ΒΑΛΕΚΑΣ ΛΑΖΑΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥ (1887 - 1976)

Γεννήθηκε στην Καλουτά. Εδώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωσή του. Έφυγε από το χωριό του και μετακόμισε στην Αθήνα, όπου διορίστηκε υπάλληλος στα ΣΠΑΠ.  Υπηρέτησε την πατρίδα του συμβάλλοντας στην ανέγερση του σχολείου το 1992.

Έγραφε στίχους στους οποίους κυριαρχεί η ανθρωπολατρεία, η τοπολατρεία και η φυσιολατρεία. Ανάμεσα στα ποιήματά του αναφέρονται τα «Ειρήνη», «Εις την γενέτειραν», «Ο Γέρος», «Ο Νους», «Η Μάνα», «Η Ζωή», «Η Φύσις», «Το στυλό», «Ανθρωπισμός», «Ο Ψαράς», «Ελπίς», «Η Πικροδάφνη», «Η αγωνία», «Ο Πλάτανος», «Στη γυναίκα», «Ψέμμα και αλήθεια», «Σκέψεις», «Ο Πόνος», «Εξέλιξις», «Εις φιλάργυρον».

Στο ποίημά του «Στην Καλωτά μου» καταγράφει τον πόνο του όταν γύρισε στο χωριό του το 1970 κι αντίκρισε το καμμένο σπίτι του:

Στην Καλωτά μου

Χωριό μου υπερήφανο και χιλιοπονεμένο

που ειν’ τα παλατάκια σου και στέκεις μαραμένο ;

που είν’ τα παλατάκια σου τα χιλιοκαμαρωμένα

που κτίζαν τα παιδάκια σου πούρχονταν απ’ τα ξένα ;

- Τα κάψαν τότε οι Ναζί

με κάμποσα χωριά μαζί.

- …Σωρούς λιθάρια και βαντζιές, τσουκνίδες και χορτάρια

βρήκα από το Σπίτι μου τα μόν’ απομεινάρια.

Και στην αυλή θεόρατη καμάρωνε σκαμνιά

τώρα μόνο το κούτσουρο θυμίζει λησμονιά.

Γύρω στον κήπο στην αυλή πέσανε τα πεζούλια

χαθήκαν οι τριανταφυλλιές, κληματαριές και γιούλια

που κάποτε στα νιάτα μου μ’ εκείνη τραγουδούσα

και είμουνα πανευτυχής και με βιολιά γλεντούσα.

Άκουγα κούκου τη φωνή, γκιώνη το μοιρολόι

τα γίδια με τα κυπριά που μπαίναν στο κατώι

ανάσαινα το άρωμα του καθαρού αέρα

άκουγα με κατάνυξη τσομπάνου τη φλοέρα.

Τώρα τρυπίτσες άνοιξαν στου κήπου εκεί το χώμα

σαύρες, φίδια ποντικοί και άλλα ζούδια ακόμα.

Επόνεσα στην ξενητειά και θα πονώ ακόμα.

Πως θάθελα να κοιμηθώ εις το δικό σου χώμα.

Εκεί στου κήπου μια γωνιά, εκεί σε κάποια άκρη

Να σταματήση ο ΠΟΝΟΣ μου, να σταματήσ’ το ΔΑΚΡΥ…

Βιβλιογραφία

Σακελλαρίδης Θανάσης, Λάζαρος Μάνθου Βαλέκας (1887 – 1976), Η Καλουτά μας 10 (1992) 206 - 208