ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ΤΑΤΣΗΣ (1928 - 2009)

Γεννήθηκε το 1928 στην Καλουτά. Ξεκίνησε να παίζει βιολί από πολύ μικρή ηλικία στο Ωδείο Ιωαννίνων με την Όλγα Μέντζου. Από το 1942 μέχρι το 1944 μελέτησε και Μουσική Δωματίου με την Νίνα Μαρούφωφ, πιανίστα και διευθύντρια του Ωδείου Ιωαννίνων. Ακολούθως, σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη του Γ. Λυκούδη από το 1948 έως το 1954 (πήρε το δίπλωμά του με α΄ βραβείο).

Το 1952 ίδρυσε το «Ελλη­νικό Κουαρτέτο Γ. Δυκούδης» (Αποστολίδης – Καγκελάρη - Βατικιώτης - Κατσικάκης), που εμφανίστηκε στην Ελλάδα και το εξωτερικό μέχρι το 1992.

Συνέχισε με κρατική υποτροφία τις σπουδές του με τον παιδαγωγό Ζορζ και τον διάσημο βιολονίστα Χένρικ Σέρινγκ στο Παρίσι και στη Διεθνή Ακαδημία της Νίκαιας, όπου βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας (1960). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε στη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Παράλληλα, έκανε εμφανίσεις με το «Ελληνικό Κουαρτέτο» που ίδρυσε και ως σολίστ στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Γαλλία, Ρουμανία, Γερμανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία, Περσία, Τουρκία, Αίγυπτο, Αγγλία). Το 1978 ανέλαβε την Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, την οποία μετέτρεψε από μικρό σύνολο εγχόρδων σε πλήρη συμφωνική ορχήστρα. Ίδρυσε τη Μικρή Ορχήστρα Εγχόρδων και διηύθυνε την Ελληνική Καμεράτα, το σύνολο «Μαρσίας», την Ορχήστρα των Χρωμάτων, τη Συμφωνική Ορχήστρα ΕΡΤ και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, ενώ είχε στο ενεργητικό του πολλές ηχογραφήσεις και οκτώ δίσκους. Παρουσίασε σε A' εκτέλεση πολλά ελληνικά και ξένα έργα για βιολί (Becker, Milhaud, Καρυωτάκη, Γ. Α. Παπαϊωάννου, Σισιλιάνου, Δραγατάκη, Σκαλκώτα κ.ά.). Μεταξύ άλλων, παρουσίασε και τα «Κοντσέρτα για βιολί και ορχήστρα» των Δ. Δραγατάκη, Γ. Α. Παπαϊωάννου κ.ά. Εξίσου σημαντική είναι και η εκπαιδευτική του δραστηριότητα, καθώς δίδαξε στο Ωδείο Αθηνών από το 1955 μέχρι το 2003. Το 2006 του απονεμήθηκε το Ελληνικό Βραβείο Μουσικής, το οποίο έχει θεσπιστεί από το Εθνικό Συμβούλιο Μουσικής για την προσφορά του στην ελληνική μουσική.

Το 2001 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Δεκαπέντε ιστορίες και μια βόλτα με ποδήλατο» από τις εκδόσεις Κέδρος. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα :

«Οβίδες   σφυρίζουν,   χτυπάνε   τους   λόφους, το Υδραγωγείο, τον περιφερειακό της λίμνης, πέφτουν μέσα της, παφλασμός, το πυρωμένο σίδερο σβήνει στο νερό. Ο Σίλας ξυπνάει. Έξω ακούγεται η ερημιά, ποτίζουν τους κήπους. Πέρα, οι ξένοι στρατιώτες πάνε γυμνάσια – ο άνεμος παίρνει τα εμβατήρια. Ανηφορίζει τη Σαμουήλ, περνάει κάτω από το θολωτό σπίτι, χτισμένο σαν γέφυρα. Το πρωινό έχει τη γεύση της ομίχλης, σιγά σιγά το γυρίζει σε νοτιά, έρχεται βροχή. Πιο πάνω, το παγώνι του Ράδου κρώζει πίσω απ’ τις σιδεριές. Στο λόφο της Δεξαμενής λόχμες για τους ερωτευμένους και τα φίδια, μακριά στρωμένη η πεδιάδα, τα πρώτα χτίσματα, ο κήπος της θείας Ρωξάνης. Ο στενός δρόμος βγάζει στην Αγία Μαρίνα της μητέρας το χαμομήλι γλιστράει μέχρι τις ανοιχτές θύρες. Μέσα ψάλλουν τον όρθρο – λιγοστοί πιστοί φτιάχνουν Θεό. Στο ραφείο του Παπανικολάου ο γλόμπος αιωρείται πάνω απ’ το φθαρμένο πάγκο. Απέναντι, το ψηλό σπίτι με τις αδελφές, στη στροφή το Ωδείο. Η Λιούμπα θα κοιμάται ακόμη. Για ν’ αποφύγει τη λάσπη της αγοράς, ο Σίλας μπαίνει στα Εβραίικα, βαδίζει σύρριζα στο Κάστρο, για το μόλο. Η λίμνη. Ανατριχιάζει ως πέρα. Την κοιτάζει. Ακίνητος. Το βουνό ανεβαίνει με χίλια βάσανα, το χωριό καίγεται ακόμα. Τηλεγραφόξυλα στη σειρά τρέχουν έξω από την πόλη, τα σύρματα μεταφέρουν τη γραμμή της Κεντρικής Επιτροπής κάτω από τα νευρικά ποδαράκια των πουλιών. Δίπλα, το μπορντέλο με τους χρωματιστούς τοίχους και τα στολίδια των παλιών μαστόρων. Εδώ τον περιμένει ο Σύνδεσμος – στην κεφαλή του βαρύ φωτοστέφανο η μετώπη της πρόσοψης. «Φεύγω για πάνω», λέει. «Τα πράματα δυσκολεύουν, πρόσεχε την οργάνωση της εβδόμης.» Δεν τον ξαναείδε. Τον έπιασαν στα φυλάκια της εξόδου, τον κρέμασαν το ίδιο πρωί, στο προαύλιο της Γενικής Διοίκησης. Ύστερα, η λεύκα λικνιζόταν από τον αέρα»

Βιβλιογραφία

Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 31-32

κ������f�g�υτός αμέσως, "μη κά­νεις έτσι καημένε, μην απελπίζεσαι, κατέβασε το γουλιά γουλιά και θα ιδείς πως θα κατεβεί". Κάνω όπως μου είπε, άρχισα να πίνω και να 'μαι ζωνταντός όπως με βλέπεις.

Βιβλιογραφία

Αποστολίδης Πέτρος, Όσα Θυμάμαι 1900-1969, Α’ Γκάρνιζον Ουσιάκ 1922-1923, Αθήνα, Εκδ. Κέδρος, 1981, 60-61

Θεοδώρου Σάββας, Μνήμη Λογίων του Ζαγορίου του αιώνα που πέρασε, Το Ζαγόρι μας, 261 (2000) 11

Σακελλαρίδης Θανάσης, Πέτρος Αποστολίδης (1896 – 1988), Η Καλουτά μας 10 (1992) 209 - 211

Σακελλαρίδης Θανάσης, Πνευματικοί άνθρωποι του χωριού μη επιζώντες. Λογοτέχνες – Δημοσιογράφοι – Συγγραφείς, Η Καλουτά μας 10 (1992) 209 – 211

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 7

Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 30-31