Το Ζαγόρι – Μια γεωγραφική, ιστορική και πολιτισμική ενότητα της Ηπείρου

Η Ήπειρος εκτείνεται στο βορειοδυτικό άκρο της Ελλάδας. Το Ζαγόρι καταλαμβάνει ένα σημαντικό τμήμα της και αποτελεί ένα από τα θεμελιακά και σημαντικά στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού της. Η σκιαγράφηση του Ζαγορίου, ως πολιτισμικής ενότητας, αφορά στα γεωγραφικά και ιστορικά του όρια, έτσι όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατά το 17ο, 18ο και 19ο αιώνα. Και αυτό, γιατί η πρόσληψη του χώρου και του χρόνου είναι υποκειμενική και, η ανθρωπογεωγραφική προσέγγισή του επιτάσσει τον ακριβή προσδιορισμό τους. Ακόμη, η παρούσα ανθρωπογεωγραφική και πολιτισμική προσέγγιση του Ζαγορίου στηρίζεται, εν πολλοίς, σε σύμβολα και συμβολισμούς, τα οποία από τη μια μεριά συμπυκνώνουν ορισμένα από τα πιο ουσιώδη χαρακτηριστικά του και από την άλλη αποδίδουν καλύτερα τις πιο βαθιές πτυχές του.

Ο κύκλος κρίθηκε, στο πλαίσιο του συμβολισμού, ως το πιο κατάλληλο γεωμετρικό σχήμα για την κατανόηση του φυσικού χώρου, της κοινωνικής ζωής και του πολιτισμού. Η αυτοτέλεια του κύκλου εμπεριέχει την έννοια της ολότητας και ως τέτοια ερμηνεύει πιο καλά το ανάγλυφο του εδάφους, εκφράζει πιο απλά το ενιαίο και συνεχές του φυσικού χώρου, μετουσιώνει πιο κατανοητά το χρόνο σε ιστορικές περιόδους και εκφράζει με πιο εύληπτο τρόπο, την οικονομία, την κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό. Ακόμη, η προσέγγιση των υλικών δημιουργημάτων του ανθρώπου στο φυσικό χώρο γίνεται, μέσω των συμβόλων και συμβολισμών, πιο πολύπλευρη και πιο ολοκληρωμένη. Η ανίχνευσή τους αναδεικνύει, αν όχι όλες, τις πιο πολλές ιδιαιτερότητες του χώρου και κατ΄ επέκταση το δημιουργό τους. Κάθε χώρος είναι γεμάτος από μάρτυρες πολιτισμού και μέσα από την παρατήρησή τους προκύπτουν άπειρα σύμβολα και συμβολισμοί παλιότερων εποχών. Έτσι, η ανθρωπογεωγραφική και κυρίως η πολιτισμική προσέγγιση του Ζαγορίου, στο πλαίσιο της ευρύτερης Ηπείρου, από τη μια μεριά αποφεύγει τυχόν αυθαίρετες ερμηνείες ή πλάνες και από την άλλη πλησιάζει περισσότερο στην ουσία των πραγμάτων. Και αυτό, γιατί τα σύμβολα και οι συμβολισμοί του γεωγραφικού χώρου, ενώ δεν ενσωματώνουν παρά ιδέες, διαθέτουν το απαραίτητο υλικό σώμα και κατά συνέπεια δεν επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες.

 

Το ανάγλυφο του εδάφους της ευρύτερης Ηπείρου

Με κέντρο τη λίμνη Παμβώτιδα και με ακτίνα περίπου 100 χιλ. διαγράφεται στο φυσικό χάρτη ένας κύκλος, μια περιφέρεια δηλαδή, που περικλείει μέσα της όλο το ανάγλυφο του ηπειρώτικου εδάφους. Η Πίνδος και οι χαμηλές προεκτάσεις της αναπτύσσονται μέσα σ΄ αυτόν τον κύκλο. Το βορειοδυτικό τμήμα του καταλαμβάνει η Βόρεια Πίνδος, που συγκροτείται από τους ορεινούς όγκους του Γράμμου (2.520 μ.), του Σμόλικα (2.637 μ.,), της Τύμφης ή Γκαμήλας (2.497 μ.), του Λύγκου (2.177 μ., κορυφή του Αυγού), του Μαυροβουνίου Μετσόβου (2.160 μ.) και του Λάκμου ή Περιστερίου (2.125 μ.). Το νοτιοανατολικό τμήμα του καταλαμβάνει η Νότια Πίνδος. Οι κορυφές της νότιας Πίνδου δε ξεπερνούν τα 2.200 μ., εκτός από τα Αθαμανικά όρη ή τα Τζουμέρκα, όπως είναι περισσότερο γνωστά (2.429 μ. κορυφή Στρουγκούλα). Σημειώνεται, βέβαια, ότι οι νοτιοδυτικές χαμηλές προεκτάσεις της Πίνδου καταλήγουν στις ακτές του Ιονίου πελάγους και, ότι οι νοτιοανατολικές της απολήξεις εισχωρούν βαθιά μέσα στη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία. Έτσι, στην ευρύτερη Ήπειρο σχηματίζονται δυο ορεινές ζώνες, μια υψηλή και μια χαμηλή, που διακρίνονται από τα υψόμετρά τους. Η πρώτη ταυτίζεται με τη Βόρεια Πίνδο και η δεύτερη με τη Νότια Πίνδο και τις χαμηλές προεκτάσεις της. Με άλλα λόγια, στο ανάγλυφο της ευρύτερης Ηπείρου εγγράφονται δυο περιφέρειες, μια στα βόρεια, που οριοθετεί την υψηλή ζώνη, και μια στα νότια, που περικλείει τη χαμηλή ζώνη. Είναι γνωστό βέβαια, ότι η χαμηλή ζώνη της ευρύτερης Ηπείρου περιλαμβάνει και τμήματα των νομών Ευρυτανίας, Καρδίτσας, Τρικάλων, Γρεβενών, Κοζάνης, Καστοριάς, καθώς και της Αλβανίας. Αυτός όμως ο καθορισμός της ευρύτερης Ηπείρου έχει μόνο σα στόχο την πρόσληψη και κατανόηση του ενιαίου και του συνεχούς του ορεινού χώρου, ανεξάρτητα από κάθε πολιτική, ιστορική ή άλλη αλλαγή των ορίων του.

 

Η υδρογραφία της ευρύτερης Ηπείρου

Ο αυχένας της Κατάρας, ο υψηλότερος της Ελλάδας και ένας από τους υψηλότερους της Ευρώπης (1.689 μ. υψ.), αποτελεί το υδρογραφικό κέντρο της ευρύτερης Ηπείρου. Από εδώ πηγάζουν πέντε μεγάλοι ποταμοί: ο Αώος ή Βοϊούσα, ο Άραχθος, ο Αχελώος ή Ασπροπόταμος, ο Πηνειός και ο Βενέτικος, παραπόταμος του Αλιάκμονα. Ο τελευταίος μάλιστα έχει τις πηγές του στον ορεινό όγκο του Γράμμου, που αποτελεί τμήμα της Βόρειας Πίνδου. Ωστόσο, την αμιγή υδρογραφία της Ηπείρου σχηματίζουν οι ποταμοί: α) ο Αώος ή Βωϊούσα και οι παραπόταμοί του Σαραντάπορος, Δρίνος και Βοϊδομάτης, β) ο Θύαμης ή Καλαμάς και οι παραπόταμοί του Σμολίτσας, Τύρια και Καλπακιώτικος, γ) ο Αχέροντας και οι παραπόταμοί του Πυριφλεγέθοντας και Κωκητός, δ) ο Λούρος και ε) ο Άραχθος και οι παραπόταμοί του Καλαρρύτικος, Μετσοβίτικος, Βάρδας και Ζαγορίτικος. Ακόμη, οι Δρακόλιμνες του Γράμμου, του Σμόλικα, της Τύμφης ή Γκαμήλας και της Φλέγκας (κορυφή Μαυροβουνίου Μετσόβου), απομεινάρια παγετώνων, καθώς και η τεχνητή λίμνη στις Πηγές του Αώου, ολοκληρώνουν την υδρογραφία της υψηλής ζώνης. Αντίθετα, οι λίμνες: Παμβώτιδα ή των Ιωαννίνων, Ζαραβίνα (Πωγώνι), Ζηρού (Φιλιππιάδα) και πολλές ξηρόλιμνες κυρίως της Θεσπρωτίας, καθώς και οι τεχνητές λίμνες του Λούρου και του Άραχθου, συμπληρώνουν την υδρογραφία της χαμηλής ζώνης.

Η υδρογραφία της Ηπείρου ενσωματώνει, μεταξύ άλλων, τις μετακινήσεις του ανθρώπου. Οι κοιλάδες των ποταμών της αποτελούν, ακόμη και σήμερα, τους φυσικούς δρόμους, που οδηγούν από και προς την ενδοχώρα της. Αυτούς τους υδάτινους δρόμους χρησιμοποιούν, για παράδειγμα, οι κτηνοτρόφοι στις εποχιακές τους μετακινήσεις, ολοκληρώνοντας έτσι έναν ετήσιο κύκλο μετακίνησης από τα χειμαδιά στο ξεκαλοκαίριασμα και αντίστροφα. Κατά γενικό κανόνα, ο Ηπειρώτης μετακινείται, ταξιδεύει, ξενιτεύεται και επιστρέψει στην πατρίδα του, στον τόπο δηλαδή απ΄ όπου ξεκίνησε. Με άλλα λόγια στην πορεία της ζωής του διαγράφει ένα κύκλο, όπως ακριβώς και το νερό, που κάνει το δικό του κύκλο, από τα ψηλά βουνά, μέσω των ποταμών στη θάλασσα και ξανά πίσω σα βροχή ή χιόνι. Αυτός λοιπόν ο κύκλος του νερού, που ταυτίζεται με τον κύκλο μετακίνησης του ανθρώπου, έχει μια ιδιαίτερη συμβολική διάσταση και σημασία για τη διαμόρφωση του ηπειρώτικου πολιτισμικού προτύπου.

 

Το κλίμα της ευρύτερης Ηπείρου

Το κλίμα της ευρύτερης Ηπείρου συνδυάζει Μεσογειακά και Μεσευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Ο ηπειρώτικος κύκλος των εποχών του έτους σχηματίζεται από τους παρατεταμένους χειμώνες, τα σύντομα καλοκαίρια και τις βραχείες εποχές, της άνοιξης και του φθινοπώρου. Κύριο όμως χαρακτηριστικό του κλίματος της Ηπείρου είναι οι υψηλές βροχοπτώσεις, που ξεπερνούν, κατά τόπους, τα 2.500 χιλ./έτος. Ανάλογα λοιπόν με το ύψος των βροχοπτώσεων εγγράφονται στο έδαφος της Ηπείρου δυο περιφέρειες, μια στην υψηλή της ζώνη, που ο βροχομετρικός δείκτης ξεπερνά τα 1.500 και πλέον χιλ./έτος, και, μια στη χαμηλή της ζώνη, που το ύψος της βροχής δε ξεπερνά τα 1.500 χιλ./έτος. Ακόμη, ανάλογα με το είδος των βροχοπτώσεων (ορεογραφικές ή θερμικές βροχές) διαγράφονται άλλοι δυο κύκλοι στη διάρκεια του έτους, ένας της υγρής περιόδου και ένας της ξηράς περιόδου. Οι εποχιακές μετακινήσεις του ανθρώπου, που πραγματοποιούνται η μια την άνοιξη και η άλλη το φθινόπωρο, οργανώνονται στη βάση αυτών των κύκλων. Είναι, εν ολίγοις, μια κυκλική κίνηση στη διάρκεια του έτους, από τα χειμαδιά στο ξεκαλοκαίριασμα ή από τη χαμηλή ζώνη στην υψηλή και αντίστροφα, που μετουσιώνει την προσαρμογή του ανθρώπου στο κλίμα και το ανάγλυφο του εδάφους. Μάλιστα, η εποχιακή μετακίνηση αναφέρεται και σε έναν ιδιαίτερο τρόπο κοινωνικής ζωής και οικονομίας, που καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, το πολιτισμικό πρότυπο της Ηπείρου. Άλλωστε, κατά το 17ο, 18ο και 19ο αιώνα, η εποχιακή μετακίνηση δεν εφαρμόζεται, όπως θα πίστευε κανείς, μόνο από τους κτηνοτρόφους, αλλά και από πολλούς άλλους επαγγελματίες. Εργάτες της γης, μάστορες, σιδηρουργοί, κυρατζήδες, ζωγράφοι, ξυλογλύπτες, υλοτόμοι, έμποροι, γιατροί κ.λπ. μετακινούνται, κυρίως, την άνοιξη και το φθινόπωρο, για να ασκήσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, της Βαλκανικής, καθώς και σε ακόμη πιο μακρινές χώρες. Αυτός ο κύκλος του ταξιδιού κλείνει κάθε φορά στην Ήπειρο, όπως και ο κύκλος της ζωής του Ηπειρώτη, που τελειώνει στο έδαφος της ιδιαίτερης πατρίδας του, δηλαδή στο χωριό, που γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Η δημοτική ποίηση μάλιστα μας αποκαλύπτει, ως προς αυτό, τις πιο βαθιές πτυχές της κοινωνικής ζωής, της οικονομίας και του πολιτισμού αυτής της εποχής. Ο θάνατος, που είναι το τέλος του κύκλου της ζωής, η επιστροφή, που είναι το τέλος του κύκλου του ταξιδιού, το χωριό, που είναι η αρχή και το τέλος της ατομικής και συλλογικής τοπικής ταυτότητας, περιγράφονται πυκνά στους ακόλουθους στίχους: Στην Αίγυπτο αρρώστησα, στα Γιάννινα θα γιάνω, στην άκρη στο Καπέσοβο θα πέσω, να πεθάνω.

 

Η φυτογεωγραφία και ζωογεωγραφία της ευρύτερης Ηπείρου

Η χλωρίδα και η πανίδα της ευρύτερης Ηπείρου, ακολουθώντας τις ιδιαιτερότητες του κλίματος, συνδυάζουν και αυτές μεσευρωπαϊκά και μεσογειακά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, ο άνθρωπος διαμόρφωσε στο έδαφος διακριτές ζώνες βλάστησης, που φιλοξενούν βέβαια και την ανάλογη πανίδα. Επιλέγοντας ορισμένα συμβολικά είδη από την ηπειρώτικη χλωρίδα και πανίδα, διακρίνουμε στο έδαφος της Ηπείρου, σχηματικά και ανάλογα με το υψόμετρο, τις εξής ζώνες: α) την παράκτια ή χαμηλή ζώνη, η οποία χαρακτηρίζεται από τη μακία, την ελιά, τα εσπεριδοειδή, και τα μεταναστευτικά πουλιά, β) τη ζώνη της δρυός ή τη ζώνη των οικισμών, στην οποία απαντώνται τα περισσότερα χωριά και, στην οποία κυριαρχούν οι βοσκότοποι της οικόσιτης κτηνοτροφίας, τα δρυοδάση και τα μικρά θηλαστικά, γ) τη δασική ζώνη, στην οποία αναπτύσσονται τα πεύκα, τα έλατα και οι οξυές και στην οποία φιλοξενούνται μεγάλα θηλαστικά (αρκούδα, αγριόγιδο, ζαρκάδι, λύκος, αλεπού κ.λπ.), άλλα μικρότερα (βίδρα, ασβός, κουνάβι κ.λπ.), ερπετά, υδρόβια, νυκτόβια και αρπακτικά πουλιά, και, δ) την εξωδασική ζώνη ή τη ζώνη των αλπικών βοσκότοπων, η οποία καλύπτεται από πόες και μικρούς θάμνους και, η οποία αξιοποιείται από τον άνθρωπο μόνο κατά τη θερινή περίοδο του έτους.

Αυτές οι ζώνες της ηπειρώτικης χλωρίδας και πανίδας επικαλύπτονται από τρεις ομόκεντρες περιφέρειες, μια χαμηλή, μια μεσαία και μια υψηλή, οι οποίες διαφέρουν ως προς τη διαμονή του ανθρώπου. Στην πρώτη και την τελευταία η παρουσία του ανθρώπου είναι εποχιακή, ενώ στη δεύτερη είναι μόνιμη. Μόνο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, αλλάζοντας ραγδαία οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, προκάλεσαν την ανατροπή αυτής της ιστορικής κατάστασης. Αυτές οι τρεις περιφέρειες, που εξέφραζαν τους μετακινούμενους και εδραίους πληθυσμούς της Ηπείρου, τείνουν, να καταργηθούν στις μέρες μας. Έτσι, οι τρεις περιφέρειες μετακινούμενων και εδραίων πληθυσμών συμπτύσσονται σε μια ενιαία περιφέρεια μόνιμης διαμονής του ανθρώπου. Μάλιστα, αυτή η σύμπτυξη των τριών περιφερειών σε μία σημειώνει, επί πλέον, και τις μεταβολές στη χλωρίδα και πανίδα της Ηπείρου. Με δυο λόγια, λοιπόν, τα ηπειρώτικα τοπία καταγράφουν, κατά γενικό τρόπο, τις μεταβολές του τοπικού πολιτισμικού προτύπου, που είναι τελικά η συνισταμένη της καθημερινής ζωής.

 

Η γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού της ευρύτερης Ηπείρου

Η πόλη των Ιωαννίνων είναι το κέντρο της ηπειρώτικης ανθρωπογεωγραφίας. Βρίσκεται στο γεωμετρικό κέντρο του ηπειρώτικου πληθυσμού. Ήδη, από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου τα Γιάννινα εδραιώνουν την πολιτική, οικονομική και πνευματική τους θέση, τόσο στην Ήπειρο όσο και στην ευρύτερη της περιφέρεια. Μάλιστα, την εποχή του Αλή Πασά του Τεπελενλή τα Γιάννινα αποτελούν ένα πολυάριθμο, πολιτικό, οικονομικό, και πολυπολιτισμικό κέντρο της Βαλκανικής. Η οικονομία αυτής της εποχής επιβάλλει, μεταξύ άλλων, την εξειδίκευση και τον καταμερισμό της εργασίας. Έτσι, μεμονωμένα χωριά, σύνολα οικισμών και ολόκληρες ανθρωπογεωγραφικές ενότητες της Ηπείρου εξειδικεύονται σε κάποιο επάγγελμα. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα της εξειδίκευσης και του καταμερισμού της εργασίας είναι τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας, το Συρράκο, οι Καλαρρύτες, το Μέτσοβο κ.λπ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες διαμορφώνεται ένας ενιαίος και συνεχής γεωγραφικός, κοινωνικός, οικονομικός και πολιτισμικός ορεινός χώρος. Τα Γιάννινα είναι το γεωμετρικό κέντρο του και την περιφέρειά του σχηματίζουν οι πόλεις και κωμοπόλεις: των Φιλιατών, της Πρέβεζας, της Άρτας, του Αγρινίου, της Καρδίτσας, των Τρικάλων, της Καλαμπάκας, των Γρεβενών, της Καστοριάς, της Κορυτσάς, της Πρεμετής, του Αργυροκάστρου, των Αγίων Σαράντα κ.λπ. Βέβαια, πρόκειται για έναν ιστορικό κύκλο της ηπειρώτικης ανθρωπογεωγραφίας, που συγκροτείται, κατά το 17ο, 18ο και 19ο αιώνα, γύρω από αγορές τοπικής σημασίας.

Η σύγχρονη κατανομή του πληθυσμού της ευρύτερης Ηπείρου είναι περίπου η ίδια με εκείνη των νεότερων ιστορικών χρόνων. Βέβαια, οι παλιές τοπικές αγορές έχουν εξελιχθεί, στις μέρες μας, σε μικρά ή μεγάλα αστικά κέντρα. Πολλές από αυτές μάλιστα έχουν μετεξελιχθεί σε πρωτεύουσες νομών της σύγχρονης διοικητικής διαίρεσης της Ελλάδας, συγκεντρώνοντας ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού της περιφέρειάς τους. Όμως, η θέση τους αποκαλύπτει τις φυσικές εισόδους ή εξόδους της ευρύτερης Ηπείρου και εκφράζει, κατά μια έννοια, τη γεωγραφική συνέχεια του χώρου και τη συμπληρωματική λειτουργία των ορεινών και πεδινών περιοχών. Αντίθετα, η κοινωνική, οικονομική και κυρίως πολιτισμική συνοχή της ευρύτερης Ηπείρου φαίνεται, ότι έχει διακοπεί, σε μεγάλο βαθμό, από τις ιστορικές εξελίξεις, τις σύγχρονες διοικητικές διαιρέσεις, τις δημογραφικές μεταβολές και τις νέες παραγωγικές σχέσεις. Το σύγχρονο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο της Ελλάδας επιδρά αρνητικά στον ορεινό χώρο της ευρύτερης Ηπείρου. Οι επιπτώσεις, πέρα από την πληθυσμιακή συρρίκνωση του αγροτικού χώρου, σημειώνονται, κυρίως, σε δυο επίπεδα. Το ένα αφορά στις οικονομικές και κοινωνικές δομές και το άλλο στις τοπικές πολιτισμικές διαφορές. Εν ολίγοις, η συγκέντρωση του αγροτικού πληθυσμού στα αστικά κέντρα της ευρύτερης Ηπείρου έχει ως αποτέλεσμα την επικράτηση τέτοιων συμπεριφορών σήμερα, που μειώνουν την ιστορική πολιτισμική πολυμορφία του ορεινού χώρου.

 

Η ανθρωπογεωγραφία του Ζαγορίου

Ήδη, από τον 15ο αιώνα και αρκετά πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το Ζαγόρι αποτελεί μια, ολιγάριθμη μεν σε οικήσεις, αλλά συγκροτημένη ανθρωπογεωγραφική ενότητα της Ηπείρου. Μετά τις ευνοϊκές συνθήκες, που προέκυψαν από τα προνόμια, όπως συνηθίζεται να λέγεται η αυτοδιοίκηση της περιοχής, παρατηρείται μια αύξηση του αριθμού των οικισμών και των οικήσεών του. Έτσι, στον αρχικό πυρήνα των οικισμών ‘προσχωρούν αρχικά και ενσωματώνονται αργότερα’ πολλά γειτονικά χωριά, για να ωφεληθούν και αυτά, όπως ήταν φυσικό, από τις δυνατότητες, που τους παρείχαν τα προνόμια ή η αυτοδιοίκηση του Ζαγορίου. Στην πάροδο του ιστορικού χρόνου ο αριθμός των οικισμών του Ζαγορίου αυξάνεται σημαντικά. Μάλιστα, κάποια εποχή ο αριθμός τους ξεπερνά τους εκατό, για να σταθεροποιηθεί, στον αριθμό των 46 χωριών κατά το 18ο και 19ο αιώνα, την εποχή δηλαδή της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής του ακμής.

Τα οικονομικά οφέλη, που προκύπτουν από τα προνόμια, και ο καταμερισμός της εργασίας, που επιβάλλει η οικονομία της εποχής, ευνοούν την εγκατάσταση στο Ζαγόρι ατόμων και οικογενειών από άλλες περιοχές της Ηπείρου. Σε πολλά Ζαγορίσια χωριά, για παράδειγμα, που διαθέτουν πεδινές εκτάσεις, εγκαθίστανται γεωργοί από την περιοχή της Λάκκας Σουλίου, δημιουργώντας τη γεωργική παράδοση του Ζαγορίου και προσθέτοντας παράλληλα τον πολιτισμικό τους πλούτο σε αυτό. Επί πλέον, κατά το 18ο και 19ο αιώνα, που η οικονομία έχει ξεπεράσει, προ πολλού, το χαρακτήρα της αυτάρκειας, όχι μόνο υπάρχει ανάγκη περισσότερων εργατικών χεριών, αλλά και για πιο σύγχρονα γεωργικά, κτηνοτροφικά, βιοτεχνικά και άλλα εργαλεία. Το γεγονός αυτό, επιτρέπει την εγκατάσταση τεχνιτών σε διάφορες περιοχές της ευρύτερης Ηπείρου και βέβαια του Ζαγορίου. Παράλληλα, οι ανάγκες για κοσμικά, θρησκευτικά και στρατιωτικά κτίρια και υποδομές είναι περισσότερες. Μάλιστα, τα κτίρια τώρα είναι μεγαλύτερα σε διαστάσεις και πλουσιότερα σε εσωτερικό και εξωτερικό διάκοσμο. Έτσι, οι σιδηρουργοί είναι, κυρίως, εκείνοι από τους τεχνίτες, που εγκαθίστανται σε πολλά χωριά, μεταξύ των οποίων και Ζαγορίσια, και, από πλανόδιοι μετατρέπονται σε εδραίους, προσθέτοντας συγχρόνως τις δικές τους ιδιαιτερότητες στο Ζαγόρι.

Τα Βλαχοχώρια, στις νότιες πλαγιές της κοιλάδας του Αώου, εκμεταλλεύονται και αυτά τα ‘προνόμια’ του Ζαγορίου, συμμετέχουν στην αυτοδιοίκησή του, αυξάνουν το γεωγραφικό του χώρο και προσθέτουν το δικό τους κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλούτο σ΄ αυτό. Οι Σαρακατσάνοι επίσης, που έχουν στα χέρια τους ένα μεγάλο μέρος της μετακινούμενης κτηνοτροφίας, ξεκαλοκαιριάζοντας στα Ζαγορίσια βουνά, όπως η Τύμφη ή Γκαμήλα, ο Στούρος και το Μιτσικέλι, προσθέτουν και αυτοί με τη σειρά τους τις δικές τους ιδιαιτερότητες στο Ζαγόρι, αυξάνοντας, με τον τρόπο αυτό, τον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλούτο του. Αυτές οι εξελίξεις μεταβάλλουν το Ζαγόρι σε μια γεωγραφική, κοινωνική και οικονομική και πολιτισμική ενότητα, που συνοψίζεται στην έννοια του διαφορετικού. Εν ολίγοις, η ανθρωπογεωγραφία του Ζαγορίου συγκροτείται από κοινωνικές ομάδες με διακριτές κοινωνικές δομές, οικονομικές δραστηριότητες και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Και δεν είναι παρά αυτή η ιδέα του Ζαγορίου, που στο πλαίσιο της Ηπείρου, αποτελεί ένα ξεχωριστό τοπικό πολιτισμικό πρότυπο, που είναι ίδιο του Ζαγορίσιου χώρου.

Η πολιτισμική άνθηση του Ζαγορίου, όπως συνηθίζεται να λέγεται σήμερα, είναι παράλληλη με εκείνη της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου. Η χρονική περίοδος του δεύτερου μισού του 18ου και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, που συμπίπτει με τη διακυβέρνηση του ευρύτερου ηπειρώτικου χώρου από τον Αλή Πασά τον Τεπελενλή, βρίσκει, υπό μίαν έννοια, το Ζαγόρι κοινωνικά συγκροτημένο, οικονομικά οργανωμένο και πολιτισμικά ανεπτυγμένο. Είναι η εποχή, που όλα τα πνευματικά και κυρίως υλικά δημιουργήματα της Ζαγορίσιας κοινωνίας αποτυπώνονται στο φυσικό χώρο. Μάλιστα, τα περισσότερα από αυτά τα συναντάμε και στις μέρες μας. Τα υλικά δημιουργήματα αυτής της εποχής αφορούν στην οργάνωση της παραγωγής στο χώρο, στις υποδομές γενικότερα και στην τοπική αρχιτεκτονική. Η πέτρα, μαύρη ή άσπρη, και το ξύλο, από ευγενή είδη δέντρων, είναι όλα και όλα τα δομικά υλικά του τόπου και μετουσιώνουν, με ξεχωριστό τρόπο, όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής. Οι χτίστες έρχονται από τα Κονιτσοχώρια και τα Τζουμερκοχώρια, αλλά προσαρμόζουν τη δεξιοτεχνία τους στις τοπικές ανάγκες. Έτσι, η αισθητική της τοπικής αρχιτεκτονικής περιέχει μέσα της στοιχεία σύμβολα από το γενικότερο πολιτισμικό πρότυπο της Ηπείρου, ιδιαιτερότητες από τις περιοχές προέλευσης των μαστόρων και φυσικά χαρακτηριστικά της Ζαγορίσιας κοινωνικής ζωής.

Η αρχιτεκτονική της ξερολιθιάς είναι ένα από τα ενδιαιτήματα της ψυχής του Ζαγορίου και παράλληλα, είναι το όχημα, που εκφράζει, με ιδιαίτερο τρόπο, τις μυστικές πτυχές της. Η ανάγνωσή της γίνεται μόνο μέσα από κώδικες σύμβολα, που δεν είναι παρά οι λεπτομέρειες της. Τα χαρακτηριστικά της συνοψίζονται στο χτίσιμο της ξερολιθιάς, στην απλή γεωμετρία των όγκων, στον εσωτερικό και εξωτερικό ζωγραφικό διάκοσμο, στα μεγάλα παράθυρα της κρεββάτας (χώρος υποδοχής), στα λιθανάγλυφα και τις κτητορικές πλάκες. Η αισθητικής της μετουσιώνεται σε άπειρους φυγόκεντρους κύκλους, που ξεκινούν από την πλατεία του χωριού και επεκτείνονται μέχρι τα όρια της κοινοτικής έκτασης. Κάθε κτίσμα, όσο μικρό και αν είναι αυτό, κρύβει την αισθητική ευαισθησία της εποχής και τις ικανότητες του αρχιμάστορα. Έτσι, η τοπική αρχιτεκτονική του Ζαγορίου γίνεται επώνυμη και αποκτά το γεωγραφικό και ιστορικό της προσδιορισμό. Τα ίδια πρότυπα αισθητικής ακολουθούν και οι υποδομές, που εναρμονίζονται και αυτές στο φυσικό χώρο και συναγωνίζονται την αισθητική των οικιστικών, αγροτικών, κτηνοτροφικών και θρησκευτικών κτιρίων. Έτσι, η Ζαγορίσια αρχιτεκτονική γίνεται ένας ακόμη κύκλος, που περικλείει μέσα του την έννοια της αισθητικής του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα.

Η οργάνωση της κοινοτικής έκτασης, ορατή σε ένα μεγάλο μέρος της ακόμη και σήμερα, στηρίζεται στην ιεράρχηση της τοπικής παραγωγής και συνδυάζει κτηνοτροφία, γεωργία και υλοτομία. Η κάθε παραγωγική δραστηριότητα βρίσκει τη θέση της στο φυσικό χώρο. Μια τάξη πραγμάτων επικρατεί στην οργάνωση της κοινοτικής έκτασης, που ιεραρχείται ανάλογα με τις παραγωγικές δυνατότητες του φυσικού χώρου. Αλλά, η κοινοτική έκταση είναι ακόμη ένας κύκλος, που αναπτύσσεται γύρω από τον οικισμό και, που περιλαμβάνει μικρότερους αυτοτελείς κύκλους με διακριτές και ολοκληρωμένες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, οι βοσκότοποι της μετακινούμενης κτηνοτροφίας, το δάσος, τα χωράφια, οι λαχανόκηποι, το κλαρί, το εκκλησιαστικό δάσος, οι βοσκότοποι της οικόσιτης κτηνοτροφίας, οι αμπελώνες κ.λπ.

Η δομή του οικισμού, που είναι επίσης ορατή στις μέρες μας, βασίζεται στη διευρυμένη οικογένεια και τους συγγενικούς δεσμούς. Το χωριό αναπτύσσεται γύρω από μια κεντρική πλατεία, δημιουργώντας, συνήθως, τρεις συνοικίες, την άνω, τη μεσαία και την κάτω. Κατά κανόνα, ο αριθμός των συνοικιών είναι αντίστοιχος του πληθυσμιακού μεγέθους του χωριού. Κάθε νέα συνοικία δημιουργείται από την εγκατάσταση μιας νέας οικογένειας του χωριού ή εποίκων από άλλα Ζαγορίσια χωριά και άλλες περιοχές. Συχνά, οι συνοικήσεις μετακινούνται για διάφορους λόγους π.χ. ασθένειες, κατολισθήσεις κ.λπ. και συνενώνονται με άλλους οικισμούς. Όμως, οι συνοικίες του χωριού αποτελούν, και αυτές, αυτούσιους κύκλους, που εγγράφονται μέσα στα όρια του οικισμού, και, που διαθέτουν τη δική τους πλατεία, μαγαζί, εκκλησία κ.λπ. Όλοι αυτοί οι κύκλοι, οικιστικοί ή παραγωγικοί, ζώνονται με μοναστήρια, ξωκλήσια και εικονίσματα και συνδέονται με τις υποδομές του χώρου. Οι υποδομές είναι ιδιαίτερα πολυάριθμες, πέτρινες και προσεγμένες αισθητικά, όπως όλα τα οικοδομήματα στο Ζαγόρι. Σήμερα, περίπου σαράντα πέντε πέτρινα γεφύρια, μικρά ή μεγάλα, με ένα τόξο, με δυο τόξα ή και με τρία τόξα, σώζονται στο Ζαγόρι. Το πλήθος τους αριθμούσε, την εποχή της πολιτισμικής ακμής του, τα εκατό και πλέον γεφύρια γεγονός, που αποκαλύπτει, τόσο το μέγεθος όσο και τη σημασία των υποδομών.

Οι λιθόστρωτοι δρόμοι ή τα παραδοσιακά μονοπάτια, όπως συνηθίζεται να λέγονται σήμερα, οδηγούν στα πιο απομακρυσμένα σημεία του φυσικού χώρου. Οι παραγωγικές δραστηριότητες και τα χωριά συνδέονται μεταξύ τους. Το Ζαγόρι επικοινωνεί, μέσω του ανεπτυγμένου οδικού δικτύου της εποχής, με τις γύρω ανθρωπογεωγραφικές ενότητες και φυσικά με τις πιο μακρινές περιοχές της Ηπείρου. Οι υποδομές, όπως οι σκάλες, τα γεφύρια, οι υδρόμυλοι, οι βρύσες, οι καλύβες, τα αλώνια, οι αναβαθμοί, τα χάνια κ.λπ. βρίσκονται διάσπαρτες στο χώρο και είναι αισθητικά ενσωματωμένες και οργανικά δεμένες μαζί του. Εναρμονίζονται και συνδέονται, όχι μόνο με σπίτια, πλατείες, εκκλησίες, μοναστήρια, ξωκλήσια και εικονίσματα, αλλά και με μεμονωμένα δέντρα, συστάδες δέντρων, άλση, δάση, βράχους, σπηλιές, πηγές, ποτάμια κ.λπ. Οι υποδομές είναι τόποι και παράλληλα σημεία, γύρω από τα οποία διαγράφονται άπειροι νοητοί κύκλοι. Βέβαια, κάθε ένας κύκλος αποκτά και το συμβολισμό του και περικλείει μια έννοια, που ενσωματώνει μια από τις πτυχές της Ζαγορίσιας ζωής. Το Ζαγόρι, εν ολίγοις, είναι μια ολοκληρωμένη έννοια ή καλύτερα ένας κύκλος, που εγγράφεται στην ηπειρώτικη γη. Με άλλα λόγια, το Ζαγόρι συμμετέχει στη διαμόρφωση του γενικότερου ηπειρώτικου πολιτισμικού προτύπου της εποχής αυτής και προσθέτει τις δικές του ιδιαιτερότητες σε αυτό.

 

Κατακλείδα

Η Ήπειρος κρύβει μέσα της ένα μεγάλο μέρος από τον πολιτισμό της ορεινής Ελλάδας, έτσι όπως αυτός δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε κατά τους προεπαναστατικούς και νεότερους ιστορικούς χρόνους. Η περιοχή του Ζαγορίου αποτελεί μια ιστορική ανθρωπογεωγραφική και πολιτισμική ενότητα της Ηπείρου και προσθέτει τη δική του μοναδικότητα σε αυτή. Η ιδιαιτερότητά του συνοψίζεται στο ανάγλυφο του εδάφους, το κλίμα, τη χλωρίδα, την πανίδα, την κοινωνική συγκρότηση, την οργάνωση της παραγωγής, τη δομή των οικισμών, τις υποδομές, την τοπική αρχιτεκτονική και φυσικά την πολύμορφη ανθρωπογεωγραφία του. Η παρούσα ανθρωπογεωγραφική και πολιτισμική προσέγγισή του αναφέρεται στο 17ο, 18ο και 19ο αιώνα. Ωστόσο, αυτό, που έχει σημασία στις μέρες μας, είναι η κατανόηση της σχέσης του ανθρώπου με το γεωγραφικό του περίγυρο, γιατί μόνον έτσι πιστεύουμε, ότι αίρεται για τον ορεινό χώρο, κάθε προκατάληψη, λανθάνουσα άποψη και τοπική ή εθνική σκοπιμότητα των ημερών μας. Βέβαια, το παρελθόν δεν ξαναφτιάχνεται, μπορούμε όμως, να διδαχθούμε πολλά από αυτό και να οικοδομήσουμε καλύτερα το δικό μας μέλλον. Προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί, να συμβάλλουν οι αξίες και οι αρχές κάθε τοπικού πολιτισμού, πολλές από τις οποίες μάλιστα είναι διαχρονικές και συνεπώς αξεπέραστες. Εξάλλου, μέσα σε αυτές τις αξίες σύμβολα κρύβονται όλα τα μυστικά του Ζαγορίου, του τόπου πίσω από τα βουνά.

 

Βιβλιογραφία

  • Αραβαντινός Παναγιώτης, Χρονογραφία της Ηπείρου, Αθήνα, 1856, φωτοτυπία Ηλ. Ρίζου.

  • Αράπογλου Μιχαήλ, Το Ζαγόρι – Μηχανισμοί λειτουργίας ενός ελληνικού ορεινού χώρου, Παρίσι, 1981, ανέκδοτη διατριβή.

  • Λαμπρίδης Ιωάννης (1839 - 1891, Ηπειρωτικά Μελετήματα, τόμος Β΄, τεύχη 1 – 10, έκδ. Ε.Η.Μ., Ιωάννινα, 1971.

  • Λαζαρίδης Κώστας, Μικρή Ζαγοριακή Βιβλιοθήκη, τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄, Ιωάννινα, 1969 – 1985.

  • Νιτσιάκος Βασίλης, Αράπογλου Μιχάλης, Καρανάτσης Κώστας, Σύγχρονη πολιτισμική γεωγραφία του νομού Ιωαννίνων, γενική επιμέλεια Νιτσιάκος Βασίλης, έκδ. Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1998.

  • Σούλης Β. Νίκος, Το κλίμα της Ηπείρου, Ιωάννινα, 1994.

  • Χασιώτης Δημήτριος, Διατριβαί και Υπομνήματα περί Ηπείρου από του έτους 1874 μέχρι του έτους 1879, Αθήνα, 1887.

 

Μιχάλης Η. Αράπογλου