ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (1786 - 1854)
Ο Γεώργιος Γεννάδιος ήταν γιος του Αναστάσιου ή Παπαναστάση, που γεννήθηκε στα Δολιανά, όπου υπηρέτησε ως εφημέριος. Η εχθρική αντιμετώπιση των Τούρκων στην Ήπειρο οδήγησε τον ιερέα να καταφύγει στη Σηλυβρία της Θράκης. Εδώ το 1786 γεννήθηκε ο Γεώργιος. Ωστόσο, ο θάνατος του πατέρα του τον επανέφερε μαζί με τη μητέρα του στα Δολιανά, όπου είχαν την υποστήριξη των συγγενών τους. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του κι ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη μόρφωσή του στα Ιωάννινα. Το 1797, σε ηλικία έντεκα ετών, στάλθηκε στο θείο του Γεννάδιο, ιερομόναχο και ηγούμενο σ' ένα μοναστήρι στο Βουκουρέστι. Σπούδασε κοντά στο δάσκαλο Λάμπρο Φωτιάδη και ξεχώρισε για το θετικό πνεύμα του, την οξυδέρκεια και την επιμέλειά του. Κατόπιν, δίδαξε την ελληνική γλώσσα στο Βουκουρέστι και το 1809 συνοδεύοντας ως παιδαγωγός τα παιδιά μιας πλούσιας οικογένειας μετακόμισε μαζί τους στη Λειψία. Έτσι, σπούδασε αρχικά στην Ιατρική Σχολή, την οποία εγκατέλειψε για τη Φιλοσοφική και το 1814 πήρε το αντίστοιχο πτυχίο. Επέστρεψε στο Βουκουρέστι κι εργάστηκε σαν οικοδιδάσκαλος. Το 1815 ο Διευθυντής της «Αυθεντικής Σχολής» Νεόφυτος Δούκας, που είχε διαδεχτεί το Λάμπρο Φωτιάδη, τον πήρε βοηθό του. Το 1817 δίδαξε στην Ελληνική Κοινότητα της Οδησσού και το 1820, μετά την πρόσκληση του Ηγεμόνα Αλέξαντρου Σούτσου, ξαναγύρισε στο Βουκουρέστι αναλαμβάνοντας την αναδιοργάνωση της Ελληνικής Σχολής.
Ο Γεώργιος Γεννάδιος ταύτιζε την πνευματική με την εθνική δράση. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία κι αγωνίστηκε με πάθος για την πατρίδα εμψυχώνοντας τους μαθητές του. Κατά την επανάσταση στη Μολδοβλαχία προέτρεψε με φλογερούς λόγους τους μαθητές του να εξεγερθούν :
— «Ήλθεν η ώρα ν’ αποδείξητε προς τον κόσμον, που σας κοιτάζει, και προς την Πατρίδα, ήτις ελπίζει από σας, ότι είσθε γνήσια αυτής τέκνα! 'Ηλθεν η ώρα να δείξητε την ευγνωμοσύνη σας προς την Πατρίδα, ήτις σας εγέννησε και να προσφέρετε ελάχιστον πράγμα αντί της μεγίστης ευεργεσίας, ότι σας έκαμεν Έλληνας, να προσφέρητε την ζωή σας υπέρ αυτής. Η πατρίς, αφού σας ευηργέτησε γεννήσασα υμάς Έλληνας, τώρα σας παρέχει και άλλην μεγαλυτέραν ευεργεσίαν, να πολεμήσετε και ν' αποθάνετε, ως Έλληνες, υπέρ αυτής. Αφού σας έδωκε την ζωήν, τώρα σας προτείνει την αθανασίαν. Πρόγονοι και πατέρες τριών χιλιάδων ετών, ήρωες, μάρτυρες, σοφοί, στρατηλάται, σας κοιτάζουν από τον Ουρανόν, δια να ιδούν αν θα φανήτε άξιοι αυτών και της Πατρίδος. Των Θερμοπυλών, του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος και των Πλαταιών αι ψυχαί σας νεύουν και σας ενθαρρύνουν. Του Ιερού Λόχου των Θηβών οι αδελφοί σας, σας φωνάζουν: «Μη μας ατιμάσετε! Μιμηθήτε μας». Σας περιμένουν με αγκάλας ανοικτάς. Τεσσάρων αιώνων Τουρκοκρατίας ήρωες και μάρτυρες, η αθάνατη κλεφτουργιά, ιεράρχαι, άρχοντες, προεστοί, διδάσκαλοι, ναυτικοί σας φωνάζουν: Μάχεσθε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος! Των παλαιών Αθηνών οι νέοι σας προσκαλούν να ορκισθήτε τον όρκον εκείνων. Γονατίσατε και ορκισθήτε!».
Οι μαθητές του συγκινημένοι ακολούθησαν το πρόσταγμά του, η Σχολή έκλεισε και κατετάγησαν στον Ιερό Λόχο. Η αποτυχία της επανάστασης τον βρήκε στην Τρανσυλβανία, όπου εκπροσωπούσε τον Υψηλάντη συγκεντρώνοντας πολεμικό υλικό και χρήματα για τον αγώνα. Οι ενέργειές του μαζί με τα γεγονότα κατέστησαν αδύνατη την επιστροφή του στο Βουκουρέστι. Έτσι, κατέφυγε πρώτα στη Ρωσία κι έπειτα στη Γερμανία, όπου σπούδασε Θεολογία. Η εθνική τραγωδία του Ιερού Λόχου και το δράμα του ελληνισμού τον συγκλόνισαν με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τις θεολογικές του σπουδές και μετά από ένα ταξίδι μέσα από την Ιταλία, βρέθηκε πρώτα στη Ζάκυνθο, έπειτα στην Κυπαρισσία και κατέληξε το 1824 στο Ναύπλιο, όπου ανέλαβε την οργάνωση του «Κεντρικού» Σχολείου του Άργους. Ακολούθως, συμμετείχε ένοπλα στον αγώνα του έθνους μαζί με το φιλέλληνα Φαβιέρο στην άτυχη μάχη της Καρύστου. Διεσώθηκε «ανυπόδητος, φθειριών και ηλιόκαυστος», όπως μαρτυρεί ο συμπολεμιστής του Παναγιώτης Σούτσος, με ψαριανό πλοίο στη Σύρο. Το 1826 βρίσκεται στο Ναύπλιο και προσπαθεί να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του και να διεγείρει τη φιλοπατρία τους καλώντας τους να προσφέρουν από το ελάχιστο υστέρημά τους για τον εθνικό αγώνα. Πέτυχε με αυτόν τον τρόπο να συγκεντρωθούν τα αναγκαία για την αγορά όπλων, πολεμοφοδίων και τροφών και να σχηματιστεί ιππικό. Η επιρροή και το κύρος του ήταν τέτοια που οι Ζαΐμης και Κολοκοτρώνης τον συμβούλευσαν ν' αναλάβει την Ανώτατη Αρχή, αλλά ο Γεννάδιος αρνήθηκε και κατέφυγε στην Ύδρα, τη Σύρο και την Τήνο μεταδίδοντας το επαναστατικό μήνυμα. Υπήρξε αντιπρόσωπος των Ηπειρωτών στην Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας, χρησιμοποιήθηκε σε εμπιστευτικές αποστολές από τον Καποδίστρια και του ανατέθηκε η κατάρτιση του Οργανισμού του Ορφανοτροφείου και του Κεντρικού Σχολείου, το οποίο αποτελούσε το ανώτερο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο.
Παράλληλα, συγκέντρωσε παλιά έντυπα, χειρόγραφα, μεμβράνες και παλιά βιβλία που βρίσκονταν σε Μοναστήρια και τα μετέφερε στην Αθήνα ξεκινώντας πρώτος το 1832 την προσπάθεια για την ίδρυση της Εθνικής Βιβλιοθήκης και του Νομισματικού Μουσείου. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες για την ίδρυση του Πανεπιστημίου, του οποίου διετέλεσε για μικρό διάστημα και Καθηγητής, ενώ στη στενή σχέση του με τους αδελφούς Ριζάρη οφείλεται η ίδρυση στην Αθήνα της «Ριζαρείου Σχολής», την οποία διεύθυνε. Πρωτοστάτησε σε κοινωφελή έργα συμβάλλοντας στην ίδρυση της «Φιλεκπαιδευτικής», «Αρχαιολογικής» και «Φυσιολογικής» Εταιρείας.
Αναφορικά με την πνευματική του δημιουργία πέρα από τις μεταφράσεις του σε ξένα έργα ο ίδιος έγραψε τα «Στοιχειώδης εγκυκλοπαιδεία», Μόσχα 1819-1820, «Στοιχειώδης πραγματεία περί ρεών του ανθρώπου» (μετάφραση από το Ιταλικό, Μόσχα 1819), «Πρώτη τροφή του υγειούς ανθρωπίνου νοός του Κ. Fr. Thieme» (μετάφραση από το Γερμανικό, Αίγινα 1833), Λουκιανού «Τόξαρις», Αίγινα 1830, του ίδιου «περί του μη ραδίως πιστεύειν διαβολή», Αίγινα 1830, «οι σωζόμενοι επιτάφιοι των Ελλήνων», Αίγινα 1831, Πλάτωνος «Μενέξενος» Αθήναι 1834, «Κατήχησις» Αθήναι 1839, «Ελληνικά», Αθήναι 1850 κ.ά. Ορισμένα από τα έργα του, όπως η «Ηθική Χρηστομάθεια», η «Γραμματική της Ελληνικής γλώσσης», η «Ιερά Ιστορία» ανατυπώθησαν αρκετές φορές.
Βιβλιογραφία
Αναστασιάδης Ξενοφών, Γεωργίου Γενναδίου βίος, έργα, επιστολαί, Παρίσι, 1926, μέρος Α', 23
Βιζουκίδης Περικλής, Η συμβολή των Ηπειρωτών εις το έργον του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ηπειρωτικά Χρονικά 12 (1937) 5
Γεννάδιος Ιωάννης, Ο Γεώργιος Γεννάδιος «σωτήρ της όλης πατρίδος» εν Ναυπλίω το 1826: μαρτυρίαι και εκθέσεις των τότε παρευρεθέντων και των έκτοτε τα του αγώνος ιστορησάντων, Οξφόρδη 1905.
Γούδας Αναστάσιος Ν., Α., Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Τόμος Β': Παιδεία, Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Μ. Π. Περίδου, 1870, 309-338
Κραψίτης Βασίλης, Λόγιοι της Ηπείρου (1430-1912), Τόμος Α’, Αθήνα, 1979, 120 - 126
Λαζαρίδης, Κώστας Π., Ο Δάσκαλος του Γένους Γεώργιος Γεννάδιος (από τα Δολιανά), Γιάννινα, Μικρή Ζαγοριακή Βιβλιοθήκη Αριθμ. 7, 1971
Λαμπρίδης Ιωάννης, Ζαγοριακά, οις προσετέθησαν και τινά περί Ηπείρου, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου της Αυγής, 1870, 269 - 275
Λεοντσίνης Γ. , Ζητήματα νεότερης ελληνικής ιστορίας και εκπαίδευσης, Αθήνα, Εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, 1995, 253-272
Μέρτζιος Γεώργιος, Λόγιοι Ζαγορίσιοι επί Τουρκοκρατίας, Το Ζαγόρι μας, 129 (1988) 164, 171
Παπαζήσης Δημήτριος, Βιογραφική συλλογή λογίων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας (Ηπείρου – Θεσσαλίας – Μακεδονίας), Ηπειρωτική Εστία 25 (1976) 546
Παρανίκας Ματθαίος Κ., Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από Αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ') εκατονταετηρίδος, Εν Κωνσταντινουπόλει : Εκ του Τυπογραφείου Α. Κορομηλά, 1867, 71
Σάθας Κωνσταντίνος Ν., Νεοελληνική Φιλολογία, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασιν διαλαμψάντων Ελλήνων, από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1453 - 1821), Εν Αθήναις, Εκ της Τυπογραφίας των Τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, 1868, 12-22