 1940 οργάνωσε μαζί με άλλες Γιαννιώτισες την περίθαλψη και μεταφορά των πρώτων τραυματιών από το μέτωπο. Προσέφερε το σπίτι της, όπου γίνονταν τα μαθήματα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στις εθελόντριες αδερφές.
Στο τέλος του πολέμου ήταν αξιωματούχος της U.N.R.A. Εργάστηκε με ζήλο για την ανάπτυξη της οικοτεχνίας στο Ζαγόρι. Επίσης, υπήρξε μέλος της Επιτροπής Μελέτης και Οικονομικού Προγραμματισμού του Υπουργείου Συντονισμού στο Κέντρο Παραγωγικότητας και ταξίδεψε σε διάφορα κέντρα παραγωγής προϊόντων οικοτεχνίας. Επισκέφτηκε τη Σχολή Ταπητουργίας στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής, στην Εύβοια και το Μέτσοβο και μελέτησε τις συνθήκες οικοτεχνίας. Έγραψε αναλυτικές εκθέσεις για κάθε της επίσκεψη. Πέτυχε να αναβιωθεί το προπολεμικό σαμαροσκούτι και να προωθηθεί η παραγωγή της βελέντζας – φλοκάτης που έγινε μόδα της εποχής.
Το 1952 οργάνωσε με επιτυχία Τμήμα Εργασιοθεραπείας στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο στήνοντας αργαλειούς και καλώντας Ηπειρώτισσες που δίδαξαν υφαντική στις γυναίκες ασθενείς. Έπειτα, επέστρεψε στα Ιωάννινα όπου οργάνωσε εργαστήρια ανταρτόπληκτων κοριτσιών, όπου μάθαιναν μια βιοποριστική τέχνη. Επίσης, έφτιαξε Οικοκυρική Σχολή στο Σκαμνέλι, ενώ διετέλεσε Τεχνικός Σύμβουλος στο Σχέδιο Μάρσαλ για την προώθηση της Οικοτεχνίας. Εργάστηκε ακούραστα για κάθε ωφέλιμο έργο, όπως την ανοικοδόμηση του καμένου σχολείου του χωριού της, το Γυμνάσιο – Λύκειο και τη Μαθητική Εστία που χτίστηκε με δικές της ενέργειες στο Τσεπέλοβο. Η φήμη της ήταν τέτοια που η Βασίλισσα Φρειδερίκη της πρότεινε να βοηθήσει στην οργάνωση των παιδοπόλεων.
Στην Αθήνα το 1967 είχε την ιδέα να αναπτύξει τη σύγχρονη γυναικεία μόδα χρησιμοποιώντας ως έμπνευση της Ηπειρώτικες τοπικές φορεσιές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλά νυφικά να κατασκευάζονται με υφαντό μεταξωτό ύφασμα και Ηπειρώτικα στολίδια και κεντήδια. Οι παραγγελίες έρχονταν ακόμη και από την Αμερική. Ταυτόχρονα, προέβαλε στην Αθήνα ο,τιδήποτε Ηπειρώτικο και Ζαγορίσιο. Το σπίτι της ήταν ένα μουσείο με πλήθος αντικείμενα Ηπειρώτικης Λαϊκής Τέχνης, με τα οποία διακοσμούσε πολλές Ηπειρώτικες εκδηλώσεις. Δημιούργησε στην Αθήνα Χορευτικό Όμιλο από κορίτσια της Αθήνας με Ηπειρώτικη καταγωγή, στα οποία τόσο η ίδια όσο και κοπέλες από το Τσεπέλοβο δίδασκαν τους τοπικούς χορούς. Για όλα αυτά απέκτησε τον τίτλο «Μάνα του Ζαγοριού».
Οι ακόλουθοι στίχοι της Χρυσάνθης Ζιτσαίας είναι χαρακτηριστικοί :
«Μάνα σε λεν του Ζαγοριού και
Δωρική Κολώνα
Μα εγώ σε λέω λεβέντισσα,
Ζαγοριανή τρυγόνα
Που σέρνεις πρώτη το χορό και
Τις καρδιές φτερώνεις
Και μ’ όλη της την ομορφιά
Την Ήπειρο ενσαρκώνεις!
Το 1975 έδωσε διάλεξη στην Αρχαιολογική Εταιρία για τη Γυναίκα της Πίνδου και τη συμβολή της στον πόλεμο του 1940. Στο τέλος της ομιλίας της ζήτησε να στηθεί το Άγαλμα της Γυναίκας της Πίνδου στην πιο ψηλή κορφή του Ζαγορίου, όπως κι έγινε το 1994 με πρωτοβουλία της Ι.Λ.Ε.Ζ.
Βιβλίο της είναι το «Γυναίκες της Πίνδου» που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Βιβλιογραφία
Ιωαννίδη Καίτη, Επιφανείς Τσεπελοβίτες, Εν Τσεπελόβω 4 (2010) 4 – 6
Νικολαΐδης Ιωάννης Ν., Η Τσεπελοβίτισσα Φρόσω Ιωαννίδη, Το Ζαγόρι μας, 91 (1985) 10, 14
Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 25