ΚΑΡΑΤΖΙΑΣ ΓΙΩΡΓΗΣ (1911 - 1997)

Καταγόταν από το Ηλιοχώρι (Ντομπρίνοβο) Ζαγορίου. Ήταν δάσκαλος και πρωτοδιορίστηκε στο σχολείο της κοινότητας Σαρδώς Λήμνου. Πήρε μέρος σαν έφεδρος αξιωματικός το 1935 στο κίνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου και πολέμησε στον Ιταλοελληνικό Πόλεμο του 1940 κι αιχμαλωτίστηκε., Κατόρθωσε να αποδράσει, ωστόσο, ξαναπιάστηκε και κλείστηκε στο κάστρο Γκάβι σε αυστηρή απομόνωση. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας μεταφέρθηκε από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο Φίξανκ της Γερμανίας, από όπου απελευθερώθηκε το 1945 από το Σοβιετικό στρατό.

Μετά την επιστροφή του εργάστηκε σα δάσκαλος στη Ρεματιά Φαρσάλων. Πήρε κατόπιν ενεργό μέρος στον Εμφύλιο ως στέλεχος του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδος. Ακολούθως, πήγε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου εργάστηκε πρώτα ως δάσκαλος κι έπειτα ως Επιθεωρητής στα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς.

Έγραψε έξι μελέτες για την ελληνική γλώσσα, γραμματική και παιδαγωγική καθώς και βιβλία με αφηγήσεις και διηγήματα και μια ποιητική συλλογή.

Έγραψε το βιβλίο «Η πρώτη ανάβαση και το τελευταίο τρόπαιο», το οποίο δημοσιεύτηκε στην Αθήνα το 1984. Πρόκειται για μια κυνηγετική αφήγηση.

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κείμενό του :

«Η κυρά Μάρω έχει ιδιαίτερη αδυναμία στο μέλι. Όποτε το πετύχει, όχι μονάχα το καταβροχθίζει λαίμαργα, μα γλύφει και τις πατούσες της! Μα δεν φοβάται τα μελισσοτσιμπήματα; Α, έχει την τέχνη της! Αγκαλιάζει την κυψέλη, την κατρακυλάει στον κατήφορο, το μελισσολόι τρομαγμένο, εγκαταλείπει την κυψέλη, τότε με τα δυο μπροστινά της πόδια σπάζει την κυψέλη και τρώει το θείο δώρο, το μέλι! Μια φορά, λοιπόν, στα τελευταία χρόνια, για να βρει μέλι, άφησε την κοιλάδα του Αώου και του Ρασιανίτη και ταξίδεψε στα ενδότερα του Ζαγοριού. Έφτασε στο Μιτσικέλι και μπήκε στο χωριό Ελάτη. Εκεί ανακάλυψε τα μελίσσια του αείμνηστου, τώρα, του μπάρμπα Χρυσόστομου του Γεωργιάδη. Γλυκάθηκε την πρώτη φορά, δευτέρωσε με επιτυχία την επίσκεψη.

Έτσι, από συνήθεια πια, άρχισε να τρυγάει μια-μια τις κυψέλες του Μπάρμπα Χρυσόστομου.

Τι να κάνει ο φουκαράς; Ανάστατος, πήγε στα Γιάννενα για να διαμαρτυρηθεί στο Νομάρχη.

- Ξέρεις κυρ Νομάρχη τι παθαίνω;

- Τι έπαθες Μπάρμπα Χρυσόστομε, για πες μου;

- Τι να σου πω κυρ-Νομάρχη! Η αρκούδα κάθε τόσο μου τρυγάει τα μελίσσια.

- Τι θέλεις να σου κάνω εγώ; Απάντησε με απορία ο Νομάρχης.

- Ξέρω ‘γω; ξαναπάντησε αμήχανα ο μπάρμπα Χρυσόστομος.

- Καταλαβαίνω τον πόνο σου, μα με τι τρόπο μπορώ να πείσω την αρκούδα να μην  τρώει τα μελίσσια σου;

Το επεισόδιο αυτό, άθελα μου θύμισε ένα Βιετναμέζικο παραμύθι, όπου μια χήρα με κλάματα πήγε στον Κατή της περιοχής και τον παρακαλούσε να πιάσει την τίγρη, που κατασπάραξε το μονάκριβο γιό της, να την φέρει στο δικαστήριο, για να την τιμωρήσει. Κι ο Κατής, έκπληκτος από την πρόταση της χήρας, της απάντησε:

«Σε λυπάμαι και νιώθω το μητρικό σου πόνο, η τίγρη όμως, δεν ανήκει στην δικαιοδοσία μου. Πώς να τη φέρω στο δικαστήριο;»
Τότε, ένα νέος τολμηρός, πετάχτηκε και είπε. «Εγώ θα τη φέρω». Ο Βιετναμέζος «Ηρακλής», τάχατες, την έφερε και δήθεν, την τιμωρήσανε!
Βέβαια, αυτό ανήκει στον κύκλο των παραμυθιών.

Ο μπάρμπα Χρυσόστομος δεν είχε καταλάβει πως στην σύγχρονη εποχή δεν υπάρχουν «Ηρακλήδες» κι ότι χρειάζονται μέτρα προφύλαξης.»

Το 1971 κι ενώ βρισκόταν στην Τασκένδη έγραψε το ακόλουθο ποίημα όπου εκφράζει τη νοσταλγία του για την πατρίδα :

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
Στη δροσερή του Προύμπου την πλαγιά μικρό χωριό σκαλώνει.
Και μέχρι τον Κόνγκορο και την Σουνχώρα κατ’ απλώνει.
Δυο ρέματα με πάθος τ’ αγκαλιάζουν και το ζώνουν,
κι ο Λάγιστος με τη Γκαβρίλα, αχ! Πως το καμαρώνουν!

Απ’ της Λάϊστας το βουνό ο ήλιος το πρωί το λούζει, το ζεσταίνει.
Κι ολημερίς ο αγέρας το χαϊδεύει το δροσίζει.
Το δείλι ο ίσκιος του Παπίγκου το νανουρίζει
κι ο γκιώνης αχ! Με τι στοργή τ’ αποκοιμίζει!

Ο κούκος, απ’ του γεροπεύκου το ξερό κλαρί ,
την Άνοιξη, κάθε πρωί, με τι χαρά την προμηνεί!
Απ’ το ρέμα το βαθύ, τ’ αηδόνι, αχ! Πως τη διαλαλεί!
Κι ο κότσυφας τι γλέντι κάνει εκεί ψηλά στη λεύκα, στη δρύ!

Σε τούτο του ήλιου τ’ όμορφο, μικρό καλό χωριό,
πρωτόειδα  ΄γώ το θαυμαστό κόσμο, το λαμπρό!
Στον Πισιώτη έπαιζα με τ’ άλλα του χωριού παιδιά,
απ’ το πουρνό και στον Κόγκουρο ως το βαθύ το δειλινό!

Στο ταπεινό κι αγαπημένο μικρό πετρόκτιστο σχολειό,
πρωτάκουσα το γλυκόλαλο δάσκαλο του χωριού μ’ εγώ,
τη σοφία να ιστορεί και τη δόξα των αρχαίων προγόνων,
καθώς και την παληκαριά του Εικοσιένα μας ηρώων.

Ξάπλωσα με μπιστικούς φίλους καλούς και γκαρδιακούς,
κατ’ απ’ του Γκουλαλιάρου τις πανήψηλες βαλανιδιές.
Τη βουή του πεύκου της Ορτζίστας άκουσα και της οξιάς.
Κάθισα στον ίσκιο του Γεροπλάτανου και της λυγόβεργης Μεσοχαριτίνης ιτιάς

Σκαρφάλωσα του Πάπιγκου τα κακοτράχαλα, κοφτερά τσουγκάρια.
Της Τσούκας τα γούπατα πέρασα και τις βαθύσκιωτες πλαγιές.
Έσχισα άφοβα τα λογγάρια της Κούτσιομπας και τα ρουμάνια.
Του Μπόρου ανέβηκα τις πανήψηλες πευκοσκέπαστες πλαγιές.

Στο σούρουπο, άκουσα στη Γκινιάσα τα ουρλιαχτά του λύκου.
Στο Γυφτόκαμπο με τρόμαξε της αρκούδας τ’ άγριο μουγκρητό!
Το σφύριγμα με ξάφνιασε του περήφανου άγριου τράγου,
απ’ το κοφτερό τσουγκάρι του Κόρμπου, το ψηλό!

Γεύτηκα απ’ της Γηστέρας τη βουνίσια ολόδροση πηγή,
κρυστάλλινο, αθάνατο, παρθενικό νερό!
Απ’ του Φάγκου και της Σιώνζας τη δροσερή πηγή, 
πόσο άφθονο ήπια γάργαρο, δροσερό νερό!

Του ψαρά δοκίμασα τη χαρά και τη λαχτάρα,
στο κελαρυστό του Ρουρ-Ράτσε πεντακάθαρο νερό!
Στην ποταμιά τουφέκισα την Πινδιώτικη αρκούδα,
με το φεγγάρι ολόγιομο κατάκορφα στον ουρανό!

ΚΙ έφυγα και περπάτησα του κόσμου τα στενορύμια.
Νυχτοπερπάτησα στράτες δύσκολες και σκοτεινές.
Δρασκέλισα τετράψηλα βουνά, κάμπους και λαγκάδια,
πέρασα πελάγια απέραντα και θάλασσες πλατιές.

Σε κάστρα κλείστηκα του Μεσαίωνα στη Δύση.
Είδα πόλεις βουερές, πρωτεύουσες μεγάλες ξακουστές.
Στην Αλεξάνδρεια έφτασα του Μέγα την Εσχάτη!
Άκουσα του κόσμου τις γλώσσες και ντοπιολαλιές!

Όπου κι αν πήγα, στη Δύση και πέρα στην Ανατολή,
η ρίζα μ’ γερά πάντα ήταν μπιγμένη στη γή την Πατρική.
Και προσμένω, τώρα, με λαχτάρα την ευλογημένη ώρα, την καλή,
τα πιστρόφια να γιορτάσω στη χορταριασμένη του σπιτιού μ’ αυλή!

 

Βιβλιογραφία

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 26

Φίλης Γιάννης, Γιώργος Α. Καρατζιάς (1911-1997), Λαϊστινά Νέα 9 (1998) 10