Βόρεια Πίνδος: ανθρωπογεωγραφικές προσεγγίσεις

 

Η σχετικά πρόσφατη αστικοποίηση1 της ελληνικής κοινωνίας και η διόγκωση των αστικών κέντρων με τη συγκέντρωση σ΄ αυτά του μεγαλύτερου πληθυσμού της χώρας έφερε σε δεύτερη μοίρα τον αγροτικό και κυρίως τον ορεινό χώρο. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα ο ορεινός χώρος της Ελλάδας και ιδιαίτερα οι ορεινοί όγκοι της βόρειας Πίνδου υστέρησαν σε σημαντικό βαθμό από ουσιαστικές έρευνες, μελέτες, προγράμματα ανάπτυξης, υποδομές και χρηματοδοτήσεις. Η διαρκής συρρίκνωση, τόσο της κοινωνίας όσο και της οικονομίας, ανέδειξε έντονα στις μέρες μας το πρόβλημα του αγροτικού ορεινού χώρου και παράλληλα επέβαλε την εκπόνηση εξειδικευμένων μελετών και προγραμμάτων ανάπτυξης των ορεινών όγκων της Ελλάδας. Το γεγονός εξηγεί με ένα άλλο τρόπο το όψιμο ενδιαφέρον για το βουνό γενικότερα, που εκδηλώνεται σήμερα από πολλά άτομα, κινήσεις, ομάδες, συλλόγους, φορείς, κοινότητες, δήμους, νομαρχίες, περιφέρειες και φυσικά από το επίσημο κράτος. Ωστόσο, παρά το όποιο ενδιαφέρον για τα βουνά και ενώ διανύουμε την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, ο αγροτικός ορεινός χώρος της Ελλάδας και κυρίως η βόρεια Πίνδος συνεχίζει να παραμένει ο μεγάλος άγνωστος της εποχής μας. Όμως, παρά την όποια άποψη, που θα είχε κανείς, σ΄ ένα πράγμα θα πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι μας, ότι στις μέρες μας το ζήτημα του αγροτικού ορεινού χώρου τίθεται στο σύνολό του και με σημαίνουσα πρωτεραιότητα.

Αλλά ας δούμε τι συμβαίνει στις αρχές του αιώνα μας στον αγροτικό χώρο. Ο γεωγραφικός και ιδιαίτερα ο αγροτικός ορεινός χώρος της Ελλάδας διαιρείται διοικητικά με προχειρότητα, άγνοια, αδιαφορία και πολλές φορές με σκοπιμότητα. Οι νέες διοικητικές διαιρέσεις, που προκύπτουν από αυτή την πολιτική στην Ήπειρο, δεν ταυτίζονται με τις γεωγραφικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές οντότητές της, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν στη διάρκεια των νεότερων ιστορικών χρόνων. Ενώ δηλαδή, στο τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπάρχουν στο χώρο της Ηπείρου ολοκληρωμένες ανθρωπογεωγραφικές ενότητες με σαφή όρια στο φυσικό χώρο, η νέα διοικητική διαίρεση δεν ακολουθεί τα όριά τους. Ο επανακαθορισμός των διοικητικών ορίων, με στόχο κυρίως τον διοικητικό έλεγχο, οδηγεί μεταξύ άλλων και στην αποδιοργάνωση αυτών των κοινωνικών ομάδων. Στο Κράτος γενικότερα κυριαρχεί η αντίληψη, ότι ο ορεινός χώρος είναι άγονος και επομένως μη παραγωγικός, μια αντίληψη, που ενισχύει τη διαρκή υποχώρηση της ορεινής κοινωνίας και οικονομίας. Σ΄ αυτό το χρονικό διάστημα μεταβάλλεται και η αντίληψη του αστικοποιημένου πια πληθυσμού της χώρας για τον πολιτισμό των ορεινών κοινοτήτων. Σε εθνικό επίπεδο, η επίσημη αστική ιδεολογία θέλει τις ορεινές κοινωνίες να είναι καθυστερημένες και στη συνείδηση των απλών ανθρώπων διαμορφώνεται η άποψη, ότι πολιτισμικά είναι κατώτερες. Ως προς το τελευταίο, οι υβριστικές εκφράσεις και οι χλευαστικές ιστορίες, που είναι γνωστές σ΄ όλους μας, αρκούν για την απόδειξή του και φυσικά περιττεύει η οποιαδήποτε σχετική αναφορά.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο, ότι τόσο οι τάσεις διοικητικού ελέγχου όσο και οι πολιτικές σκοπιμότητας, άγνοιας και αδιαφορίας αρχίζουν να αλλάζουν κυρίως μετά τη δεκαετία του ΄60. Πράγματι, θεσμικά μέτρα δειλά στην αρχή, μικρές ενισχύσεις και περιορισμένες χρηματοδοτήσεις αργότερα, καθώς και κοινοτικές επιχορηγήσεις και αναπτυξιακά προγράμματα πρόσφατα, με τη μορφή μάλιστα των πειραματισμών και επιδείξεων2 εφαρμόζονται και στους ορεινούς όγκους της βόρειας Πίνδου. Αλλά, ενώ διαπιστώνεται μια αλλαγή στις πολιτικές επιλογές, οι μελέτες και τα προγράμματα, ιδιαίτερα ως προς την έννοια της ανάπτυξης, ακολουθούν τα εθνικά πρότυπα και δεδομένα. Με δυο λόγια, σ΄ αυτές τις μελέτες και τα αναπτυξιακά προγράμματα ο αγροτικός ορεινός χώρος εξομοιώνεται κατά κάποιο τρόπο με τον αστικό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ή να ενσωματώνονται οι ιδιαιτερότητες του πρώτου. Με τον τρόπο αυτό, το εθνικό πρότυπο ανάπτυξης αποκλείει την τοπική ιδιαιτερότητα και, τόσο οι μελέτες όσο και τα αναπτυξιακά προγράμματα, παραμένουν χωρίς θετικά αποτελέσματα για τις ορεινές περιοχές γενικότερα και ειδικότερα για τη βόρεια Πίνδο.

Αποτελεί κοινό τόπο πλέον, ότι κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στους ορεινούς όγκους της Ελλάδας συντελείται ιστορικά και εκφράζεται γεωγραφικά μία πολιτισμική άνθηση. Κατά τη χρονική περίοδο αυτή, οι αγροτικοί πληθυσμοί του ορεινού χώρου οργανώνονται σε αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες με ιστορική, γεωγραφική, θρησκευτική και πολιτισμική αναφορά. Πολυπληθείς κοινωνικές ομάδες, που αναπτύσσονται σε εκτεταμένες ορεινές περιοχές, διαφοροποιούνται ανθρωπογεωγραφικά και συγκροτούνται σε κοινωνίες με ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα. Στη βόρεια Πίνδο, τέτοιες ανθρωπογεωγραφικές ενότητες, που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αναπτύσσονται για παράδειγμα, στην περιοχή Κουπατσοχωρίων, Μαστοροχωρίων Βοίου, Γραμμοχωρίων, Κόνιτσας, Ζαγορίου και Μετσόβου. Οι κοινωνικές ομάδες και οι αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες εντάσσονται φυσικά στην ευρύτερη γεωγραφικά κοινωνία, διατηρώντας παράλληλα όλες τις ιδιαιτερότητες της οικονομικής φυσιογνωμίας τους και τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας.

Καθαρά από οικονομική άποψη, οι εξειδικευμένες συντεχνίες, στηριζόμενες στα ανθρωπογεωγραφικά χαρακτηριστικά του χώρου τους, λειτουργούν σαν ένα είδος άμυνας για την τοπική κοινωνία. Η κάθε ανθρωπογεωγραφική ενότητα, διατηρώντας το δικό της κυρίαρχο οικονομικό χαρακτήρα, εντάσσεται στο οικονομικό σύστημα της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου, η οποία, με γεωγραφικούς όρους, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γεωγραφικής περιοχής3. Σύμφωνα με αυτό και αντίθετα απ΄ ότι πιστεύεται, οι ορεινοί όγκοι δεν χωρίζουν τις περιοχές, αλλά τις ενώνουν και κατά συνέπεια η βόρεια Πίνδος ενώνει τον γεωγραφικό χώρο, που εκτείνεται από τις ακτές του Αιγαίου (Θεσσαλία), τη δυτική Μακεδονία, έως φυσικά τα παράλια και τα νησιά του Ιονίου πελάγους.

Κατά τους νεότερους ιστορικούς χρόνους στο γεωγραφικό χώρο της βόρειας Πίνδου, η ανθρώπινη δραστηριότητα διαμορφώνει οριζόντιες ζώνες βλάστησης4, οι οποίες αντιστοιχούν στις διάφορες οικονομικές και όχι μόνο δραστηριότητες. Οι οριζόντιες ζώνες βλάστησης, που ακολουθούν συγκεκριμένες υψομετρικές καμπύλες του εδάφους, διακρίνονται κυρίως: α) από τα είδη της βλάστησης, που επικρατούν σ΄ αυτές, β) από τη δομή των κοινωνικών ομάδων, που δραστηριοποιούνται σ΄ αυτές και γ) από τις εξειδικευμένες τοπικές οικονομικές δραστηριότητες, που εξασκούνται σ΄ αυτές. Για παράδειγμα, στην εξωδασική ζώνη βλάστησης της βόρειας Πίνδου αναπτύσσονται αποκλειστικά τα Βλαχοχώρια. Στη ζώνη δρυός τα περισσότερα χωριά οργανώνονται σε οικιστικές μικροενότητες με μια κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα, όπως γεωργοί, μάστορες, έμποροι κ.λπ. Θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα, ότι η κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα της κάθε κοινωνικής ομάδας προσαρμόζεται στα γεωφυσικά χαρακτηριστικά των επί μέρους τόπων της βόρειας Πίνδου. Έτσι, χώρος και άνθρωπος συνθέτουν ένα σύνολο πραγμάτων, μια ολότητα δηλαδή, η οποία συνοψίζεται στην έκφραση της ιδιαίτερης τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας κάθε περιοχής.

Η πολιτισμική διαφορά αποτυπώνεται γενικότερα στο χώρο, το τοπίο5, την κοινωνία, την οικονομία, τον οικισμό6, τα θρησκευτικά κτήρια και τις αγροτικές εγκαταστάσεις. Ακόμη και σήμερα, παρατηρώντας το χώρο της βόρειας Πίνδου και διαθέτοντας τους σχετικούς κώδικες ανάγνωσης του τοπίου, διαπιστώνει κανείς εύκολα, τις διαφορές κάθε ανθρωπογεωγραφικής ενότητας. Οι κώδικες ανάγνωσης του τοπίου επικεντρώνονται κυρίως στην οργάνωση του χώρου, την αισθητική των οικισμών, τη μορφή του τοπίου, τη λειτουργία των εγκαταστάσεων και ακόμη βαθύτερα στις κοινωνικές και οικονομικές δομές7.

Από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, αυτή η ολότητα της βόρειας Πίνδου, οποία εκφράζει τη σχέση της τοπικής κοινωνίας με το χώρο αποδυναμώνεται σταδιακά. Το σύγχρονο εθνικό πρότυπο ανάπτυξης, αδυνατεί να κατανοήσει, να αποδεχθεί και να ενσωματώσει την τοπική διαφορά. Σ΄ αυτή την κρίσιμη περίοδο εντοπίζονται τα αίτια της σημερινής κατάστασης του ορεινού χώρου και σ΄ αυτή την πολιτική βρίσκονται οι ρίζες της αποδιοργάνωσης των ανθρωπογεωγραφικών ενοτήτων της βόρειας Πίνδου.

Την περίοδο της ακμής, όπως χαρακτηρίζονται από πολλούς οι νεότεροι ιστορικοί χρόνοι, ένα τοπικό πολιτισμικό πρότυπο αναπτύσσεται στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της βόρειας Πίνδου, το οποίο στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην ορεινή οικονομία και κυρίως στις τοπικές σχέσεις παραγωγής. Οι βοσκότοποι στην εξωδασική ζώνη βλάστησης, οι γεωργικές γαίες σε αναβαθμίδες, τα δάση οξυάς, πεύκου, έλατου, δρυός και πουρναριού, καθώς και τα αλώνια, οι υδρόμυλοι, τα πριόνια, τα τυροκομεία, τα καμίνια και γενικότερα οι εγκαταστάσεις του αγροτικού ορεινού χώρου, δεν είναι παρά τα σημάδια αυτού του ιδιόμορφου παραγωγικού συστήματος. Ακόμη, το οδικό δίκτυο, οι πέτρινες σκάλες, τα πέτρινα γεφύρια, τα χάνια, οι υδρόμυλοι, τα νεροπρίονα κλπ., μαρτυρούν την υποδομή της εποχής αυτής. Διαπιστώνεται, εν ολίγοις, ότι παρά τη μεγάλη φορολογία και την αδιαφορία της οθωμανικής διοίκησης για την κατασκευή υποδομών, ο γεωγραφικός χώρος της βόρειας Πίνδου από πλευράς υποδομών εξοπλίζεται ικανοποιητικά. Από την άλλη μεριά, οι εμποροπανηγύρεις, το τοπικό εμπόριο, και ιδίως εκείνο των μακρινών αποστάσεων, δίνουν περαιτέρω ώθηση στην τοπική οικονομία. Τα διάφορα επαγγέλματα όπως για παράδειγμα οι Σαμαράδες, Τσαρουχάδες, Ραφτάδες, Αργυροχρυσοχόοι, Μαστόροι, Βαρελάδες, Κυρατζήδες και άλλα, επιβεβαιώνουν με τον τρόπο τους την οικονομική άνθηση της εποχής. Όλα αυτά βέβαια εκφράζουν ένα σημαντικό τοπικό πολιτισμό, που τον στηρίζει το ανεπτυγμένο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της περιοχής.

Τα ανθρωπογεωγραφικά χαρακτηριστικά της βόρειας Πίνδου επιγραμματικά είναι:

  • Ο Μεσογειακός τύπος του αγροτικού ορεινού χώρου,
  • Οι ανθρωπογεωγραφικές ενότητες και πολιτισμικές οντότητες,
  • Οι οικιστικές ενότητες, οι υποδομές, τα κοσμικά και θρησκευτικά αρχιτεκτονικά σύνολα, καθώς και οι διάφορες αγροτικές εγκαταστάσεις,
  • Η συγκρότηση των κοινωνικών ομάδων,
  • Οι συντεχνίες, τα εξειδικευμένα επαγγέλματα και η κατά τόπους εξειδικευμένη οικονομία,
  • Οι ιδιαίτερες συνήθειες, εικασίες, ήθη, έθιμα, μουσική, τραγούδια, πανηγύρια και
  • Τα ενσωματωμένα στο φυσικό χώρο ιστορικά ανθρωπογενή ίχνη.

Κλείνοντας λοιπόν, θα θέλαμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο περιεχόμενο των όρων ‘τοπικότητα’ και ‘ταυτότητα’ και σε όποιες έννοιες περιλαμβάνονται ή συμβολίζονται σ΄ αυτές. Θεωρούμε ακόμη, ότι η δυνατότητα της τοπικής κοινωνίας να διαχειρίζεται τα ‘του οίκου της’ και βέβαια να ορίζει τον φυσικό γεωγραφικό χώρο της αποτελεί την πεμπτουσία του προβλήματος, που θέτει σήμερα ο αγροτικός ορεινός χώρος. Η κρίση εντοπίζεται στη σχέση του ανθρώπου με τον γεωγραφικό περίγυρό του. Κοινωνία και χώρος πρέπει να ταυτίζονται, είναι η σχέση του ανθρώπου με τον χώρο, και που από αυτή τη σχέση πηγάζει η τοπική ταυτότητα και η πολιτισμική ιδιαιτερότητα. Χωρίς αυτή την τοπική ταυτότητα, τη διαφορά δηλαδή, την οποία ακόμη και σήμερα αναδύει ο ορεινός χώρος της βόρειας Πίνδου, τόσο τα γεωφυσικά χαρακτηριστικά του όσο και τα ανθρωπογενή ιστορικά ή σύγχρονα ίχνη του, έτσι όπως συνοπτικά παρουσιάστηκαν παραπάνω, θα παραμένουν αναξιοποίητα πλεονεκτήματα του παρελθόντος.

 

Σημειώσεις

  1. Bernard Kayser, Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδος, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 1968.

  2. Μελέται και Εκθέσεις Αναπτύξεως Ηπείρου, Υπουργείο Συντονισμού - Υπηρεσία Περιφερειακής Ανάπτυξης Ηπείρου, τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄ και Στ΄, Ιωάννινα, 1962 - 1964.

  3. Για τον όρο ‘περιοχή’ δες Pierre George, Dictionnaire de la Geographie, Presses Universitaires de France, Paris, 1974.

  4. Μελέτη Οικολογική - Χωροταξική Χαρακτηριστικών Οικοσυστημάτων Ορεινών Όγκων Πίνδου, Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, Αθήνα, Ιούνιος 1992.

  5. Μιχάλης Η. Αράπογλου, Κόνιτσα - Άνθρωπος και Χώρος: η ταυτότητα μέσα στη διαφορά, συλλογικός τόμος ‘Η Επαρχία Κόνιτσας στο Χώρο και το Χρόνο’ - (εισηγήσεις στο Α΄ επιστημονικό συμπόσιο), Δήμος Κόνιτσας - Πνευματικό Κέντρο, Κόνιτσα, 1996.

  6. Μιχάλης Η. Αράπογλου, Η Πλατεία στο Ηπειρωτικό χωριό - Δομή και Λειτουργίες, Ηπειρωτικά Χρονικά, τόμος 32, Ιωάννινα, 1997.

  7. Μιχάλης Η. Αράπογλου, Ζαγόρι - Μηχανισμοί λειτουργίας ενός ελληνικού ορεινού χώρου, ανέκδοτη διατριβή υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Guy Burgel, Πανεπιστήμιο Paris X - Nanterre, Γαλλία, 1981.

 

Μιχάλης Η. Αράπογλου