Άνθρωπος και χώρος – παραδοσιακοί οικισμοί (μια ανθρωπογεωγραφική προσέγγιση)
Λίγα λόγια για την ανθρωπογεωγραφία
Η ανθρωπογεωγραφία θα μπορούσε να συμβάλλει θετικά στην αντίληψη του περιβάλλοντος, αφού αντικείμενό της είναι η μελέτη της σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό του περίγυρο. Η δυνατότητά της ως επιστήμη να αναλύει και να συνθέτει το φυσικό χώρο, καθιστά ευκολότερη την πρόσληψη του φυσικού μας περίγυρου και παράλληλα καθορίζει τη στάση μας, ως άτομα και ως κοινωνία, απέναντί του.
Η παρατήρηση είναι ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία της γεωγραφίας ιδίως, όταν πρόκειται για την περιγραφή του φυσικού χώρου. Οι μέθοδοί της συνοψίζονται στην αξιοποίηση κάθε στοιχείου, που θα μπορούσε να συμβάλλει στη μελέτη της σχέσης ανθρώπου και φυσικού χώρου. Γι’ αυτό και, χάρτες, αεροφωτογραφίες, κτηματολόγια, δημοτολόγια, αναδασμοί, υποδομές, ιστορικά, κοινωνικά, δημογραφικά και στατιστικά δεδομένα αποτελούν το βασικό υλικό της. Στο ερευνητικό ενδιαφέρον της προστίθεται ακόμη και η λαογραφία, καθώς και ότι άλλο θα μπορούσε να τεκμηριώσει επιστημονικά τα συμπεράσματά της.
Είναι κατανοητό επομένως, ότι ο φυσικός χώρος, έτσι όπως αυτός έχει αναπλαστεί από τον άνθρωπο στην πάροδο του χρόνου αλλά και όπως τον αντιλαμβάνεται η ανθρωπογεωγραφία, θα πρέπει να προστεθεί στην προσέγγιση του περιβάλλοντος με τρόπο μάλιστα, που, και η κατανόησή του να γίνει βαθύτερη και η αντίληψή του να γίνει σφαιρικότερη. Θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα, ότι η περιβαλλοντική εκπαίδευση μπορεί να ωφεληθεί πολλά από την ανθρωπογεωγραφική έννοια του περιβάλλοντος και φυσικά να γίνει πιο αποτελεσματική στην αποστολή της.
Η ανθρωπογεωγραφική προσέγγιση του θέματος άνθρωπος και χώρος – παραδοσιακοί οικισμοί, στρέφεται περισσότερο προς τον άνθρωπο κι αυτό, γιατί η διαμόρφωση του φυσικού χώρου είναι, κυρίως, αποτέλεσμα της πολύμορφης και πολύχρονης δράσης του. Είναι φυσικό λοιπόν τα ερωτήματα, οι υποθέσεις και τα συμπεράσματά μας να αφορούν στον άνθρωπο, αλλά δεν παύουν να είναι και αυτά, που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Η εισήγηση επικεντρώνεται στις ορεινές περιοχές της Πίνδου με παραδείγματα από την περιοχή της Κόνιτσας και τα χωριά της, έτσι όπως αυτά αναπτύχθηκαν κατά τον 19ο και 20ο.
Ποιος είναι όμως ο φυσικός χώρος για την ανθρωπογεωγραφία;
Ο φυσικός χώρος ή φυσικός μας περίγυρος υποδεικνύεται στη γεωγραφία με το γενικό όρο τοπίο. Το τοπίο στον αγροτικό χώρο καθορίζεται από τρεις παράγοντες: α) μια γεωμορφολογία, β) ένα βιολογικό δυναμικό και γ) ένα σύστημα εκμετάλλευσης ή μια διευθέτηση του χώρου από τον άνθρωπο. Είναι μια συνθήκη πραγμάτων, με κατά τόπους διαφορές, οι οποίες παράγουν και τη μορφή του τοπίου. Στα ορεινά μέρη, για παράδειγμα, επικρατεί το αλσώδες τοπίο, που, πέρα από τη γεωμορφολογία και το βιολογικό δυναμικό τους, συγκροτείται από ένα συνδυασμό αγρών, βοσκοτόπων και δασών. Το παραγωγικό σύστημα λοιπόν, που βρίσκεται αποτυπωμένο στο φυσικό χώρο, προσθέτει, όσο αυτό λειτουργεί, ένα επί πλέον χαρακτηριστικό στο τοπίο. Είναι η διάρκειά του στο χρόνο, που στις ορεινές περιοχές είναι μεγαλύτερη κι αυτό, γιατί η μεταβολή του παραγωγικού συστήματος στις ορεινές περιοχές γίνεται με αργότερους ρυθμούς απ΄ ότι στις πεδινές εκτάσεις. Η μεγάλη διάρκεια του τοπίου στο χρόνο από τη μια μεριά διευκολύνει τη βαθύτερη μελέτη του παραγωγικού συστήματος και από την άλλη επιτρέπει, μέσα από τη σύγκριση των μεταβολών, τη συγχρονική του προσέγγιση. Το παραγωγικό σύστημα λοιπόν φαίνεται, ότι παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη του αγροτικού τοπίου.
Τι χαρακτηρίζει το παραγωγικό σύστημα της περιοχής και ποια η σχέση του ανθρώπου με τους οικισμούς;
Θα πρέπει να σημειώσουμε εξαρχής, ότι το κάθε αγροτικό τοπίο αναπτύσσει ένα δικό του μηχανισμό εξέλιξης, ο οποίος, όχι μόνο καθορίζει την πορεία του, στάσιμη, ανοδική ή φθίνουσα, αλλά και τη βιοεδαφολογική κατάστασή του. Έτσι, το κάθε αγροτικό τοπίο σημειώνει μια πρώτη διαφορά, η οποία προκύπτει από το μηχανισμό εξέλιξής του. Πίσω όμως από το μηχανισμό εξέλιξης του τοπίου βρίσκεται ο άνθρωπος και το παραγωγικό σύστημα, που συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της τοπικής διαφοράς. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ η περιοχή της Κόνιτσας προβάλλει, κατά γενικό τρόπο, την εικόνα του ορεινού αγροτικού τοπίου, στα χωριά της Λάκκας Αώου το τοπίο είναι περισσότερο δασώδες, στα χωριά του λεκανοπεδίου υπερέχει κατά πολύ το γεωργικό τοπίο, στα Βλαχοχώρια παρουσιάζεται πιο έντονο το αλπικό τοπίο και στα Μαστοροχώρια εμφανίζεται καλύτερα το αλσώδες τοπίο. Με άλλα λόγια, διαφορά στο αγροτικό τοπίο σημαίνει και διαφορά στην τοπική κοινωνία, το παραγωγικό σύστημα, στην κοινοτική έκταση και τον οικισμό. Και βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε διαφορές του αγροτικού τοπίου, δεν εννοούμε αυτές, που αναγνωρίζονται στην αισθητική της αρχιτεκτονικής και της βλάστησης, για παράδειγμα, αλλά σε εκείνες, που σημειώνονται στις δομές της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας. Συνεπώς, το τοπίο κάθε ορεινού χωριού έχει το δικό του τύπο και το δικό του μηχανισμό εξέλιξης. Είναι δυο τοπικά χαρακτηριστικά, που απορρέουν, κυρίως, από την κοινωνία και το παραγωγικό σύστημα του συγκεκριμένου ορεινού χωριού.
Με ποιο τρόπο η παραδοσιακή κοινωνία προσαρμόζεται στη γεωμορφολογία και το βιολογικό δυναμικό της κοινοτικής της έκτασης;
Η παραδοσιακή κοινότητα συγκροτείται στη βάση της συγγενικής ομάδας. Είναι το αντίθετο της σημερινής πόλης, όπου η επιγαμία διαμορφώνει μιαν άλλη κοινωνία. Η επιβίωση και ανάπτυξη της παραδοσιακής κοινωνίας στηρίζεται από τη μια μεριά στην αλληλεγγύη των μελών της και από την άλλη στις παραγωγικές δυνατότητες του φυσικού περίγυρου. Η πρώτη μέριμνα λοιπόν της κοινότητας είναι η διασφάλιση της εδαφικής της έκτασης. Η οριοθέτηση γίνεται με εθιμικούς τρόπους γεγονός, που την καθιστά κοινώς αποδεκτή, αν όχι πάντα, τουλάχιστον τις πιο πολλές φορές. Ένα μοναστήρι, ξωκλήσι, γεφύρι ή χάνι, για παράδειγμα, είναι ένας από τους μη αμφισβητήσιμους τρόπους οριοθέτησης της κοινοτικής έκτασης. Όταν τα όρια του φυσικού χώρου έχουν πια καθορισθεί, τότε η κοινότητα στρέφεται στην οργάνωση της εδαφικής έκτασης, της όποιας έχει τη διοικητική αρμοδιότητα. Η οργάνωση της κοινοτικής έκτασης γίνεται με την προσαρμογή του παραγωγικού συστήματος στη γεωμορφολογία και το βιολογικό δυναμικό του χώρου. Αλλά, η προσαρμογή στη γεωμορφολογία και το βιολογικό δυναμικό σημαίνει, για τις ορεινές περιοχές, την ανάπτυξη κυρίως της κτηνοτροφίας, της γεωργίας και της δασοπονίας, γιατί αυτές οι δραστηριότητες ευνοούνται καλύτερα από τις τοπικές γεωγραφικές συνθήκες. Φαίνεται λοιπόν, ότι η κτηνοτροφία, η γεωργία και η δασοπονία αποτελούν τη βάση της παραγωγικής διαδικασίας στα ορεινά χωριά της Κόνιτσας τουλάχιστον, την εποχή της πρώτης συγκρότησης του τοπικού παραγωγικού συστήματος.
Πως όμως αντιμετωπίζει η παραδοσιακή κοινωνία το βιολογικό δυναμικό της εδαφικής της έκτασης;
Όταν το βιολογικό δυναμικό του φυσικού χώρου φτάνει σε όρια καταστροφής, τότε δε διακινδυνεύεται μόνον η επιβίωση του ανθρώπου αλλά και των άλλων οργανισμών, χλωρίδας και πανίδας, που διαβιούν στο χώρο. Είναι μια συνθήκη πραγμάτων, ιστορική και σύγχρονη, στην οποία μόνον η φυσική ανανέωση του βιολογικού δυναμικού της κοινοτικής έκτασης απαντάει αποτελεσματικά. Κατά συνέπεια, η φυσική ανανέωση του βιολογικού δυναμικού της κοινοτικής έκτασης έχει μεγάλη σημασία για την παραδοσιακή κοινωνία. Έτσι, στη λογική οργάνωσης της κοινοτικής έκτασης περιλαμβάνεται και η έννοια της φυσικής ανανέωσης του βιολογικού δυναμικού του φυσικού χώρου. Η αγρανάπαυση, για παράδειγμα, η αλλαγή καλλιεργειών, η διαφορετική χρήση του δάσους, η περιμετρική βόσκηση, η φυσική λίπανση των αγρών, η χρήση γης κ.λπ. αποδίδουν, με το δικό τους τρόπο, τη μέριμνα της παραδοσιακής κοινωνίας για τη φυσική ανανέωση του βιολογικού δυναμικού. Με άλλα λόγια λοιπόν η οργάνωση της κοινοτικής έκτασης είναι μια κατά παράδοση διαδικασία, που αποβλέπει στην επιβίωση και ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας και παράλληλα διασφαλίζει τη φυσική ανανέωση του βιολογικού δυναμικού του χώρου.
Αλλά πως επιτελείται η διατήρηση της γεωμορφολογίας και η φυσική ανανέωση του βιολογικού δυναμικού της κοινοτικής έκτασης στην παραδοσιακή κοινωνία;
Το εκκλησιαστικό δάσος, για παράδειγμα, γνωστό και ως βακούφικο, αποδίδει με τους καλύτερους όρους το ενδιαφέρον της παραδοσιακής κοινωνίας για τη διατήρηση της γεωμορφολογίας και της φυσικής ανανέωσης της εδαφικής της έκτασης. Αυτό το δάσος, που βρίσκεται σχεδόν πάντοτε πάνω από τους οικισμούς, από τη μια μεριά συγκρατεί το έδαφος και το νερό και από την άλλη υπηρετεί την υγεία και αισθητική της παραδοσιακής κοινωνίας. Οι όχθοι, επίσης, είτε πρόκειται για φυσικές είτε τεχνητές κατασκευές, συμβάλλουν και αυτοί με τον τρόπο τους στη διατήρηση της γεωμορφολογίας και τη φυσική ανανέωση του βιολογικού δυναμικού. Η συμβολή τους σ΄ αυτό το θέμα είναι πολλαπλή. Μεταξύ άλλων, συγκρατούν το λιγοστό χώμα των ορεινών περιοχών, φιλοξενούν πολλά ερπετά και πουλιά, πολλαπλασιάζουν την επιφάνεια αγρών και κήπων, αυξάνουν τη γεωργική παραγωγή, ευνοούν την καλλιέργεια οπωροφόρων και μη δέντρων, παράγουν τροφή για τα ζώα και συμμετέχουν, με ιδιαίτερο τρόπο, στην αισθητική διαμόρφωση του τοπίου. Έτσι, έστω κι αν όλες αυτές οι διευθετήσεις του φυσικού χώρου γίνονται από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο, δεν παύουν, να συνδέονται άμεσα με τη διατήρηση της γεωμορφολογίας και τη φυσική ανανέωση του βιολογικού δυναμικού της κοινοτικής έκτασης.
Σε τι συνίσταται η οργάνωση της εδαφικής έκτασης μιας κοινότητας;
Πρόκειται στην ουσία για μια οργάνωση σύμφωνη με τη γεωμορφολογία και το βιολογικό δυναμικό της κοινοτικής έκτασης, μέσα στην οποία βέβαια αναπτύσσονται όλες οι παραγωγικές δραστηριότητες της κοινότητας. Το παραγωγικό σύστημα ισορροπεί ανάμεσα στη γεωμορφολογία και το βιολογικό δυναμικό της κοινοτικής έκτασης και όλα μαζί διαμορφώνουν την εικόνα του τοπίου. Η σχέση της παραγωγικής διαδικασίας με το φυσικό χώρο είναι οργανική, γι΄ αυτό και η οργάνωση της κοινοτικής έκτασης είναι περισσότερο μια ισορροπία πραγμάτων παρά ένα χωροταξικό σχέδιο ή ένας χάρτης χρήσεων γης. Στα ορεινά χωριά της Κόνιτσας η οργάνωση της κοινοτικής έκτασης περιέχει, επί πλέον, την έννοια της συμπληρωματικότητας στην κτηνοτροφία, τη γεωργία και τη δασοπονία. Δεν είναι τυχαίο γεγονός, που η μια δραστηριότητα συμπληρώνει την άλλη, ενώ όλες μαζί στηρίζουν μια από αυτές, η οποία εμφανίζεται τελικά και ως η επικρατέστερη οικονομική δραστηριότητα του χωριού. Σε μερικές περιπτώσεις η τοπική κοινωνία στρέφεται, για λόγους διάφορους, σε νέα και διαφορετικά επαγγέλματα, που ασκούνται όμως έξω από την κοινοτική έκταση. Είναι η περίπτωση των Μαστοροχωρίων της Κόνιτσας, που παρουσιάζουν ως επικρατέστερη επαγγελματική δραστηριότητα τη μαστορική τέχνη αλλά μέσα στα γεωγραφικά τους όρια επικρατεί το ευρύτερο παραγωγικό σύστημα.
Στη μια ή την άλλη περίπτωση πάντως, η παραγωγική διαδικασία έχει μεγάλη σημασία για την παραδοσιακή κοινωνία κι αυτό φαίνεται, με πάρα πολλούς τρόπους, στην οργάνωση της κοινοτικής έκτασης του χωριού. Η στενότητα, για παράδειγμα, της γεωργικής γης αντιμετωπίζεται με την κατασκευή χωραφιών σε αναβαθμούς. Σε μερικά μέρη, το δάσος συμπληρώνει, ιδίως κατά την περίοδο του παρατεταμένου χειμώνα, την έλλειψη των ζωοτροφών. Σε άλλα πάλι, το δάσος χρησιμοποιείται και ως το ‘φυσικό υπόβαθρο’ της γεωργίας. Σε ορισμένες περιοχές ακόμη, η γεωργία, στη μη παραγωγική της περίοδο, παραχωρεί τους αγρούς της στην κτηνοτροφία, που με τη σειρά της λιπαίνει με φυσικό τρόπο το έδαφος, αυξάνοντας τη γεωργική παραγωγή. Σε κάθε περίπτωση επίσης, η επί τόπου επεξεργασία της πρώτης ύλης ενισχύει αποτελεσματικά την ισορροπία ανάμεσα στη γεωμορφολογία, το βιολογικό δυναμικό και το παραγωγικό σύστημα. Όλα αυτά λοιπόν, όχι μόνο συμβάλλουν στην καλή και αποτελεσματική οργάνωση της κοινοτικής έκτασης, αλλά και δημιουργούν ένα κατά παράδοση συνεκτικό και λειτουργικό πλαίσιο, το οποίο αποτελεί τη βάση του τοπικού παραγωγικού συστήματος.
Υπάρχει κάτι άλλο, που συμπληρώνει την οργάνωση της κοινοτικής έκτασης;
Η λειτουργία του παραγωγικού συστήματος προϋποθέτει και τις απαραίτητες εγκαταστάσεις. Η τοπική κοινωνία οφείλει να χωροθετήσει στην κοινοτική έκταση τις εγκαταστάσεις του παραγωγικού συστήματος. Είναι μια κατά παράδοση διαδικασία επιλογών και προτεραιοτήτων. Η παραδοσιακή κοινωνία επιλέγει τις θέσεις των εγκαταστάσεων στο χώρο, ακολουθώντας μια λογική, που εναρμονίζεται στη γεωμορφολογία και το βιολογικό δυναμικό της κοινοτικής έκτασης. Οι θέσεις των εγκαταστάσεων είναι συγκεκριμένες και παρά τη διασπορά τους εμφανίζονται ως μια ιεράρχηση της δραστηριότητας ή ως μια τάξη πραγμάτων στο χώρο. Η διασπορά των εγκαταστάσεων στο φυσικό χώρο έχει ευεργετικά αποτελέσματα στη γεωμορφολογία και τη φυσική ανανέωση του βιολογικού δυναμικού και ενσωματώνει ένα επί πλέον χαρακτηριστικό της παραδοσιακής κοινωνίας και οικονομίας.
Η επί τόπου αξιοποίηση της πρώτης ύλης και η κατανάλωση της ενέργειας συμβάλλουν με τη σειρά τους στη διασπορά των εγκαταστάσεων στο χώρο. Οι πρώτες ύλες και η ενέργεια δεν μεταφέρονται στην παραδοσιακή κοινωνία. Η πέτρα είναι φθηνή στον τόπο της, λέγεται χαρακτηριστικά και δεν είναι τυχαίο, που εγκαταστάσεις όπως, τυροκομεία, μύλοι, πριστήρια, λατομεία, καλύβες, αλώνια, στάνες κ.λπ., βρίσκονται σε διάσπαρτες αλλά επιλεγμένες θέσεις της κοινοτικής έκτασης. Αλλά και οι υποδομές γενικότερα, όπως δρόμοι λιθόστρωτοι, γεφύρια, χάνια, βρύσες, πηγάδια κ.λπ. βρίσκονται σε διάσπαρτες και φυσικά επιλεγμένες θέσεις του χώρου. Εν ολίγοις, εγκαταστάσεις και υποδομές συμπληρώνουν την οργάνωση της κοινοτικής έκτασης και συμμετέχουν παράλληλα στη διαμόρφωση αυτής της τάξης πραγμάτων στο φυσικό χώρο.
Ποιος είναι ο ρόλος του οικισμού και ποια η σχέση του με τον άνθρωπο;
Ο οικισμός, ευρισκόμενος στο κέντρο ενδιαφέροντος της κοινωνίας, συμμετέχει ενεργά στην οργάνωση της κοινοτικής της έκτασης. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι είναι το σημαντικότερο σημείο της οργάνωσης του χώρου, όχι τόσο πολύ από την υλική του υπόσταση, αλλά περισσότερο από τη συμβολική έννοια, που έχει για την κοινότητα, είτε αυτή κατοικεί στο χωριό, είτε βρίσκεται στη διασπορά. Το χωριό είναι η ψυχή της κοινότητας και αποτελεί το υλικό σώμα, μέσα στο οποίο κατοικεί το πνεύμα της. Ο οικισμός είναι ένας τόπος και παράλληλα μια έννοια, η οποία σηματοδοτεί την ιστορική διάρκεια της κοινότητας και όχι μόνο. Γι΄ αυτό, ως εξαιρετικό σημείο της οργάνωσης του χώρου χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
Κατ΄ αρχήν, η θέση του στο χώρο αποτελεί το νοητό κέντρο, γύρω από το οποίο οργανώνεται η κοινοτική έκταση. Είναι κάτι σαν ένα σημείο του φυσικού χώρου, που δε βρίσκεται απαραίτητα στο γεωμετρικό του κέντρο. Η επιλογή της θέσης του στηρίζεται περισσότερο σε εθιμοτυπικούς λόγους παρά σε φυσικούς καταναγκασμούς, όπως πιστεύεται συνήθως. Σαν αυτές τις αιτιολογήσεις υπάρχουν πολλές όπως, για παράδειγμα, οχυρά θέση, ασφαλής τοποθεσία, ύπαρξη νερού, φυσικοί πόροι, ιστορικοί λόγοι κ.λπ. αλλά δεν εξηγούν πάντοτε την επιλογή στο χώρο της θέσης όλων των ορεινών χωριών.
Ο οικισμός έχει το δικό του κέντρο. Είναι η κεντρική πλατεία, που συμπυκνώνει όλη την υλική και πνευματική υπόσταση της κοινότητας. Η πλατεία του χωριού μοιάζει με ένα σημείο του χώρου, γύρω από το οποίο αναπτύσσονται άπειρες περιφέρειες. Κάθε μέλος της κοινότητας παρουσιάζεται σαν ένα όχημα, που με κέντρο την πλατεία, διαγράφει στο χώρο και στο χρόνο τη δική του περιφέρεια.
Η κατοικία κατέχει σημαίνουσα θέση στη συγκρότηση της δομημένης έκτασης. Το σπίτι στο χωριό αποτελεί το υλικό σώμα, μέσα στο οποίο κατοικούν όλα ανεξαιρέτως τα μέλη της οικογένειας, κυρίως όμως ενσωματώνει το πνεύμα της. Το κτίριο σηματοδοτεί τη σημασία του θεσμού για την παραδοσιακή κοινωνία. Η θέση του στο χωριό, το μέγεθος, τα δομικά υλικά και ο διάκοσμός του υποκρύπτουν την κοινωνική και οικονομική επιφάνεια των ιδιοκτητών του. Η κατοικία συνοδεύεται από βοηθητικά κτίσματα, όπως κουζίνα, στάβλο, πηγάδι ή στέρνα και από ελεύθερους χώρους, όπως αυλή και λαχανόκηπο, που όλα μαζί περιβάλλονται, τις πιο πολλές φορές, από μια υψηλή πέτρινη περίφραξη.
Τα κοινοτικά και θρησκευτικά κτίρια συμπληρώνουν την οικιστική έκταση. Αυτά τα οικοδομήματα μετουσιώνουν στην ουσία την υπερηφάνεια της τοπικής κοινωνίας, αλλά και προβάλλουν τον κοινωνικό και οικονομικό χαρακτήρα τους. Ο κεντρικός ιερός ναός δεσπόζει κατά κανόνα της συνολικής δόμησης. Το σχολείο, το παρθεναγωγείο, το αρρεναγωγείο, το γηροκομείο και το αμελικό ξεχωρίζουν, επίσης, από τα υπόλοιπα κτίρια του χωριού. Όλα αυτά τα κτίρια προβάλλουν στην ουσία τον πολιτισμό της κοινότητας και δεν είναι καθόλου τυχαίο, που στις μέρες μας μετατρέπονται, σχεδόν όλα τους, σε πνευματικά κέντρα. Βέβαια, δεν θα πρέπει να μείνουμε με την εντύπωση, ότι η θέση στη δομημένη έκταση, το μέγεθος, τα δομικά υλικά και ο διάκοσμος τους είναι κριτήρια σπουδαιότητας ενός κτιρίου. Η βρύση, η στέρνα, το πηγάδι και πολλά άλλα ταπεινά κτίσματα έχουν την αξία τους για την κοινότητα και επομένως δε χάνουν το συμβολισμό τους στην οικιστική έκταση.
Οι πλατείες, οι δρόμοι, τα χοροστάσια, οι αυλές σπιτιών, σχολείων, εκκλησιών, ξωκλησιών κ.λπ. είναι οι ελεύθεροι χώροι της δόμησης και αποτελούν ένα φυσικό ιστό, που συνδέει όλα τα κτίρια του οικισμού. Φιλοξενούν καθημερινά όλες τις εκφάνσεις της κοινοτικής ζωής και υποδέχονται κάθε δραστηριότητα, που έρχεται έξω από το χωριό. Η θέση τους, το μέγεθος, τα δομικά υλικά και ο διάκοσμός τους υποδηλώνουν τη σημασία τους για την κοινότητα. Με ιδιαίτερο τρόπο επίσης αποδίδουν τους ισχυρούς δεσμούς της κοινότητας και το πολιτιστικό άρωμα της τοπικής κοινωνίας.
Τελικά, ποιο είναι το όφελος από την ανθρωπογεωγραφική προσέγγιση του φυσικού μας περίγυρου;
Στην ουσία, η ανθρωπογεωγραφική προσέγγιση της σχέσης άνθρωπος και χώρος – παραδοσιακοί οικισμοί μας οδηγεί, με το δικό της τρόπο, στην ανάγνωση του αγροτικού τοπίου δηλαδή, του φυσικού μας περίγυρου ή του φυσικού περιβάλλοντος. Όπως γνωρίζουμε όλοι μας, μια καλή ανάγνωση συμβάλλει στην κατανόηση του κειμένου, που εν προκειμένω, είναι το φυσικό περιβάλλον και οι παραδοσιακοί οικισμοί. Η βαθιά ανάγνωσή τους μας βοηθάει με τη σειρά της να φτάσουμε, από την επιφανειακή αίσθηση του οικισμού και του τοπίου, στο βάθος της τοπικής κοινωνίας, δηλαδή στον πολιτισμό της και στις αξίες της. Η αισθητική, του τοπίου ή της αρχιτεκτονικής, την οποία ούτως ή άλλως όλοι μας διαπιστώνουμε με την πρώτη ματιά, δεν πρέπει να είναι η μοναδική μας αναζήτηση σε θέματα περιβάλλοντος. Αντίθετα, με αφορμή την αισθητική θα πρέπει να ανακαλύψουμε στο αγροτικό τοπίο και τους παραδοσιακούς οικισμούς την καλή και αγαθή πλευρά της παραδοσιακής κοινωνίας. Η στάση μας επίσης απέναντι στο αγροτικό τοπίο και τους παραδοσιακούς οικισμούς δεν πρέπει να τρέφεται από τη νοσταλγία του παλιού ή να διακατέχεται από την επιστροφή στο παρελθόν, αλλά να καθορίζεται από έννοιες, που έχει δοκιμασθεί η αξία τους.
Μιχάλης Η. Αράπογλου