Κοσμική ζωγραφική: Γλωσσάρι
αστρέχα: Το κομμάτι της στέγης το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από τη βροχή.
βεκύλης: Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
κάρυνη Από ξύλο καρυδιάς.
κιπέγκια: Συρτά παράθυρα που περικλείουν ημιυπαίθριους χώρους.
κρεβάτα: Ο χώρος όπου καταλήγει η ξύλινη σκάλα του χαγιατιού στο ανώγειο.
μαντζάτο: Χώρος διαμονής αλλά και ύπνου της οικογένειας.
μεσάντρα: Ξύλινη εντοιχισμένη ντουλάπα, με ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις. Βρίσκεται συνήθως απέναντι από το τζάκι στον οντά.
μπάσια: Σταθερά ξύλινα χαμηλά καθίσματα αριστερά και δεξιά του τζακιού, που λειτουργούν ως υπερύψωση του δαπέδου.
μπουχαρί: Απαγωγός καπνού εστίας, καμινάδα.
οβορός: Η περιφραγμένη αυλή, αλλά και η αυλόπορτα.
οντάς: Ο επίσημος χώρος, όπου η οικογένεια δέχονταν τις επισκέψεις, αλλιώς νοντάς. Πολλές φορές υπάρχουν δύο, χειμωνιάτικος (με τζάκι) και καλοκαιρινός. Είναι ο χώρος που κατ' εξοχήν φέρει ζωγραφικό διάκοσμο.
σάλα: Η κρεβάτα σε κάποια Ζαγοροχώρια (π.χ. Βρυσοχώρι).
σιανισίνι: Καλοκαιρινός χώρος στον όροφο, που φέρει κιπέγκια και πλούσιο διάκοσμο.
τσατμάς: Κατασκευή από ξύλινο σκελετό και λάσπη που χρησιμεύει κυρίως για μεσοτοιχίες.
χαγιάτι: Ο πρώτος χώρος μετά την κύρια είσοδο στο ισόγειο, που οδηγεί στους υπόλοιπους χώρους του ισογείου (συνήθως αποθηκευτικούς), αλλά και στο ανώγειο με εσωτερική ξύλινη σκάλα
Χιονιαδίτες: Από το χωριό Χιονιάδες της επαρχίας Κόνιτσας, οι ζωγράφοι που κατ' εξοχήν εργάστηκαν στην διακόσμηση των σπιτιών του Ζαγορίου.
χοτζερές: Ο επίσημος οντάς σε κάποια Ζαγοροχώρια (π.χ. Τσεπέλοβο).