Ανιχνεύοντας το ηπειρώτικο αρχιτεκτονικό τοπίο

Το τοπίο είναι αποτέλεσμα του δυναμικού συνδυασμού φυσικοχημικών, βιολογικών και ανθρωπιστικών στοιχείων, τα οποία αλληλεπιδρούν το ένα στο άλλο. Αποτελεί ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο και βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Καταγράφει, μεταξύ άλλων, το γεωγραφικό περίγυρο του ανθρώπου, τις κοινωνικές και οικονομικές δομές, καθώς και άλλους διάφορους παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να εξηγήσουν, μερικώς ή ολικώς, την οργάνωση του χώρου. Παράλληλα, η αρχιτεκτονική τέχνη, ως γενεσιουργός αιτία, θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες διαμόρφωσης και ανάπλασης του τοπίου. Ως υλικό έργο, αποτυπώνει, πέρα από τη λειτουργία και τη ρύθμιση του χώρου, τις σχέσεις της κοινωνίας με τη φύση, καθώς και την εξέλιξή τους. Ως αφηρημένη έννοια, μετουσιωμένη στα έργα και τα τοπία της, παραπέμπει σε διακριτές ανθρωπογεωγραφικές και πολιτισμικές ενότητες. Ως πνευματικό γεγονός, εκφράζει, τέλος, ένα μεγάλο τμήμα του υλικού και πνευματικού πολιτισμού.

Η ανίχνευση του τοπίου απαιτεί το γεωγραφικό και χρονικό προσδιορισμό του. Στηρίζεται στην άμεση παρατήρηση και χρησιμοποιεί χάρτες, σχέδια, φωτογραφίες, στατιστικές, καθώς και ό,τι κρίνει απαραίτητο για το έργο της. Συλλέγει, ταξινομεί, συγκρίνει και αξιολογεί όλα τα στοιχεία και τις έννοιες, που προβάλλονται στην εικόνα του τοπίου. Έχοντας για τελικό στόχο την αναγνώριση της ταυτότητάς του, αποτελεί μια ολοκληρωμένη και καταληκτική διαδικασία. Το τοπίο, με την ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνει το οικιστικό και αρχιτεκτονικό έργο. Συνεπώς, η ανίχνευση, τόσο του οικιστικού όσο και αρχιτεκτονικού έργου, πρέπει να γίνεται μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης έννοιας του τοπίου. Επί πλέον, η ερμηνεία τους έχει ανάγκη τη βοήθεια της οικιστικής και αρχιτεκτονικής τέχνης, της ανθρωπογεωγραφίας, της ιστορίας, της αρχαιολογίας του τοπίου και άλλων συναφών επιστημών.

Η ανίχνευση του ηπειρώτικου αρχιτεκτονικού τοπίου

Το θέμα μας αφορά στο ηπειρώτικο αρχιτεκτονικό τοπίο, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα. Κατά πρώτον, η ανίχνευση στοχεύει σ΄ ένα ιστορικό τοπίο της Ηπείρου και κατά δεύτερον, στην αναγνώριση της ταυτότητάς του, τα στοιχεία και οι έννοιες της οποίας προβάλλονται στην εικόνα του. Ποια είναι, όμως, τα στοιχεία και οι έννοιες στην εικόνα του αρχιτεκτονικού τοπίου; Κάθε πράγμα, που εμφανίζεται στην εικόνα του αρχιτεκτονικού τοπίου θεωρείται δομικό στοιχείο του και έννοια κάθε τι, που εμπεριέχεται σ΄ αυτό. Επί παραδείγματι, τα δομικά υλικά, το τεχνικό σύστημα, τα σχήματα, οι όγκοι, οι μορφές, τα επίπεδα είναι στοιχεία του αρχιτεκτονικού τοπίου. Αντιθέτως, η σχέση του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα χώρο και τη φύση, η μορφή της οικογένειας, η οργάνωση της κοινωνίας, η δομή της οικονομίας, οι πρακτικές, οι συνήθειες, οι δοξασίες, οι ασχολίες είναι έννοιες, μετουσιωμένες στο αρχιτεκτονικό τοπίο.

Σύμφωνα με τα παρά πάνω, στην εικόνα του ηπειρώτικου αρχιτεκτονικού τοπίου προβάλλονται στοιχεία και έννοιες, που συγκροτούν την ταυτότητά του. Θα πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει μια και μοναδική εικόνα, η οποία αντιστοιχεί στην ταυτότητα του ηπειρώτικου αρχιτεκτονικού τοπίου. Τουλάχιστον, αυτό απορρέει από τη σχέση ταυτότητας και εικόνας. Μολαταύτα, το ηπειρώτικο αρχιτεκτονικό τοπίο προβάλλει πολλές και διάφορες εικόνες. Σε τι οφείλεται, λοιπόν, αυτό; Στα στοιχεία, που προβάλλονται στην εικόνα του, ή τις έννοιες, που εμπεριέχονται σ΄ αυτά; Ανιχνεύοντας βαθύτερα το ηπειρώτικο αρχιτεκτονικό τοπίο, διακρίνουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα στοιχεία και τις έννοιες, που συγκροτούν την ταυτότητά του. Τα μεν στοιχεία είναι κοινά και όμοια στις εικόνες του, οι δε έννοιες, που εμπεριέχονται σ΄ αυτά, είναι διαφορετικές κατά περίπτωση. Συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι οι διαφορετικές εικόνες του ηπειρώτικου αρχιτεκτονικού τοπίου οφείλονται περισσότερο στις έννοιες παρά τα δομικά στοιχεία της ταυτότητάς του.

Οι περιπτώσεις είναι πολλές και διάφορες. Λόγω χρόνου, όμως, θα περιοριστούμε μόνο σε δυο. Η πρώτη είναι πιο γενική και αφορά στις υποδομές, καθώς και τα θρησκευτικά και στρατιωτικά κτήρια. Τα στοιχεία σ΄ όλα αυτά τα αρχιτεκτονικά έργα, δηλαδή τα δομικά υλικά, το τεχνικό σύστημα, τα σχήματα, οι όγκοι είναι κοινά και όμοια. Όμως, η ταυτότητά τους διαφοροποιείται από έννοιες όπως, οι θρησκείες και η πρακτική τους, οι τοπικές εξεγέρσεις και η καταστολή τους, οι κοινωνικές ομάδες και η συγκρότησή τους, οι γεωγραφικές ενότητες και η παραγωγή τους. Η δεύτερη είναι πιο ειδική και αφορά στην ανθρωπογεωγραφική και πολιτισμική ενότητα του Σουλίου. Και σ΄ αυτή την περίπτωση, τα στοιχεία του αρχιτεκτονικού τοπίου, δηλαδή τα δομικά υλικά, το τεχνικό σύστημα, τα σχήματα, οι όγκοι είναι κοινά και όμοια με εκείνα της Ηπείρου. Όμως, η ταυτότητά του διαφοροποιείται από έννοιες όπως, η οικογένεια και η δομή της, η κοινωνία και η συγκρότησή της, η οικονομία και η οργάνωσή της, η ασχολία και η εξειδίκευσή της.

Είναι αυτονόητο και παράλληλα πρόδηλο, ότι τόσο το οικιστικό όσο και αρχιτεκτονικό έργο αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του τοπίου. Ένας οικισμός, για παράδειγμα, δεν προβάλλει στην εικόνα του μόνον κτήρια, αλλά και πλατείες, δρόμους, ελεύθερους χώρους, λαχανόκηπους, καθώς και αγρούς ή δασωμένες εκτάσεις στην περιφέρειά του. Με άλλα λόγια, το αρχιτεκτονικό τοπίο ενός οικισμού δε σχηματίζεται μόνον από κτήρια (τα γεμάτα της εικόνας του), αλλά και από ένα σύνολο πραγμάτων (τα άδεια της εικόνας του), καθώς και συνάλληλων και επάλληλων εννοιών, που εμπεριέχονται σ΄ αυτά. Κατ΄ επέκτασιν, το τοπίο της Ηπείρου δεν εμφανίζει στην εικόνα του μόνον οικισμούς, αλλά και μεμονωμένα αγροκτήματα, οχυρώσεις, μοναστήρια, ξωκλήσια, καμπαναριά, εικονίσματα, γεφύρια, χάνια, βρύσες, υδρόμυλους, πηγάδια, στέρνες, αλώνια, ξερολιθιές, γεωργικές καλύβες, καθώς και κτηνοτροφικές και άλλες εγκαταστάσεις. Δηλαδή, το ηπειρώτικο αρχιτεκτονικό τοπίο συναρμόζει στην εικόνα του ένα σημαντικό αριθμό αρχιτεκτονικών έργων, που είναι, βεβαίως, διάσπαρτα στο χώρο, αλλά εξ ίσου σημαντικά για την ερμηνεία του. Κι αυτό, γιατί, όλες αυτές οι κατασκευές εξηγούν, με τον τρόπο τους, την οργάνωση του χώρου, τη συγκρότηση της κοινωνίας και κυρίως τις παραγωγικές σχέσεις της εποχής.

Σπανίως, η αρχιτεκτονική τέχνη προσεγγίζεται μέσα από τα τοπία της. Κατά κανόνα, τα έργα της εξετάζονται μεμονωμένα ή μέσα από κατηγορίες όπως, κοσμικά, θρησκευτικά, κοινοτικά κτήρια, μεγάλες κατοικίες, σημαντικές υποδομές, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, διάκοσμοι, επιπλώσεις κ.λπ. Επί πλέον, η ερμηνεία τους γίνεται μέσα από έννοιες όπως, η κοινωνική θέση, η οικονομική επιφάνεια, η θρησκεία και η κοινωνική ομάδα, στην οποία ανήκει ο χρήστης και η οικογένειά του. Αν, βεβαίως, το ηπειρώτικο αρχιτεκτονικό τοπίο προσεγγίζεται μέσα από τέτοια πρίσματα, τότε και η ταυτότητά του θα είναι διαφορετική. Έτσι, μολονότι, τα εξεταζόμενα αρχιτεκτονικά έργα και στοιχεία είναι μεμονωμένα και οι έννοιες μεταγενέστερες, τα πορίσματα αυτής της προσέγγισης συγκροτούν μιαν άλλη θεώρηση πραγμάτων, που έρχεται σε αντίθεση με τα παρά πάνω. Το επίκεντρο της τριβής των δυο προσεγγίσεων είναι ο επιθετικός προσδιορισμός του αρχιτεκτονικού έργου. Με άλλα λόγια, οι διαφορές τους συμπυκνώνονται στο κατά πόσο το ηπειρώτικο αρχιτεκτονικό έργο και κατ΄ επέκτασιν το τοπίο του 18ου και 19ου αιώνα έχει αγροτικό ή αστικό χαρακτήρα.

Συνήθως, το αρχιτεκτονικό έργο αξιολογείται από τις δυσκολίες, που επιβάλλουν ο τόπος, τα μέσα υλοποίησης και οι κοινωνικές επιταγές. Εν τούτοις, στην Ήπειρο, το αρχιτεκτονικό τοπίο του 18ου και 19ου αιώνα διακρίνεται, κυρίως, από ένα ηπειρώτικο πρότυπο, το οποίο επαναλαμβάνεται, με πολλές και διάφορες παραλλαγές. Με άλλα λόγια, κάθε αρχιτεκτονικό έργο αυτής της περιόδου είναι και το πρότυπο ενός άλλου. Την εποχή αυτή, για παράδειγμα, ένα τελειωμένο σπίτι αποτελεί πρότυπο για την κατασκευή ενός νέου σπιτιού. Επίσης, τα γεφύρια, τα καμπαναριά, οι στέρνες, οι υδρόμυλοι, τα αλώνια, οι γεωργικές αποθήκες κ.λπ. έχουν αντίστοιχα ηπειρώτικα πρότυπα. Έτσι, ενώ όλα τα αρχιτεκτονικά έργα ομοιάζουν μεταξύ τους, κανένα δεν είναι, ακριβώς, το ίδιο με το άλλο. Αυτό το ηπειρώτικο πρότυπο μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, χαρακτηρίζοντας την οικιστική και αρχιτεκτονική τέχνη της περιόδου. Υπάρχει, κατά συνέπεια, μια ηπειρώτικη μεταβλητή στο αρχιτεκτονικό τοπίο του 18ου και 19ου αιώνα, που, όχι μόνον το αξιολογεί, αλλά και προσδιορίζει τη σχέση του με τον πολιτισμό αυτής της περιόδου.

Η σύγχρονη εικόνα του τοπίου της Ηπείρου καταγράφει τις αλλαγές και τις εξελίξεις του 20ου αιώνα, οι οποίες, βεβαίως, εμφανίζονται και στην εικόνα του αρχιτεκτονικού έργου. Κατά μια έννοια, η ιστορική εικόνα του ηπειρώτικου αρχιτεκτονικού τοπίου έχει χάσει τη συνοχή της. Το γεγονός προσλαμβάνεται ως αισθητικό πρόβλημα και αποδίδεται, κατά κανόνα, στα νέα δομικά υλικά και τους σύγχρονους τρόπους δόμησης. Βεβαίως, το αισθητικό πρόβλημα υπάρχει, αλλά δεν οφείλεται τόσο στα νέα δομικά υλικά και τους σύγχρονους τρόπους δόμησης, δηλαδή τα στοιχεία της εικόνας του τοπίου, όσο στις έννοιες, που εμπεριέχονται σ΄ αυτά. Στην ουσία, πρόκειται για μια σύγχυση ταυτότητας του τοπίου και του αρχιτεκτονικού έργου, που εμφανίζεται ως αισθητικό πρόβλημα. Γιατί, όπως είδαμε και πιο πάνω, οι έννοιες είναι αυτές, που καθορίζουν την ταυτότητα του αρχιτεκτονικού έργου ή τοπίου, είτε αυτό είναι ιστορικό είτε σύγχρονο.

 

Επαγωγικά

Κλείνοντας το θέμα μας, θα μπορούσαμε, εν συντομία, να συνοψίσουμε τα εξής. Ο κατακερματισμός του γεωγραφικού χώρου εξυπηρετεί, κατά κανόνα, συμβατικές ανάγκες. Το αρχιτεκτονικό τοπίο του 18ου και 19ου αιώνα είναι ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο και αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου της Ηπείρου. Καταγράφει την οργάνωση του χώρου, που παραπέμπει σε παλιότερες κοινωνικές και οικονομικές δομές. Αποτελεί τυπικό παράδειγμα της ορεινής Μεσογείου, δηλαδή ενός αγροτικού χώρου, στον οποίο αναπτύσσεται, κατ΄ εξοχήν, η οικονομική πολυδραστηριότητα. Διαθέτει τη δική του ταυτότητα, η οποία συγκροτείται από κοινά και όμοια στοιχεία, καθώς και συνάλληλες και επάλληλες έννοιες. Τέλος, διαχωρίζει, με σαφήνεια, τα στοιχεία από τις έννοιες, που προβάλλονται στις κατά τόπους εικόνες του.

Παράλληλα, η αρχιτεκτονική τέχνη στην Ήπειρο του 18ου και 19ου αιώνα διακρίνεται για τις ποικίλες παραλλαγές ενός ηπειρώτικου προτύπου. Πέρα από τις δυσκολίες, που επιβάλλουν ο τόπος, τα δομικά υλικά και οι κοινωνικές επιταγές κάθε εποχής πράγμα, που ισχύει για κάθε αρχιτεκτονικό έργο, το ηπειρώτικο πρότυπο είναι το κλειδί για την αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής τέχνης. Είναι η κοινή μεταβλητή, θα λέγαμε, που καθορίζει τη σχέση του αρχιτεκτονικού έργου με το χώρο, την κοινωνία και την εποχή. Ο χώρος, η κοινωνία και η εποχή μπορούν, με τη σειρά τους, να προσδώσουν στο αρχιτεκτονικό έργο ανάλογους επιθετικούς προσδιορισμούς, για παράδειγμα, Πωγωνίσια τοπική αρχιτεκτονική του 18ου και 19ου αιώνα. Αυτή η ηπειρώτικη μεταβλητή υποδηλώνει, επίσης, ότι οι μάστορες αρχιτέκτονες του αγροτικού χώρου εργάζονται διαφορετικά από τους ακαδημαϊκούς αρχιτέκτονες και αναπτύσσουν διαφορετικές σχέσεις με το αρχιτεκτονικό έργο. Εξ άλλου, αυτό υποκρύπτεται, κατά τη γνώμη μας, στη σύγχυση της ταυτότητας, η οποία εμφανίζεται στο σύγχρονο αρχιτεκτονικό έργο και τοπίο της Ηπείρου.

 

Μιχάλης Η. Αράπογλου