ΠΟΑΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. (1905 - 2004)

Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1905. Η καταγωγή του ήταν από τη Λάιστα της Ηπείρου. Το 1912 λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και της Βουλγαρικής κατοχής επέστρεψε στο χωριό της καταγωγής του. Το 1913 μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στα Ιωάννινα, όπου ο Γεώργιος τελείωσε το Σχολαρχείο. Το 1920, όμως, μετά την απελευθέρωση της Θράκης επέστρεψαν οικογενειακώς στην Κομοτηνή. Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο το 1923 και στη συνέχεια παρακολούθησε μια εμπορική σχολή στη Θεσσαλονίκη. Το διάστημα από το 1928 ως το 1930 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στα Ιωάννινα. Το 1933 επέστρεψε στην Κομοτηνή, όπου παρέμεινε μέχρι το 1940 απασχολούμενος στις επιχειρήσεις του πατέρα του και στο Δήμο Κομοτηνής. Η Βουλγαρική Κατοχή του 1941 τον ανάγκασε να μετακομίσει οικογενειακώς στην Αθήνα. Εκεί έλαβε μέρος στους αγώνες του ΕΑΜ. Μετά τον Εμφύλιο παρέμεινε στην Αθήνα εργαζόμενος σε οικονομικές υπηρεσίες διαφόρων εταιρειών. Έκανε σπουδές στην πολιτική οικονομία και στράφηκε προς τις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, την ιστορία και τη φιλοσοφία. Εργάστηκε ως ερευνητής στο κέντρο Μαρξιστικών ερευνών στο φιλοσοφικό τμήμα και υπήρξε οργανωτής στο «Κέντρο Πολιτισμού Δημήτρης Γληνός».

Άρχισε να γράφει και να δημοσεύει τα πρώτα του ποιήματα στη δεκαετία του 1920 σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Πολλά λυρικά και επικολυρικά ποιήματα καθώς και λογοτεχνικά και πολιτικά άρθρα του δημοσιεύτηκαν στον τύπο και στην επόμενη δεκαετία.

Από τις ποιητικές του συλλογές ξεχωρίζουν οι «Γλυκοχαράζουν τα βουνά…» και «Νέοι Σκοποί». Επίσης, συνέγραψε τα βιβλία «Το ξύπνημα της κοιμισμένης γης», «Το ξύπνημα των μαζών και η αφασία της διανόησης» και το «ένα δέντρο απλώνει τα κλαριά του».

Παρατίθεται ένα απόσπασμα από το έργο του :

«Ο Καπετάν - Μιχάλης ο Ζορμπάς είχε ριζώσει σαν πλάτανος στο χωριό του. Κανένας δεν ήξερε ίσαμε που έφταναν οι ρίζες του. Μόνο τα κλαριά του απλώνανε και όλο απλώνανε. Υποχθόνιοι θεοί, πάπποι, προσπάπποι, ο τάδε και ο δείνα, λέγανε οι θρύλοι, θρέφανε τις ρίζες της γενιάς του. Βύζαινε σαν παράξενο θεριό το χώμα της πατρίδας του.

  Ο Αλή - Πασάς τον κάλεσε στα Γιάννινα να προσκυνήσει. Μα οι στέρεες πατούσες του ήτανε δύσκολο να ξεκολλήσουν από το μετερίζι τους. Εκατοχρονίτης κόντευε, δημογέροντας του Ζαγοριού.

  Σαρανταπέντε χωριά της Πίνδου, ανυπότακτα, από το Μιτσικέλι και τον Βίκο έως τον Αώο και την Γκαμήλα του Παπίγκου θεμέλιωσαν, με σουλτανικό φιρμάνι, μια στέρεη αυτοδιοικούμενη περιοχή.

  Το Ζαγόρι «πρώτο στ’ άρματα πρώτο και στα γράμματα». Δάσκαλοι του γένους και πλούσιοι ευεργέτες από την ξενιτιά χτίζανε σχολειά και κάστρα. Αρχοντόσπιτα, πέτρα πελεκητή, σχιστόλιθη σκεπή, σιδηρόφρακτα παράθυρα. Αυλόπορτες βαριές με πλατυκέφαλα γυφτοκάρφια. Μπρούντζινες συμβολικές διακοσμήσεις λογιών - λογιών σφυροκοπούσε το μυστικό καμίνι του Έθνους. Δικέφαλους αετούς και πυρόγλωσσους δράκους. Σταυρωτά σπαθιά και ξίφη για οικόσημα. Αλλες μεσόπορτες του σπιτιού με σιδηρένια αντιστύλια και ξύλινους περάτες. Μέσα από διπλότοιχους φιδοσέρνονταν ψημένοι κορμοί δέντρων να αμπαρώσουν το βιός τους. Αγκωνάρια πελεκητά με διασταυρούμενες πολεμίστρες παράστεκαν στο βουερό μελισσολόι της πατριαρχικής εκείνης οικογένειας των δύσκολων καιρών. Τα αρχοντοχώρια του Ζαγοριού λουφάζανε, πέτρινοι δράκοι, μέσα στην άγρια φύση της Πίνδου και στο σκλαβωμένο περίγυρο του Γιαννιώτικου κάμπου και των βορειοηπειρωτικών προσβάσεων. Στοιχειωμένα πέτρινα γιοφύρια με βυζαντινές καμάρες που αγκαλιάζανε βράχους και αντίβραχους σφιχτοδένανε την στρατηγική διάταξη του πολύπτυχου ορεινού τοπίου.

  Σας μιλάω για τα πατρογονικά μου, μα ίδια πάνω - κάτω ήτανε όλα τα χωριά του Ζαγοριού. Πεζουλωτές συνοικίες, που κατηφορίζανε - παραταγμένες μακεδονίτικες σάρισσες έτοιμες για τη μάχη, ψηλά κατάψηλα, από τον Αη-Γιάννη ίσαμε χαμηλά στους καβαλάρηδες, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη, τα δυο άγρυπνα ξωκκλήσια στο έμπα του χωριού μας, Βιγλάτορες κλησάρηδες φυλάγανε το άσβεστο φως των καντηλιών μέρα και νύχτα.

  Αμπέλια και τριφύλλια ήμερα ζώνανε στα χθαμαλά της ποταμιάς. Ένας ύπουλος ξηροπόταμος, στις βαρυχειμωνιές χώριζε - κατακλυσμός - για μήνες τα ψηλοκρεμαστά χωριά του Ζαγοριού από τα Γιάννινα και τα Γρεβενά. Κατεβασιές από κοτρωνολίθαρα ξεθεμέλιωναν, καθώς έλιωναν τα χιόνια, αναχώματα και ξύλινα γιοφύρια. Η θολή νεροποντή τραβούσε οργισμένη κατά τη θάλασσα. Γίδια, βόδια, κάποτε και ανθρώπους τους ταξίδευε ο ποταμός στο κόσμο του χαμού. Μόνο οι βυζαντινές καμάρες άντεχαν, των πέτρινων γεφυριών, πιστοί οροφύλακες στα καίρια σημεία της παλιάς Εγνατίας οδού».