ΠΕΤΡΟΥ (ΠΙΝΔΕΑΣ) ΓΙΑΝΝΗΣ (1911 - 1998)

Γεννήθηκε στη Βωβούσα Ζαγορίου. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του κι ακολούθως φοίτησε στο Αγροτικό Οικοτροφείο Ιωαννίνων και σε Γυμνά­σιο των Αθηνών. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου. Έφυγε στο εξωτερικό, στη Βενεζουέλα και την Αργεντινή και τελικά στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Κήρυξ» και την «Ατλαντίδα», της οποίας υπήρξε Διευθυντής. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1978 κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Υπήρξε στενός συνεργάτης και βασικός συντάκτης της «Ηπειρωτικής Εταιρείας» γράφοντας με το όνομα Γιάννης Πινδέας.

Έγραψε τα έργα:

Φλογέρα (Βουκολικά τραγούδια), Αθήνα 1936.

Πνευματικό Οδοιπορικό (μετάφραση, επιμέλεια, σχόλια Γιάννη Πέτρου-Πινδέα). Γιάννινα 1987.

Λουλούδια του Πίνδου, Αθήνα 1994.

Παραθέτουμε το ποίημά του «Το Στοιχιωμένο καράβι» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό το Ζαγόρι μας το 1989 :

Το Στοιχιωμένο καράβι

Η μάνα μου κι ο αφέντης μου όταν ζούσανε

- πανάλαφρο του τάφου τους το χώμα ! –

πραματευτής να γίνω μου παράγγελναν,

μου τώλεγαν συχνά και μ’ ένα στόμα.

Αλλιώς, με καταριώνται – και το γνοιάζομαι,

πως ριζικό και προκοπή δεν κάνω.

Κακόμοιρος, πικρό ψωμί θα γεύομαι,

ανήμπορος και σκλάβος θα πεθάνω.

Κι εγώ, που την κατάρα τους στοχάζομαι,

καραβοκύρης βούλεψα να γίνω.

Καράβι λυγερό και καλοτάξιδο

αγάρασα κι αρμάτωσα στην Τήνο.

Ασημικά, διαμάντα και μαλάματα,

μετάξια πλουμιστά και δαχτυλίδια,

της Προύσας τα χαλιά τα μυριοκέντητα,

της Βενετιάς τα χίλια δυο παιχνίδια,

δε φόρτωσα στην όμορφη φρεγάδα μου

- ο νους μου τρέχει αλλού και γι’ άλλα αντ’ άλλα -,

πραμάτια μου πεντάκριβη κι ατίμητη

τα όνειρα της νιότης, τα μεγάλα.

Και πάω να πουλήσω την πραμάτεια μου

σε ξωτικά λιμάνια, σ’ άλλους τόπους.

Την διαλαλώ !... Μ’ αλλοίμονο, ανήξερους

κι αδιάφορους τους βρίσκω τους ανθρώπους.

Ξανά προς τ’ ανοιχτά θαλασσοπέλαγα…

ολόγυρα ερμιάς, αφροί και κάβοι.

Και μια νυχτιά που ούρλιαζαν οι άνεμοι

μου στοίχιωσε το δόλιο μου καράβι.

Κι ακούω στα στερνά, στο καταλάγιασμα,

να λέει μια Ξωθιά σε μια Νεράιδα :

- «Καράβι λυγερό, γεμάτο ονείρατα,

ποτέ στα πέλαγά μας δεν ματαείδα!...

Τι κρίμα ποου ο ξανθός ο καπετάνιος της

βρυκόλιασε – και πια τον δεν πεθαίνει!...»

Αχ, μάνα μου κι αφέντη μου, η κατάρα σας

σκληρά το ριζικό μου το βαραίνει!

Βιβλιογραφία

Τσέτσης Χρήστος, Οι Ηπειρώτες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, Γιάννινα, Εκδ. Τυποεκδοτική Ηπείρου ΕΠΕ, 2003, 357 - 358