ΒΑΚΑΜΗΣ ΣΠΥΡΟΣ (1939 - )

Γεννήθηκε στο Κουκούλι Ζαγορίου. Έζησε τα παιδικά του χρόνια μέσα στις τεράστιες δυσκολίες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Μετά το τέλος του Εμφυλίου σπούδασε στο Διδασκαλείο της Βελλάς, από όπου αποφοίτησε το 1960. Εξακολούθησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης.

Έπειτα, υπηρέτησε ως δάσκαλος σε διάφορα δυσπρόσιτα μέρη κερδίζοντας την εκτίμηση των μαθητών του.

Ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση και συμμετείχε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά και σε κομματικούς χώρους. Συνταξιοδοτήθηκε το 1997 και ασχολήθηκε περισσότερο με τη λογοτεχνία και τη λαογραφία. Εστίασε στην πορεία του χωριού του και της ευρύτερη περιοχής στο χρόνο.

Άρχισε να γράφει στίχους και διηγήματα από τα παιδικά του χρόνια. Ο ίδιος περιγράφει την τάση του αυτή με τα ακόλουθα λόγια :

«Μεσ’ απ’ τους στίχους προσπάθησα να μιλήσω για τα μικρά και τα μεγάλα, για την πορεία της χώρας μας και των ανθρώπων μέσα στο χρόνο, για τα όνειρα και τις ελπίδες που διαψεύστηκαν, για τον αγώνα, για τη ζωή που δεν έζησαν».

Παράλληλα, ασχολήθηκε με την έμμετρη μεταφορά στην Νεοελληνική Γλώσσα τραγωδιών των μεγάλων τραγικών, όπως του Αισχύλου (Ορέστεια), του Ευριπίδη (Ηλέκτρα – Ορέστης – Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων) και του Σοφοκλή (Ηλέκτρα).

Πολλά ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες. Κάποια συμπεριλήφθηκαν σε μια συλλογή ποιημάτων που εκδόθηκε με τον τίτλο «Ποιήματα».

Από τη συλλογή αυτή παρατίθεται το ποίημά του «Η Παιδόπολη» καθώς και το «Γυναίκες της Πίνδου» :

Η Παιδόπολη

Από το «έπος» του 46-50…

Κάθε νύχτα οι κραυγές των ετοιμοθάνατων,

γύρω μας οι σκιές των νεκρών,

στο διπλανό πάρκο οι κραυγές της ηδονής

κι εμείς χαμένοι σ’ ένα κόσμο παράξενο,

χωρίς νόημα, σ’ ένα σπίτι άγνωστο

χωρίς περιεχόμενο,

ξεριζωμένοι, πριν βλαστήσουμε

στο χώμα που μας γέννησε

μακριά απ’ τα βουνά μας, τον ήλιο μας,

το κελάρισμα της πηγής,

το πρωϊνό ξύπνημα τ’ αηδονιού

τον αέρα της λευτεριάς.

Ένας κόσμος γεμάτος μάτια παιδιών

που κοιτούσαμε παράξενα

που μιλούσαμε παράξενα.

Οι μορφές των ανθρώπων ψεύτικες προσωπίδες μυκηναϊκής εποχής

με το χαρακτηριστικό χαμόγελο.

Οι φωνές των ανθρώπων ψεύτικες

μιλούσαν για ανύπαρκτη συμπάθεια,

για θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια.

Πόσο παράξενα χτυπούσαν στ’ αυτιά μας.

Θρησκεία

Η αγάπη, η θυσία, το αίμα,

μιας δεκάρας πράμα

η ζωή που ξευτελίζονταν

στ’ όνομα του εσταυρωμένου.

Πατρίδα!

Απέραντος ιππόδρομος η Ελλάδα

κι εμείς σφαζόμασταν

κάτω από τα βλέμματα «του Καίσαρος»

και τα χειροκροτήματα των πραιτόρων.

Οικογένεια!

Κάθε καρδιά μάνας κι ένας σταυρός, ένας τάφος.

Δίπλα μας πέθαινε ο Φώτης.

Ήταν ένα χλωμό παιδί

μιλούσε με μια φωνή

που μόνο εμείς καταλαβαίναμε,

για τη μάνα που δε γνώρισε

για τους φίλους που δε θα ξαναδεί

για το νερό της ρεματιάς,

τα καραβάκια που ταξίδευαν τα όνειρά του

για τη φωλιά του χελιδονιού στην εξώπορτα

με τον ερχομό της Άνοιξης.

Ακούγαμε την ανάσα του να βγαίνει βαριά απ’ το μικρό του

στήθος. Βλέπαμε τα μάτια του

δυο πελώρια μαύρα μάτια,

να ψάχνουν, να ψάχνουν,

πέρα στην ανατολή, πίσω από τα σύννεφα τα φώτα του ήλιου.

Κι έσβησε σαν το μικρό λυχνάρι

μόνος στο διπλανό θάλαμο,

ενώ έξω χτυπούσαν τα τύμπανα

για νίκες, για ηρωισμούς

κι ο Καίσαρ κι οι πραιτοριανοί στεφανώνονταν

και μοίραζαν στο λαό άρτο και θεάματα.

Γυναίκες της Πίνδου

Μορφές λιπόσαρκες

σαν τις κορφές της Πίνδου, φαγωμένες απ’ το δρολάπι.

Η φλόγα της ματιάς σας

βαθιά κι’ απόκοσμη, σημαδεύει την πορεία του κόσμου.

Ολόρθες στο βάρος της μοίρας,

στην αγωνία του αύριο,

στη μοναξιά της νύχτας της αφέγγαρης.

Έτοιμες για το δρόμο της θυσίας,

εκεί που σμίγει η ζωή κι’ ο θάνατος στο έσχατο σημείο της ύπαρξης.

Βιβλιογραφία

Τζιόβας Φρίξος, Κατάλογος Συγγραφέων Περιοχής Ζαγορίου. (Από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη έως σήμερα), Γιάννινα, Εκδ. Το Ζαγόρι μας, 1990, 7