ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ΠΕΤΡΟΣ (1896 - 1988)

Γεννήθηκε στην Καλωτά Ζαγορίου. Αφού ολοκλήρωσε το Σχολαρχείο, φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων. Ακολούθως, σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθη­νών και το 1917 κατατάχθηκε στο στρατό. Υπηρέτησε ως νοσοκόμος και ανθυπίατρος σε Αθήνα, Θήβα, Θεσσαλονίκη και στη Σμύρνη. Έλαβε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους στο Αφιόν - Καραχισάρ για ένα χρόνο. Επέστρεψε στα Ιωάννινα το 1923. Το 1924 παρέμεινε στα κρατητήρια της χωροφυλακής ένα μήνα λόγω των αριστερών του φρονημάτων. Παντρεύτηκε την Αθηνά Καππά και μετέβη στο Παρίσι για την ειδικότητά του. Επιστρέφοντας το 1925 στα Ιωάννινα εξάσκησε την Ιατρική ως αφροδισιολόγος – δερματολόγος. Παράλληλα, διετέλεσε Γραμματέας του Ιατρικού Συλλόγου Ιωαννί­νων.

Λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων διώχθηκε πολλές φορές. Συμμετείχε στον ανθελονοσιακό αγώνα του Υπουργείου Υγείας στην Κόνιτσα και στα χωριά του Φαναριού και της Παραμυθιάς. Κατά τη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας απολύθηκε. Το 1939 στρατεύτηκε ως έφεδρος ανθυπίατρος και υπηρέτησε στο στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στην κατοχή ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και συνελήφθη το 1942 από τους Ιταλούς και το 1943 από τη Γκεστάπο. Το Δεκέμβριο του 1944 εκλέχθηκε Δή­μαρχος Ιωαννίνων «από τα εργατικά και επαγγελματικά σωματεία της πόλης». Κατόπιν, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και στην αρχή του δεύτερου αντάρτικου (1946) εξορίστηκε στον Άη-Στράτη, μέχρι και το 1947. Το 1948 συνελήφθη στην Αθήνα και εξορίστηκε στην Ικαρία και το 1949 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο. Όταν τελείωσε ο εμφύλιος επέστρεψε και παρέμεινε στην Αθήνα μέχρι το 1958 απασχολούμενος ως γιατρός. Το 1958 ξανάνοιξε το ιατρείο του στα Ιωάννινα, όπου κι εργάστηκε έως τη συνταξιοδότησή του. Το 1967, σε ηλικία 71 ετών συνελήφθη από τους συνταγματάρχες της χούντας και οδηγήθηκε στη Γυάρο. Μετά την απελευθέρωσή του έμεινε στην Αθήνα μέχρι το θάνατο της συζύγου του το 1976.

Έπειτα επέστρεψε στο χωριό του Καλωτά, όπου συνέγραψε τα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν το 1981 από τις εκδόσεις «Κέδρος» με τον τίτλο «Όσα θυμά­μαι» (Α' τόμος: Γκαρνιζόν Ουσάκ - 1922/23 και Β' τόμος: Η συνέχεια - 1990/1922 και 1923/1969). Το βιβλίο έλαβε το «Α' Βραβείο Φιλίας και Ειρήνης Αμπντί Ιπεχτσί».

Παραθέτουμε ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα :

»Είχαμε δέκα μέρες νηστικοί, αλλά εκείνο που μας βασάνιζε πιο πολύ ήταν η δίψα. Δεν υπήρχε νερό μέσα στα σύρματα και δεν μας ά­φηναν να πάμε να πάρουμε νερό από τη βρύση που ήταν λίγο πιο πέ­ρα, έξω από τα σύρματα.

»Φωνάζαμε νερό κι αυτοί μαζεμένοι γύρω από τα συρματο­πλέγματα έξω, στρατιώτες και πολίτες, χασκογελούσαν. Μερικοί στην απελπισία τους βάλθηκαν με πέτρες και με τα νύχια τους όλη τη νύχτα να ανοίξουν πηγάδι, μήπως και βρουν έστω και λίγη υγρή λά­σπη να ξεδιψάσουν. (Το είδα κι εγώ αυτό το σκάμμα αργότερα, είχαν φθάσει σε βάθος δυο και μισό με τρία μέτρα. Τι κάνει η απελπισία!).

»Πέρασε εκείνο το βράδι χωρίς σταγόνα νερό, πέρασε κι η άλλη μέρα κι ήρθε η άλλη. Ο αυγουστιάτικος ήλιος καμίνι και πουθενά το παραμικρό δεντράκι ή χτίσμα να κρύψεις το κεφάλι σου. Άρχισαν τό­τε να 'ρχονται απ' έξω από τα σύρματα πολίτες, μας έδειχναν τενεκέδες με νερό, χίλιες δραχμές ο τενεκές. Έτρεξαν πολλοί, όμως πρώτα το χιλιάρικο κι ύστερα ο τενεκές, που πολλές φορές δεν είχε ούτε στα­γόνα νερό.

»Το στόμα μου είχε στεγνώσει σαν σιόλα παπουτσιού και στην τσέπη μου δεν είχα πεντάρα. Ξάπλωσα και είπα μέσα μου: έως εδώ, τώρα όλα τέλειωσαν. Δίπλα μου όμως ήταν ξαπλωμένος ο συμπα­τριώτης σου λοχίας Ζιαραβέλας, σ' αυτόν χρωστάω τη ζωή μου. Είχε ένα χιλιάρικο, πήγε κι αγόρασε έναν τενεκέ. Δεν ήταν κι αυτός γεμά­τος, αλλά είχε αρκετό. Μου γεμίζει και μένα το κύπελό μου. Γεμίζω με λαχτάρα το στόμα μου και πάω να καταπιώ. Το νερό όμως δεν κατέβαινε κάτω. Ξαναδοκιμάζω, τίποτε, ο λαιμός μου είχε κλείσει. Βούρκωσαν τα μάτια μου, ξαπλώνω κάτω και λέω στο λοχία: "σ' ευχαριστώ Ζιαραβέλα, αλλά η δική μου ζωή τέλειωσε, το νερό δεν πάει κάτω, να ζήσετε εσείς". Μ' αγκαλιάζει αυτός αμέσως, "μη κά­νεις έτσι καημένε, μην απελπίζεσαι, κατέβασε το γουλιά γουλιά και θα ιδείς πως θα κατεβεί". Κάνω όπως μου είπε, άρχισα να πίνω και να 'μαι ζωνταντός όπως με βλέπεις.

Βιβλιογραφία

Αποστολίδης Πέτρος, Όσα Θυμάμαι 1900-1969, Α’ Γκάρνιζον Ουσιάκ 1922-1923, Αθήνα, Εκδ. Κέδρος, 1981, 60-61

Θεοδώρου Σάββας, Μνήμη Λογίων του Ζαγορίου του αιώνα που πέρασε, Το Ζαγόρι μας, 261 (2000) 11

Σακελλαρίδης Θανάσης, Πέτρος Αποστολίδης (1896 – 1988), Η Καλουτά μας 10 (1992) 209 - 211

Σακελλαρίδης Θανάσης, Πνευματικοί άνθρωποι του χωριού μη επιζώντες. Λογοτέχνες – Δημοσιογράφοι – Συγγραφείς, Η Καλουτά μας 10 (1992) 209 – 211

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 7

Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 30-31