Η διαμόρφωση του Ζαγορίου, από τον 14ο στον 18ο αιώνα

Συνήθως, όταν γίνεται λόγος για τα χωριά του Ζαγορίου, πάντοτε μεγαλύτερη και ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην περίοδο της ακμής τους (μέσα 18ου-αρχές 19ου αιώνα), παρά σε προγενέστερους καιρούς. Κι αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού, στο χρονικό αυτό διάστημα, τα Ζαγοροχώρια είχαν φθάσει σε ζηλευτά επίπεδα κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης και παρουσίαζαν μια αναμφισβήτητη πολιτισμική υπεροχή από τα υπόλοιπα τμήματα της Hπείρου. Παράλληλα όμως, την ίδια εποχή, η ανθρωπογεωγραφία του Ζαγορίου είναι πολύ διαφορετική από αυτή που μας δίνουν οι πηγές, πριν και μετά την τουρκική κατάκτηση.

Οι πιο παλιές μαρτυρίες που διαθέτουμε για τα γεωγραφικά-διοικητικά όρια του Ζαγορίου ανάγονται στον 14o αιώνα. Συγκεκριμένα την πρώτη μνεία για την οριοθέτηση της νοτιοανατολικής πλευράς του Ζαγορίου τη βρίσκουμε σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου του Β΄. Στο παραπάνω χρυσόβουλλο, του έτους 1319, αναφέρεται, ανάμεσα σε άλλα χωριά, και το Τριστεανίκον, που δεν είναι άλλο από το χωριό Ντρεστενίκο του Ανατολικού Ζαγορίου[1].

Λίγα χρόνια αργότερα (1326-1328) μια άλλη πηγή αναφέρεται στο Πάπιγκο και το προσδιορίζει ως το νοτιότατο σημείο της περιφέρειας του βυζαντινού διοικητή Κομνηνού Παλαιολόγου[2]. Ανήκει όμως το Πάπιγκο εκείνη την εποχή στα Ζαγόρια η είναι αυτόνομη επαρχία; Στο ερώτημα αυτό δεν δίνει απάντηση ούτε το Χρονικόν των Ιωαννίνων όταν, σε σχετικό απόσπασμα με την εκστρατεία του Ιζαού εναντίον του Αλβανού φυλάρχου Γκίνη Ζενεμπίση, το 1399, αναφέρει: «Επισυνάξας ουν τα στρατεύματα τους Μαλακασαίους και Μαζαρακαίους, έτι δε του Παπίγκου και των Ζαγορίων, αλλά δη και της Δρυϊνουπόλεως μετά του Αργυροκάστρου και των Μεγάλων Ζαγορίων, κατήλθε μέχρι του Μεσοποτάμου...»[3].

Από το παραπάνω απόσπασμα, ενώ προκύπτει καθαρά ότι εκείνη την εποχή υπάρχουν δύο Ζαγόρια, τα μεγάλα και τα μικρά, αντίθετα το Πάπιγκο φαίνεται ότι αποτελεί ξεχωριστή αυτόνομη επαρχία[4]. Αν πραγματικά συμβαίνει αυτό[5], τότε τα γεωγραφικά όρια των Ζαγορίων πρέπει να σμικρυνθούν και την οριοθετική τους γραμμή προς τη δυτική πλευρά πρέπει αποτελέσουν τα «χωρία Πεδινάτα άνω και κάτω, συν τη το Τζερβάρην, και των Νεγκαράδων...»[6].

Στο παραπάνω χωρίο όμως εμφανίζονται δύο περιοχές με την ονομασία Ζαγόρια. Από αυτές η μία σίγουρα πρέπει να ταυτιστεί με την περιοχή του Ζαγορίου, πού στα χρόνια τής Τουρκοκρατίας αναφέρεται ως ναχιγιές Ζαγορίου του Λιβά Ιωαννίνων. Όσο, τώρα, για την άλλη περιοχή, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται για τη Ζαγορά ή τη Ζαγόρια[7], που, αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση, τη συναντούμε στο Κατάστιχο τής Αρβανιτιάς (1431), το παλαιότερο από τα γνωστά τιμαριωτικά κατάστιχα της Ρούμελης πού δημοσίευσε ο Τούρκος ιστορικός Halil Inalcik το 1954 στην Άγκυρα[8]. Πιo συγκεκριμένα, στο κατάστιχο αυτό, όπου σημειώνονται τα τιμάρια διαφόρων σπαχήδων, παρατηρούμε ότι σε μερικά χωριά, είτε αυτά αποτελούν τιμαριωτικά μερίδια σπαχήδων, είτε είναι σπαϊλίκια μόνον ενός σπαχή, μετά την αναγραφή των ονομάτων τους ακολουθεί η εξής διευκρινιστική σημείωση: tâbi-i Zαgorya, που σημαίνει ότι τα χωριά αυτά υπόκεινται σ' αυτή την περιοχή. Πρόκειται δηλαδή για μια απαραίτητη διευκρίνιση, μια και η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών-τιμαρίων πού περιγράφονται στο κατάστιχο αυτό ανήκουν στο βιλαέτι του Αργυροκάστρου. Και επειδή συμπίπτει το χωριό αυτό να μην ανήκει σε κάποιον από τους ναχιγιέδες του Αργυροκάστρου, αλλά να αποτελεί είτε τιμάριο είτε μερίδιο του σπαχή πού περιγράφεται το σύνολο των τιμαριωτικών του εκτάσεων, ο συντάκτης του καταστίχου προβαίνει στη συμπληρωματική αυτή επεξήγηση.

Τα χωριά που σημειώνονται στο κατάστιχο αυτό ως υποκείμενα στην περιοχή Zagorya είναι: Drimados, Uskoryadis, Çatiste, Pelşi, Şepri, Nivyani, Konice, Zelye και Pare[9]. Πριν κλείσουμε τη σύντομη αυτή παρένθεση να αναφέρουμε ακόμη ότι τα τρία πρώτα χωριά (Δρυμάδες, Σκουριάδες και Τσιάτιστα) τα συναντούμε πολύ αργότερα στη διοίκηση της Πωγωνιανής[10].

Σχεδόν στα γνωστά γεωγραφικά όρια των Ζαγοροχωρίων μας επαναφέρει 133 χρόνια αργότερα μια άλλη, εξίσου σημαντική και αξιόπιστη πηγή. Πρόκειται για το οθωμανικό κατάστιχο (defter) του Ναχιγιέ Ζαγορίου του Λιβά Ιωαννίνων[11]. Σ' αυτό περιλαμβάνονται 58 Ζαγοροχώρια, δύο δηλαδή λιγότερα από εκείνα που αναφέρονται σε αυτοκρατορικό διάταγμα του 1678[12] και επιβεβαιώνει το Χρονικόν της Βοτσάς. Μερικά απ' αυτά, όπως οι Μηλιωτάδες, οι Μογγλιοί και η Γκοβριτσά, αποσπάστηκαν από την Ζαγορίσια ομοσπονδία, σύμφωνα με τον Λαμπρίδη, στη χρονική περίοδο 1680-1735[13], ενώ τα υπόλοιπα πέρασαν, άγνωστο πότε, στο τμήμα Κουρέντων.

Έτσι, στις αρχές του 18ου αιώνα, ο Ναχιγιές Ζαγορίου αποτελείται από 46 χωριά που τα γεωγραφικά τους όρια σχεδόν συμπίπτουν με τα σημερινά.

Εκτός από τις κατά καιρούς διαφοροποιήσεις στα γεωγραφικά-διοικητικά όρια του Ζαγορίου, παρατηρούνται και αλλαγές στο οικιστικό δίκτυο της περιοχής με την ερήμωση και εξαφάνιση χωριών αλλά και τη δημιουργία νέων.

Αρχικά πρέπει να επισημάνουμε ότι το οικιστικό σύστημα του Ζαγορίου σαφώς επηρεάστηκε από τις σλαβικές επιδρομές[14], αφού γνώρισε και εγκαταστάσεις σλαβικών φύλων, όπως φαίνεται από τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια που είναι, ακόμη και σήμερα, διάσπαρτα στην περιοχή[15].

Αρκετούς αιώνες αργότερα έχουμε μετακίνηση και μόνιμη εγκατάσταση Βλάχων στο ανατολικό τμήμα του Ζαγορίου[16], αποκαλούμενο γι' αυτό το λόγο και Βλαχοζάγορο. Η μετανάστευση αυτή, που τοποθετείται στον 13ο αιώνα, πρέπει να θεωρηθεί και ως η τελευταία στην περιοχή, αφού το Ζαγόρι έμεινε ανέπαφο από τη μεγάλη αλβανική κάθοδο που πραγματοποιήθηκε έναν αιώνα αργότερα στο μεγαλύτερο τμήμα του Ελλαδικού χώρου[17]. Oι τοπικές επιδρομές των Τούρκων και ορισμένων αλβανικών φύλων στην περιοχή, προς τα τέλη του 14ου αιώνα, εντάσσονται σε άλλα πλαίσια και αντιμετωπίζονται, ως ένα σημείο, με νέες οχυρώσεις στα ευάλωτα σημεία της ΝΔ πλευράς του Ζαγορίου. Βρισκόμαστε στην εποχή, όπου κτίζονται νέα καστέλλια στα χωριά Δοβρά, Κάτω Σουδενά και Αρτσίστα[18].

Οι σημαντικές όμως μεταβολές στο οικιστικό δίκτυο του Ζαγορίου πραγματοποιούνται κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Στο διάστημα αυτό προγενέστεροι μικροί οικισμοί διαλύονται και ενσωματώνονται σε μεγαλύτερους, κάτοικοι μεταναστεύουν τμηματικά ή ομαδικά και δημιουργούν συνοικίες σε άλλα χωριά, ενώ παράλληλα εμφανίζονται νέοι οικισμοί, κυρίως στο κεντρικό Ζαγόρι.

Ως τώρα βασικός πληροφοριοδότης για την εξέλιξη του οικιστικού δικτύου στην περιοχή ήταν ο Λαμπρίδης και ακολουθούσε, σε μεγάλη απόσταση, ο Αραβαντινός. Σ' αυτούς θα μπορούσε ίσως να προσθέσει κανείς και την Αντωνιάδη-Μπιμπίκου, αν η τελευταία, στη μελέτη της για τα ερημωμένα χωριά στην Ελλάδα[19], είχε δημοσιεύσει και τους σχετικούς καταλόγους, οπότε θα γνωρίζαμε αν και πόσα από τα 32 εγκαταλειμμένα χωριά της επαρχίας Ιωαννίνων ανήκαν στην περιοχή Ζαγορίου. Τέλος, χρήσιμο είναι και το σύντομο άρθρο του Γεωργίου Σαρηγιάννη που αναφέρεται στην οικιστική εξέλιξη της περιοχής, με βάση τις πληροφορίες του Λαμπρίδη και Αραβαντινού[20].

Σήμερα, όμως, διαθέτουμε και μια άλλη σημαντική πηγή. Πρόκειται για το οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1564 που, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, αναφέρεται στο Ναχιγιέ Ζαγορίου του Λιβά Ιωαννίνων. Αν και αρκετά από τα ονόματα των 58 φοροϋπόχρεων χωριών που περιλαμβάνει είναι, αν όχι αδύνατον, πάρα πολύ δύσκολο να ταυτισθούν, εντούτοις με τα υπόλοιπα μπορεί κανείς να προχωρήσει σε πολύτιμες διαπιστώσεις, σε συνδυασμό πάντα με τα σχετικά στοιχεία που παραδίδονται από τον Λαμπρίδη.

Με βάση λοιπόν τις πληροφορίες του Λαμπρίδη, τις οποίες ας σημειωθεί ότι αντλεί κυρίως από το Χρονικόν της Βοτσάς αλλά και το Χρονικόν της Κλεισούρας, και τις σχετικές αναγραφές του «δεφτεριού» του 1564, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε, στα πλαίσια μιας εισαγωγής, τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο οικιστικό δίκτυο του Ζαγορίου μέχρι αυτό να πάρει την οριστική του μορφή γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα.

Και πρώτα-πρώτα στο Δυτικό Ζαγόρι, κατά τον Λαμπρίδη, υπήρχαν γύρω από το Πάπιγκο οι παρακάτω «μνημονευόμενες κατά την τουρκική κατάκτηση συνοικίες: Αγία Κυριακή, Λιασκοβέτς, Κλινοβόν, Τούρναβος, Μεγάλη Τσονδίλα, Νιφίτσα, Οστανίτσα, Πογδορά Λαψίστι και Καλύβια. Όλες οι παραπάνω συνοικίες διαλύθηκαν, πάντα κατά τον ίδιο συγγραφέα, στα τέλη του 16ου αιώνα[21].

Όμως στο κατάστιχο του 1564 δεν αναφέρεται καμιά από αυτές, γεγονός που μας προξενεί αμφιβολίες οι οποίες μπορούν να αρθούν μόνο αν τοποθετήσουμε την ερήμωσή τους στα μέσα του 16ου αιώνα. Ακόμη στο ίδιο κατάστιχο δεν αναφέρονται φυσιολογικά και τα χωριά Βαστανιά και Σμολιάσου, που έχουν ερημωθεί: το πρώτο, κατά τον Λαμπρίδη, διαλύθηκε «ένεκα των προσβολών των Τούρκων» στις αρχές του 15ου αιώνα και όλοι σχεδόν οι κάτοικοί του κατέφυγαν στο Τσερβάρι[22], εκτός από λίγους, κυρίως άρχοντες, που «μετέβησαν εις Μονοδέντρι χάριν του κλίματος»[23]. Το δεύτερο χωριό εγκαταλείπεται το 1559, πέντε μόλις χρόνια πριν από την κατάστρωση του «δεφτεριού» του 1564. Οι κάτοικοί του εγκαθίστανται κοντά στα Κάτω Σουδενά, σχηματίζοντας το Νέον Σμολιάσον, που γρήγορα όμως απορροφήθηκε (τέλη 16ου αι.) από τα Κάτω Σουδενά, όπως και άλλα παρακείμενα χωρίδια, το Καρακούλη ή Καραπούλι και το Επάνω Χωριό[24].

Αντίθετα τώρα στο οθωμανικό κατάστιχο αναφέρεται ως χωριό η Βιχάν (Vuha), που, κατά τον Λαμπρίδη, ήταν η μία συνοικία, η οποία μαζί με την άλλη, ονομαζόμενη Μπάλτο-Γκορτζιά, αποτέλεσαν αργότερα το χωριό Αληζότ Τσιφλίκι[25]. Στο ίδιο ακόμη κατάστιχο αναφέρεται και το χωριό Μεγάλη (Megali). Η ταύτιση του χωριού αυτή θα ήταν αδύνατη αν ο Λαμπρίδης δεν εξέφραζε δικαιολογημένα την απορία του γιατί οι δύο πρόκριτοι του χωριού Άγιος Μηνάς, Σταμάτης και Γεραίνης, «ανήγειραν το έτος 1571 επ' ονόματι του Αγίου Μηνά πλησίον του χωρίου εκκλησίαν, Μεγάλην αποκαλουμένην». Και στο ερώτημα που λίγο πιο κάτω ο ίδιος θέτει «διατί η εκκλησία αύτη απεκαλέσθη Μεγάλη, προσπαθεί να δώσει κάποια απάντηση με άλλη ερώτηση: «Υπήγοντο εις ταύτην εκκλησιαστικώς αι πέριξ, ή ην, όπερ και το πιθανώτερον, συγκριτικώς προς τας άλλας, μεγάλη;»[26]. Το πρόβλημα όμως θα παρέμενε ακόμη περίπλοκο αν από το ίδιο κατάστιχο δεν απουσίαζε το χωριό Άγιος Μηνάς. Έτσι πιστεύουμε πως είναι ευπρόσδεκτη η υπόθεση ότι δεν υπάρχει τότε ο Άγιος Μηνάς και οι δύο πρόκριτοι, Σταμάτης και Γεραίνης, είναι κάτοικοι του χωριού Μεγάλη και, κατά την προσφιλή συνήθεια των προκρίτων, κτίζουν την κεντρική εκκλησία του χωριού τους.

Περνώντας τώρα στο Κεντρικό Ζαγόρι, αρχικά πρέπει να κάνουμε μια γενική παρατήρηση. Στο τμήμα αυτό του Ζαγορίου έχουμε τις πιο πολλές και σημαντικές μεταβολές στο οικιστικό δίκτυο της περιοχής. Ο Λαμπρίδης αναφέρει συνολικά 40 χωριά και «χωρίδια», τα οποία μέσα στον 17ο αιώνα διαλύθηκαν και εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους για άγνωστη, τις περισσότερες φορές, αιτία.

Έτσι η Δοβρά, που μνημονεύεται στο κατάστιχο του 1564, απορροφά, μετά το 1689, τα παρακάτω χωριά ή συνοικίες χωριών: Μαυραγγέλου, Ασπραγγέλου, Ραντοβάνη, Κουτσοδόβρου, Παληοχώρι και Σεβινέ[27]. Από αυτά μόνο το Ραντοβάνι αναφέρεται στο Defter του 1564 ως Radovan.

Το Σιοποτσέλι δέχεται κατοίκους από τα χωριά Πιτούρνα, Ζλάροβο και Πετρίτσα από τα οποία μόνο για το Ζλάροβο υπάρχει αντίστοιχη εγγραφή στην παραπάνω οθωμανική πηγή. Έτσι, τα χωριά Πιτούρνα και Πετρίτσα πρέπει να έχουν μάλλον ερημωθεί πριν το 1564, ενώ το Ζλάροβο εξακολουθεί να υπάρχει, κατά το Χρονικόν της Βοτσάς, και το 1631[28].

Τα αίτια και ο χρόνος της εγκατάλειψης του Ζλαρόβου παραμένουν άγνωστα[29]. Αντίθετα σημειώνεται ότι οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν προς τα χωριά Σιοποτσέλι και Τζοντήλα[30]. Στην Τζοντήλα καταφεύγουν μερικοί κάτοικοι από τα χωριά Ζλάροβο, Πιτούρνα, Ριζά, Δόβραις και Μακρυγιάννη μετά τη διάλυσή τους. Κι εδώ δεν σημειώνεται ο χρόνος της ερήμωσης των τριών τελευταίων χωριών. Όμως, αν στηριχτούμε και πάλι στο κατάστιχο του 1564, η εξαφάνισή τους πρέπει να τοποθετηθεί πριν από αυτό το έτος.

Μια άλλη συστάδα «πλησιόχωρων» χωριών πού στις αρχές του 18ου αιώνα έχουν εξαφανιστεί είναι: το Βισσικό, η Σκαμνιά και το Νεοχώρι. Από αυτά μόνο το πρώτο αναφέρεται στο οθωμανικό κατάστιχο και μάλιστα ως Monastir/Bisinko. Η ερήμωση των παραπάνω χωριών προήλθε, κατά τον Λαμπρίδη, «ένεκεν θανατηφόρου επιδημίας», χωρίς όμως να προσδιορίζεται το έτος που εκδηλώθηκε αυτή[31]. Πάντως, αν λάβουμε υπόψη ότι το Βισσικό μνημονεύεται στο Χρονικόν της Βοτσάς το 1631, πρέπει να τοποθετήσουμε την εμφάνιση αυτής της θανατηφόρας επιδημίας μετά το έτος αυτό. Μετά την διάλυση των τριών χωριών οι κάτοικοί τους μετανάστευσαν όλοι στην Καλωτά.

Ακριβώς πίσω από την Καλωτά υπήρχε «το πάλαι χωρίον Βουρλιάδες», που αναγράφεται στο κατάστιχο του 1564 ως Vurladis και μνημονεύεται στο Χρονικόν της Βοτσάς (Βουρλάδες). Για άγνωστη όμως αιτία διαλύθηκε και «συνέτεινεν εις τον σχηματισμόν του Δίσπερη [...] Βάρβεση, χωρίων νυν της περιοχής Μαλακασίου»[32]. Από αυτά τα χωριά η Βάρβεση περιλαμβάνεται στα Ζαγοροχώρια τον 16ο και 17ο αιώνα, αφού σημειώνεται τόσο στο κατάστιχο του 1564 (Varνis) όσο και στο Χρονικόν της Βοτσάς.

Αντίθετα, το διπλανό χωριό Στολοβό, πού δεν αναγράφεται στο κατάστιχο του 1564, αλλά μνημονεύεται στο Χρονικόν της Βοτσάς και αποτελεί αργότερα ένα από τα 46 Ζαγοροχώρια, απορροφά τους κατοίκους των χωριών: Σελιό, Νιρέζια, Σταυρός.

Ανάμεσα από το Στολοβό, το Καβαλλάρι και το Λιασκοβέτσι υπήρχε το χωριό Δρυάνοβο, πού αναφέρεται στο χρυσόβουλλο του 1319 του Ανδρονίκου του Β΄[33], αλλά στη συνέχεια δεν έχουμε καμιά ένδειξη για την τύχη του.

«Πέριξ του χωρίου Λιασκοβέτς» υπήρχαν, κατά τον Λαμπρίδη, τα χωρίδια Νιάτοβο, Πάδες, Ρωμνηά και Μεγάλο Δέντρο, που στα 1687 διαλύονται και οι κάτοικοί τους έρχονται στο Λιασκοβέτσι. Από τα παραπάνω χωριά όμως μόνο η Ρωμνηά αναγράφεται στο κατάστιχο του 1564 (Rumya), ενώ αντίθετα δεν αναφέρεται το Λιασκοβέτσι.

Ακόμη ο Λαμπρίδης αναφέρει ότι το «Λιασκοβέτσιον απετελέσθη και εκ τινων τμημάτων των Φραγκάδων, ως του Στρουμπέτσικο και Τσανάδων». Aπό τους δύο παραπάνω συνοικισμούς Στρουμπέτσικο και Τσανάδες, καθώς και «εκ των τμημάτων Χριστοφόρου και Λίνου απετελείτο το πάλαι» το χωριό Φραγκάδες, που σημειώνεται ως Ferangadis στο κατάστιχο του 1564. Στο ίδιο κατάστιχο αναγράφεται και το χωριό Linok, που πρέπει να ταυτιστεί με το Λίνου.

Το διπλανό ακριβώς χωριό, οι Νεγάδες, που αναφέρεται στο κατάστιχο του 1564 (Negadis), αριθμούσε αρχικά «ένδεκα μόνον οικίας και ταύτας σμικροτάτας, μετά δέ ταύτα, αφού τα χωρία Κοζιακό και Χάσσια καταπιέσθησαν σφόδρα, πολλαί εκείθεν οικογένειαι μετώκησαν ενταύθα», δηλαδή στους Νεγάδες. Από τα δύο αυτά χωριά μόνο το πρώτο αναγράφεται στο κατάστιχο του 1564 ως Kozyako. Το χωριό αυτό διαλύεται για άγνωστη αιτία, ανάμεσα στα 1731-1741[34], και οι κάτοικοί του καταφεύγουν στο χωριό Τσεπέλοβο, που δεν περιέχεται στο παραπάνω οθωμανικό δεφτέρι.

Αλλά ούτε και το διπλανό χωριό Σκαμνέλι μνημονεύεται στο κατάστιχο του 1564. Αναφέρεται όμως η πολυαριθμότερη συνοικία Κατούνα (Katona) πού μαζί με τις υπόλοιπες έξι, Αγιο Ηλία, Τσέπετσι, Κοτσινάδες, Νούκα και κυρίως Σκαμνέλι, αποτελούσαν το χωριό Σκαμνέλι. Το τελευταίο, σύμφωνα με το Χρονικόν της Βοτσάς, αποστέλλει στην Κωνσταντινούπολη τους πιο πολλούς βοϊνίκηδες στα έτη 1629-1631[35].

Όμως ούτε και το χωριό Καπέσοβο αναφέρεται στην παραπάνω οθωμανική πηγή. Ούτε, επίσης, μνημονεύεται και το χωριό Καπούσκα που, σύμφωνα με τον Λαμπρίδη, βρισκόταν κοντά στην Μπάγια και αποτελούνταν από 20 οικογένειες οι οποίες, εξαιτίας του νοσηρού κλίματος της περιοχής, μετανάστευσαν στο Καπέσοβο, το οποίο υπάρχει στις αρχές του 17ου αιώνα[36].

Αντίθετα, στο κατάστιχο του 1564 περιλαμβάνεται το Βραδέτο και σημειώνεται ως Evradto-i Κϋçek, δηλαδή ως μικρό χωριό. Επομένως δεν ευσταθούν τα όσα υποστηρίζει ο Λαμπρίδης, ότι δηλαδή «Κατωκήθη [...] προ 254 ετών (1614) εκ ποιμένων μετενεγκόντων ενταύθα και διά παντός τας σκηνάς των εκ της Νούκας, τμήματος του Σκαμνελίου...»[37].

Θα περίμενε κανείς να συναντήσει στο κατάστιχο του 1564 και το Κουκούλι, που μνημονεύεται αργότερα στο Χρονικόν της Βοτσάς. Το χωριό αυτό, σύμφωνα με τον Λαμπρίδη, αριθμούσε αρχικά η οικογένειες πού αργότερα αυξήθηκαν σε 18, «διότι προσεχώρησαν αυτόθι έτεραι 7 εκ της διαλυθείσης Μεγάλης Τσέρνιτσας»[38]. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι, ακόμη και στην τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα, υποχρεώνεται το Κουκούλι να αποδίδει ετησίως για το Παλαιοχώρι Τζερνήτζα το συνηθισμένο κεσίμι, που ανέρχεται στα 400 γρόσια[39].

Η Μεγάλη Τσέρνιτσα καθώς και η Μικρή Τσέρνιτσα διαλύθηκαν στα τέλη του 17ου αιώνα και οι κάτοικοί τους μετανάστευσαν όλοι σχεδόν στη Μπάγια[40]. Τα παραπάνω δύο χωριά είναι και τα τελευταία που ερημώθηκαν στο κεντρικό Ζαγόρι.

Στο Ανατολικό Ζαγόρι οι μεταβολές στο οικιστικό δίκτυο είναι πιο περιορισμένες.

Και πρώτα-πρώτα η Δόλιανη, αναφερόμενη στο κατάστιχο του 1564 (Dolyani), δέχεται τους κατοίκους των χωριών Δελγίνας, Νιατόβου και Βριζιατσάνου. Από τα παραπάνω χωριά τα δύο πρώτα είναι άγνωστο πότε και γιατί διαλύθηκαν. Το τρίτο, σύμφωνα με τον Λαμπρίδη, αποδεκατίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα, εξαιτίας της πανώλης που ενέσκηψε σ' αυτό[41].

Το Γρεβενίτι πού, κατά τον Λαμπρίδη, αποκαλούνταν αρχικά Κουτσούκ-Καλωτά και δεν αναφέρεται στο κατάστιχο του 1564, ούτε με τη μία ούτε με την άλλη ονομασία, εποικίστηκε από κατοίκους των χωριών Βοτσάς και Βέργιανης[42], που ο χρόνος της διάλυσής τους εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος. Τέλος τα χωριά Τσερνέσι και Μακρίνο, πού αναγράφονται στο κατάστιχο του 1564 ως Çernis και Makarino αντίστοιχα, δέχονται τους μετανάστες των χωριών Πετρίτσας και Κουκουρούτσης. Αν και ο Λαμπρίδης δεν σημειώνει τα αίτια της ερήμωσής τους, για το δεύτερο χωριό μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι εξαφανίστηκε πριν από το 1731. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο ηγούμενος ή ένας από τους μοναχούς της Μονής του Αγίου Νικολάου Σκαμνελίου που καταχωρεί τις αφιερώσεις πού δέχεται το μοναστήρι αυτό από τους κατοίκους των Ζαγοροχωρίων, και όχι μόνο αυτών, σημειώνει, δίπλα από το χωριό Κουκουρουτζό, το σημείο του σταυρού[43].

Συμπερασματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σε διάστημα δύο αιώνων (16ος-17ος) στην περιοχή του Ζαγορίου ερημώθηκαν 52 μεγάλοι και μικροί οικισμοί για άγνωστη, τις περισσότερες φορές, αιτία.

Στις περιπτώσεις εκείνες, όπου αναφέρονται οι λόγοι ερήμωσής τους, παρατηρούμε ότι αυτοί είναι «κλασικοί» και κοινοί με αυτούς πού προξένησαν πληθυσμικές μετατοπίσεις, όχι μόνο στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο, αλλά και στο Βαλκανικό. Μόνο σε μια περίπτωση η εξαφάνιση ενός χωριού και η μετανάστευση των κατοίκων του δεν έχει σχέση με τους πολέμους, τις επιδημίες και το κλίμα. Πρόκειται για το χωριό Παληοχώρι, που κατά τον Λαμπρίδη βρισκόταν σε μικρό οροπέδιο «3/4 περίπου της ώρας προς M. των Άνω Σουδενών», οι κάτοικοι του οποίου διασκορπίστηκαν, επειδή φόνευσαν τους σπαχήδες τους[44].

Στα μέσα λοιπόν του 18ου αιώνα το οικιστικό δίκτυο του Ζαγορίου απέκτησε την οριστική του μορφή πού διατηρεί μέχρι σήμερα. Τα 46 χωριά που αποτελούσαν τότε τη Ζαγορίσια ομοσπονδία ήταν:

Ι. Ανατολικό Ζαγόρι[45]: Βωβούσα, Γρεβενίτι, Δόλιανη, Δραγάρι, Μακρίνο, Λάιστα, Λεσινίτσα, Ντομπρίνοβο, Ντρεστενίκο, Παλαιοχώρι Λάιστας, Τσερνέσι, Φλαμπουράρι.

ΙΙ. Κεντρικό Ζαγόρι[46]: Βίτσα (Άνω και Κάτω), Βραδέτο, Δοβρά, Καβαλλάρι, Καλωτά, Καμνιά, Καπέσοβο, Κουκούλι, Λιασκοβέτσι, Λιγκιάδες, Μανασή, Μονοδέντρι, Μπάγια, Μπούλτση, Νεγάδες, Σκαμνέλι, Σιοποτσέλι, Στολοβό, Τσεπέλοβο, Τζοντήλα και Φραγκάδες.

ΙΙΙ. Δυτικό Ζαγόρι[47]: Άγιος Μηνάς, Αρτσίστα, Αληζότ Τσιφλίκι, Βιτσικό, Μαυροβούνι, Μεσοβούνι, Πάπιγκο, Άνω Ραβένια, Κάτω Ραβένια, Επάνω Σουδενά, Κάτω Σουδενά και Τσερβάρι.

 

Γιώργος Παπαγεωργίου, Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο. Ζαγόρι (μέσα 18ου - αρχές 20ου αι.), Ριζάρειο Ίδρυμα, Ιωάννινα 1995 - Εισαγωγή


 

[1] F. Miklosich - J. Müller, Acta et diplomata Graeca medii aevi sacra et profana collecta, τ. Ε΄, Βιέννη 1887, σελ. 81.

[2] Δ. Ζακυθηνός, «Ανέκδοτον βυζαντινόν κτιτορικόν εκ Βορείου Ηπείρου», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 14 (1938), σ. 287 και 293.

[3] Λέανδρος Βρανούσης, «Το Χρονικόν των Ιωαννίνων κατ' ανέκδοτον δημώδη επιτομήν», Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου 12 (1962), Αθήναι 1965, σ. 100.

[4] Βλ. και Μιχ. Κοκολάκης, Το ύστερο Γιαννιώτικο πασαλίκι. Χώρος, διοίκηση και πληθυσμός στην Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο (1820-1913), Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα 1993, σ. 161, 162 και 253, σημ. 260 και 261.

[5] Ασφαλώς θα είχαμε πιο ακριβείς και ασφαλείς πληροφορίες για το θέμα αυτό αν είχε διασωθεί το Χρονικόν του Παπίγκου. Για την τύχη του Χρονικού αυτού βλ. Βρανούσης, Χρονικά της Μεσαιωνικής και Τουρκοκρατούμενης Ηπείρου, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1962, σ. 180-184.

[6] Ανδρ. Μουστοξύδης, Ελληνομνήμων ή Σύμμικτα Ελληνικά, Αθήναι 1965, σ. 507.

[7] Γ. Χαριτάκης, «Αθανασίου Ψαλίδα, Η Τουρκία κατά τας αρχάς του ιθ' αιώνος», Ηπειρωτικά Χρονικά 6 (1931), σ. 59.

[8] Halil Inalcik, Hicrî 835 tarihli Sûret-i defter-i sancak-i Arvanid, Άγκυρα 1954.

[9] Inalcik, ό.π., αριθ. 3, 4, 8, 17, 24, 33, 34, 44 και 66.

[10] Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τ. Β΄, σ. 366.

[11] Το κατάστιχο αυτό βρίσκεται στην κατοχή της Melek Delilbasi, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας και πρόκειται να συνεργαστούμε για την έκδοσή του.

[12] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά, μέρος Α', τχ. 8ο, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1971, σ. 38.

[13] Λαμπρίδης, ό.π., σ. 44.

[14] Από τις Επιδρομές αυτές οι πιο σημαντικές είναι: 1) του 587, οπότε Άβαροι Σλάβοι εισβάλλουν και λεηλατώντας περιοχές της Ελλάδας φθάνουν και εγκαθίστανται στην παλαιά Ήπειρο, διώχνοντας τους ντόπιους από τις εστίες (βλ. Ευάγγελος Χρυσός, «Συμβολή στην ιστορία της Ηπείρου κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή», Ηπειρωτικά Χρονικά 23 (1981), σ. 71-78) και 2) του 614-616, όπως πληροφορούμαστε από τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, P. Soustal, Tabula Imperii Byzantini 3: Nikopolis und Kephallenia, Βιέννη 1981, σ. 50-52.

[15] Κων. Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου, Ιωάννινα 1991, σ. 322-354 και 462-563.

[16] Αραβαντινός, Χρονογραφία, τ. Β΄, σ. 55. Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα τόμος Α΄, Ζαγοριακά, σ. 5.

[17] Βασ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμοί και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1985, σ. 68-85.

[18] Βρανούσης, «Το Χρονικόν των Ιωαννίνων», ό.π., σ. 91.

[19] Ελένη Αντωνιάδη-Μπιμπίκου, «Ερημωμένα χωριά στην Ελλάδα. Ένας προσωρινός απολογισμός», Οικονομική Δομή των Βαλκανικών Χωρών (15ος-19ος αιώνας), σ. 191-259.

[20] Γ. Σαρηγιάννης, «Η εξέλιξη του οικιστικού δικτύου του Ζαγορίου», Πρακτικά πρώτου Συμποσίου Λόγου - Ο Λόγος για το Ζαγόρι, Ιωάννινα 1986, σ. 70-80.

[21] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά, μέρος Β', τχ. 9, σ. 40. Να επισημάνουμε εδώ ότι ο ίδιος συγγραφέας στα Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα τόμος Α΄, σ. 4, την Αγία Κυριακή αναφέρει ως Αγία Παρασκευή.

[22] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά. μέρος Α', τχ 8, σ. 27-28 και Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα τόμος Α΄, σ. 27.

[23] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα τόμος Α΄, σ. 38.

[24] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα τόμος Α΄, σ. 28.

[25] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά, μέρος Α΄, τχ. 8, σ. 39 και μέρος Β΄, τχ. 9, σ. 42.

[26] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα τόμος Α΄, σ. 23.

[27] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά, μέρος Β΄, τχ. 9, σ. 40.

[28] Βλ. Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά, μέρος Β΄, τχ. 9, σ. 8. Πρβλ. και Αραβαντινός, Χρονογραφία, τ. Β΄, σ. 34.

[29] Σύμφωνα με την παράδοση, οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν εξαιτίας της έλλειψης νερού.

[30] Τα χωριά αυτά αναγράφονται στο οθωμανικό κατάστιχο ως Spocil και Ιzodile.

[31] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα τόμος Α΄, σ. 55.

[32] Αυτόθι. Ο Αραβαντινός (Χρονογραφία, τ. Β΄, σ. 331) τα δύο αυτά χωριά τα εντάσσει στον καζά των Κουρέντων.

[33] Miklosich-Müller, ό.π., σ. 81.

[34] Συγκεκριμένα ο Κοζιακός αναφέρεται ως υπάρχων οικισμός το 1731 στο κατάστιχο της Μονής του Αγίου Νικολάου Σκαμνελίου (Ευάγγελος Σαβράμης, «Χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης Βήσσανης-Πωγωνίου», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 11 (1935), σ. 305). Αντίθετα, σε έγγραφο του 1741 αναφέρεται ως Παληοχώρι Κοζακός (Ευρ. Γιαννακός, Το Μαναστήρι του Αγιάννη στο Ρογκοβό, Γιάννινα 1985, σ. 29). Για τις τοπωνυμίες Παληοχώρι ή Παληοχώρια που συνήθως δίνονται από τους κατοίκους των διπλανών χωριών σε εξαφανισθέντα χωριά, βλ. Κων. Στεργιόπουλος, Παρατηρήσεις εις την νεωτέραν γεωγραφίαν της Ηπείρου, εν Αθήναις 1937, σ. 63-65.

[35] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά, μέρος Β΄, τχ. 9, σ. 8.

[36] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά, μέρος Α΄, τχ. 8, σ. 11, σημ. 5.

[37] Αυτόθι, σ. 38. Βλ. και Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα τόμος Α΄, σ. 102.

[38] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά, μέρος Β΄, σ. 9.

[39] Βλ. Κων. Λαζαρίδης, Συμβολή στην ιστορία του Ζαγορίου, εκδ. «Το Ζαγόρι μας», Γιάννινα 1982, σ. 76-77.

[40] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα τόμος Α΄, σ. 108.

[41] Αυτόθι, σ. 74-75.

[42] Σύμφωνα με τον Λαμπρίδη αργότερα ή περιοχή μετονομάστηκε σε Τσίπιανη. Βλ. Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Ζαγοριακά, μέρος Α΄, τχ. 8, σ. 39.

[43] Σαβράμης, ό.π., σ. 304. Ας σημειωθεί ακόμη ότι υπάρχει και σήμερα κοντά στο χωριό Τσερνέσι (Ελατοχώρι) τοποθεσία με την επωνυμία Κουκουρούντζος. Για την προέλευση του τοπωνυμίου βλ. Κων. Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου, σ. 498.

[44] Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα τόμος Β΄, Κουρεντιακά και Τσαρκοβιστιακά, τχ. 3ο. σ. 9, σημ. 1.

[45] Επικαλούμενο και Βλαχοζάγορο, επειδή τα παραπάνω χωριά, εκτός από το Ντρεστενίκο, ήταν και βλαχόφωνα.

[46] Επονομαζόμενο και Βοϊνίκον, επειδή τα περισσότερα από τα χωριά αυτά έστελναν μετά το 1430 στρατιώτες που αποκαλούνταν βοϊνίκηδες.

[47] Γνωστό και την ονομασία Παπιγγινό ή Κατούμενα.