ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ – ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ (1925 - )

Γεννήθηκε στα Ιωάννινα, αλλά η καταγωγή της - από την πλευρά της μητέρας της - είναι από το Καπέσοβο. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Ελισαβέτειο Δημοτικό Σχολείο Ιωαννίνων. Το 1937, αφού ολοκλήρωσε το Δημοτικό, γράφτηκε στο Γυμνάσιο Θηλέων Ιωαννίνων, αλλά μετά από τρία χρόνια αναγκάστηκε να διακόψει τη φοίτησή της λόγω του πολέμου, ο οποίος ανάγκασε την οικογένειά της να εγκαταλείψει τα Ιωάννινα. Μετά το τέλος της Κατοχής επέστρεψε στα Ιωάννινα κι ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με διάφορες εμπορικές δραστηριότητες.

Το 1990 ίδρυσε το Σύλλογο Παλιών Γιαννιωτών, ενώ είναι ιδρυτικό μέλος και της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδος, μέλος του Συλλόγου του χωριού της, της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ζαγορίου, της Περιηγητικής Λέσχης Ιωαννίνων και της Ζωοφιλικής Εταιρείας Ιωαννίνων. Τιμήθηκε για την προσφορά της από το Σύλλογο Παλιών Γιαννιωτών. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά της πόλης των Ιωαννίνων.

Έγραψε το βιβλίο «Στα Γιάννινα σας γκιζερώ…του περασμένου αιώνα», που εκδόθηκε στα Ιωάννινα το 2009 από την εφημερίδα «Πρωϊνός Λόγος. Στο βιβλίο, όπως εξομολογείται η ίδια, καταγράφει τις μνήμες, τα βιώματά της, «τα μολοΐματα προγόνων για την πόλη» των Ιωαννίνων.

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα :

«Ήταν όμορφος ο καιρός… τότε!.. Εκείνο τον Οκτώβρη…Τότε, που φώναξε ο πατέρας μας από την οξώπορτα… να μην φύγουμε για το σκολειό… γιατί μας είχαν επιτεθεί οι Ιταλοί…Τα χάσαμαν! Μόνο ο καπετάνιος η μάνα μας έσκουξε… «μη σκιάζεστε… θατς ρίξουμι στ’ θάλασσα»! Το παλληκάρι, η μάνα μας, που όλη την Κατοχή και τον μαύρο εμφύλιο, κράτησε ακμαίο το ηθικό της…Εκείνες, τις πρώτες μέρες του πολέμου, η μάνα μας ήταν εκείνη που μας εμψύχωσε… σαν τον Τυρταίο, χωρίς να είναι και κουτσή! Κι όταν ο κόσμος κι ο ντουνιάς, λάκισε για τα χωριά, τον κατήφορο… εκείνη μας τραγούδαε το «κορόιδο Μουσουλίνι» που το τραγουδούσαν στα ραδιόφωνα η Βέμπο κι η Ελλάδα όλη…Τις πρώτες μέρες, πριν πιάσουν οι βροχές, σαν ακούγαμε τις Σειρήνες, κοσιεύαμαν στις πόρτες του Κάστρου… να φυλαχτούμε, χαλασιά μας! Στριμωγμένοι κι όρθιοι… τάχα, φυλαγόμασταν!.. Πάνω στο Κάστρο, τ’ αντιαεροπορικά μας Βάραγαν, συχνά – πυκνά, και παγώναμαν σαν ακούγαμε τις μπόμπες να σφυρίζουν… Κι είχαμαν και νεκρούς! Στο Μώλο, φαντάρους… Στην Ακαδημία νεκρούς… Άμαχους, νεκρούς… Μέρες αρκετές, δεν ξέραμαν τι γένεται… Τα κανόνια, από τα Πάνω Πεδινά, ακούγονταν καθαρότατα…Κάποτε… δεν ακούγονταν το κανόνι… και μάθαμαν, πως τους αναχαιτίσμαν!.. Και βήκαμαν από τις τρύπες μας! Εμείς, οι Κουρμανιώτες κι οι Καστρινοί… από τις πόρτες του Κάστρου κι οι άλλοι μαχαλάδες, από τις μπίμτσες τις θολωτές, που από τις επιστρατεύσεις του 39 ακόμα, τις είχε ετοιμάσει, η αεράμυνα. Δεν θυμάμαι τι τρώγαμαν τις πρώτες μέρες… Ούτε κουβέντα για μαγείρεμα… Δεν θυμάμαι, αν οι φούρνοι δούλευαν… Πάντως… δεν πεθάναμαν! Θυμάμαι, μόνο, τον ενθουσιασμό μας, σαν Βλέπαμε στρατιωτικό αυτοκίνητο… Στο Μώλο ήταν στρατός… διερχόμενοι… Κάτω από το Μουσείο, από το “38 ακόμα, είχαν ετοιμάσει καταφύγια κι είχε μεταφερθεί τώρα, η Μεραρχία… τα γραφεία, τα μαγαζιά της Αβέρωφ και του Κουρμανιού, καθώς πλησίαζαν Χριστούγεννα, γιόμισαν με αγαθά, για να βρίσκει ο στρατός να εφοδιάζεται… Άρχισαν να γυρίζουν από τα χωριά, που είχαν καταφύγει οι χεσιάρδις που είχαν σκιαχτεί… Κάτω από το σπίτι μας, ήταν οι καρβουναποθήκες του Κώστα Σιούλη, μα εκείνος κάπου ήταν επιστρατευμένος κι η οικογένεια του, στους Χουλιαράδες… και τα κάρνα… κλεισμένα. Ποτέ δεν χρειάστηκε να βάλουμε τα κάρνα τις χρουνιάς, εμείς. «Κώστα… κάρνα» έλεγε ο πατέρας ή η μάνα, κι ο Λεωνίδας… ο υπάλληλος… σβάρναγε ως το πλυσταριό μας, ένα σακί!.. Τι τα θέλαμαν τα παραπανίσια… τς χρουνιάς… γιατί να μας πιάκουν τον τόπο;»