Νεγάδες - Οικία Νικολάου Κώνστα (μετέπειτα Τσαταλόπουλου, σήμερα Καλέα)
Ανώγειο: καλοκαιρινός οντάς, «μεσιό» δωμάτιο, χειμωνιάτικος οντάς.
Καλοκαιρινός οντάς: Οι διακοσμήσεις των τοίχων του καλοκαιρινού οντά ακολουθούν ισοϋψή διάταξη και αναπτύσσονται σε επάλληλες οριζόντιες ζώνες. Η ανώτερη (ζωφόρος) φέρει τον πλουσιότερο διάκοσμο. Τα μοτίβα της διατάσσονται μέσα σε κυλόκυρτα και οξυκόρυφα ζωγραφιστά πλαίσια. Ανάμεσα στα πλαίσια αναπτύσσονται ζωγραφιστοί κιονίσκοι, που το επίκρανό τους αγγίζει την οροφή του δωματίου. Τα μοτίβα είναι κυρίως φυτομορφικά και απηχούν έντονες επιδράσεις από το ροκοκό. Ανάμεσά τους θα συναντήσουμε το γνωστό, από τα αρχοντικά της Δυτικής Μακεδονίας, θέμα του καρπουζιού με την κομμένη φέτα και το μαχαίρι πάνω της. Ένα άλλο διακοσμητικό μοτίβο παριστάνει άποψη τμήματος τειχισμένης παραθαλάσσιας πόλης.
Στον τοίχο της ζωφόρου υπήρχαν κάποτε και δύο φωτιστικοί φεγγίτες πάνω από τα ανοίγματα των παραθύρων. Η θέση τους είναι εμφανής τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό της οικίας.
Η διακοσμητική ζώνη κάτω από τη ζωφόρο παρουσιάζει απλούστατο διάκοσμο: μέσα σε ορθογώνια πλαίσια, που χωρίζονται από γραμμικούς ζωγραφιστούς κιονίσκους, δημιουργούνται απλά ρομβοειδή σχήματα επάνω σε συνεχή κάμπο ο οποίος φέρει «διακοσμητικές πιτσιλιές». Οι δυο ζώνες διαχωρίζονται με ξύλινο περιμετρικό ράφι.
Ο καλοκαιρινός οντάς διέθετε και τζάκι το οποίο σήμερα δεν υπάρχει. Υφίσταται, όμως, ακόμη το μπουχαρί του πάνω στη στέγη. Σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες η στρογγυλή φούσκα του τζακιού έφερε ολόγλυφα γύψινα αχλάδια, μήλα, καρπούζι με σφηνωμένο μαχαίρι, τα οποία ήταν χρωματισμένα και απομιμούνταν φυσικά χρώματα.
Η ξύλινη οροφή του καλοκαιρινού οντά είναι, ίσως, η πιο αξιόλογη στο Ζαγόρι. Η μετάβαση από τους κατακόρυφους τοίχους στον ξύλινο κάμπο της οροφής γίνεται με μία σειρά επάλληλων ξύλινων κορνιζών οι οποίες φέρουν μπαρόκ - ροκοκό άνθινα διακοσμητικά ζωγραφιστά μοτίβα.
Στον οκταγωνικό κάμπο της οροφής δημιουργείται κάναβος από διασταυρούμενα πηχάκια και προκύπτουν έτσι απλά διακοσμητικά στοιχεία. Οι κορνίζες της οροφής λειτουργούν ως ενδιάμεσο σκαλοπάτι προς τον εσωτερικό κάμπο, ο οποίος αναπτύσσεται σε δεύτερο επίπεδο.
«Μεσιό» δωμάτιο: επαναλαμβάνεται περίπου ο απλός διάκοσμος των τοίχων του καλοκαιρινού οντά που αναπτύσσεται κάτω από τη ζωφόρο. Και εδώ συναντάμε ζωγραφιστούς κιονίσκους οι οποίοι φτάνουν μέχρι την οροφή του δωματίου.
Χειμωνιάτικος οντάς: Οι διακοσμήσεις αναπτύσσονται σε δύο επάλληλες οριζόντιες ζώνες. Η ζωφόρος περιλαμβάνει εξοχικά τοπία μέσα σε ελλειπτικά πλαίσια. Κάτω από τη ζωφόρο διατάσσονται ορθογώνια πλαίσια με άνθινες διακοσμήσεις.
Σε εντοιχισμένη ανάγλυφη επιγραφή πάνω από το υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου της οικίας: «ΔΙ ΕΞΟΔΟΥ ΝΙ/ ΚΟΛΑ ΚΟΝΣΤΑ/ 1795: ΙΟΥΛΙΟΥ 1». Στον τοίχο του χειμωνιάτικου οντά έχει γραφτεί με πινέλο η χρονολογία: «1855».
Ο Κώνστας Πέτρου ασχολούνταν με εμπορικές δραστηριότητες στην Ολτένια της Βλαχίας από τις αρχές της έβδομης δεκαετίας του 18ου αιώνα. Τα έξι παιδιά του ήταν γνωστά με την προσωνυμία Νανάτες. Στους Νεγάδες υπάρχει τοπωνύμιο Νανάτικα. Στη θέση αυτή είναι κτισμένη πέτρινη στεγασμένη κρήνη, γνωστή στο χωριό ως Κάτω Βρύση, καθώς και μικρό γεφυράκι. Και τα δύο έκτισε ο Κων. Νανάτης στα 1785.
Ο Νικόλαος Κώνστας μαζί με τα υπόλοιπα αδέλφια του ίδρυσαν στη Βλαχία κατά την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα εμπορική συντροφία με την επωνυμία «Ιαννούσης Κώνστα και αδέλφια». Ο Ιωαννούσης ή Χατζή Γιαννούσης, ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός. Όλα τα αδέλφια είχαν αποκτήσει τεράστια περιουσία. Ο Λαμπρίδης τους αναφέρει πρώτους στον κατάλογο των Ζαγορίσιων που διακρίθηκαν «επί πλούτω και πολυτελεία». Επίσης γράφει: «πάντες δ’ ούτοι ήσαν κάτοχοι 18 σπουδαίων εν τω νομώ Κραϊόβας κτημάτων, εις α μετέβαινον υπό 150 φυλάκων και υπηρετών παρακολουθούμενοι».
Η οικία του Νικολάου Κώνστα, ο οποίος επονομαζόταν και Μπακόλας, περιήλθε αργότερα στην κόρη του Αγγελική, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Στέφανο Τσατάλη ή Τσαταλόπουλο. Έτσι η οικία άρχισε να γίνεται γνωστή ως οικία Τσαταλόπουλου.
Κατά το 19ο αιώνα η οικογένεια Τσαταλόπουλου ήταν από τις πιο έγκριτες στους Νεγάδες. Τα μέλη της ξενιτεύονταν στο Τούρνο Μογορέλι των Παρίστριων Ηγεμονιών. Η αγαθοεργός δράση της οικογένειας ήταν παραδειγματική. Ο Στέφανος, καθώς και ο αδελφός του Δημήτριος, έδωσαν χρήματα για την επισκευή και επέκταση του σχολείου Νεγάδων. Η σύζυγος του Στέφανου, Αγγελική, ευεργετούσε τους φτωχούς και διατηρούσε οίκημα, γνωστό ως χαΐρι, στην περιοχή Ριζιανών των Νεγάδων για να βρίσκουν καταφύγιο οι διαβάτες.
Η οικία έχει υποστεί επανειλημμένες ζημιές. Το 1901 ήταν έρημη, ενώ το 1917, που ήταν επίσης έρημη, διανυκτέρευσαν σ’ αυτήν Έλληνες χωροφύλακες και αμέσως μετά Ιταλοί στρατιώτες για τρεις μήνες.
Τον 20ό αιώνα η σπουδαία αυτή οικία περιήλθε στην οικογένεια Φούφη, ενώ το 1942 αγοράστηκε με την μεγάλη πείνα από τον Θωμά Καλέα για «ένα γομάρι και ένα φόρτωμα καλαμπόκι».
Στην οικία υπήρχε και τέταρτο δωμάτιο, ένα χειμωνιάτικο μαντζάτο, το οποίο έφερε φυτικά διακοσμητικά σχέδια στους τοίχους και ζωγραφιστή ανοιχτή αυλαία με κορδόνια. Οι τοίχοι του όμως σήμερα είναι ασβεστωμένοι.
Η ζωγραφική διακόσμηση έγινε σε δύο φάσεις. Αρχικά διακοσμήθηκε ο καλοκαιρινός οντάς και το λεγόμενο «μεσιό» δωμάτιο και αργότερα, στα 1855, ο χειμωνιάτικος οντάς. Η πρώτη φάση της διακόσμησης πρέπει να αποδοθεί σε πρωτοβουλία του Νικολάου Κώνστα, ενώ η δεύτερη, του 1855, στην οικογένεια Τσαταλόπουλου.
Στέφανος Τσιόδουλος, Η ζωγραφική των σπιτιών του Ζαγορίου, τέλη 18ου - αρχές 20ού αιώνα. Ιστορική και πολιτισμική προσέγγιση, Ριζάριο Ίδρυμα, Αθήνα 2009